«Τάδε λέγει Κύριος τοῖς Ἰουδαίοις· Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπί κλίνης ἠνωρθωσάμην.
Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντί τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τά ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγώ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωήν τήν αἰώνιον».
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος στούς Ἰουδαίους: Λαέ μου, τί σου ἔκανα ἤ σέ τί σέ ἐνώχλησα; Στούς τυφλούς σου χάρισα τό φῶς, τούς λεπρούς σου καθάρισα (ἀπό τή λέπρα), σήκωσα ἄντρα πού ἦταν στό κρεβάτι (παράλυτος).
Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα καί τί μου ἀνταπόδωσες; Ἀντί τοῦ μάννα, μοῦ ἔδωσες χολή, καί ἀντί τοῦ ὕδατος (στήν ἔρημο) μοῦ ἔδωσες ξύδι, καί ἀντί νά μέ ἀγαπᾶτε, μέ καρφώσατε στό σταυρό.
Λοιπόν, δέ σᾶς ὑποφέρω πιά· θά καλέσω τούς εἰδωλολάτρες (πού εἶναι κι αὐτοί παιδιά μου) κι ἐκεῖνοι (ἀφοῦ πιστέψουν σέ μένα) θά μέ δοξάσουν μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεύμα· κι ἐγώ θά δωρήσω σ᾽ αὐτούς τήν αἰώνια ζωή.
Τό ἀντίφωνο παρεισάγει τόν Ἰησοῦ νά διαλέγεται μέ τούς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιά τή σκληράδα καί τήν ἀχαριστία τους, τούς ρωτᾶ: Λαέ μου, τί κακό σοῦ ἔκανα καί κατά τί σέ στεναχώρησα;
Ἐγώ σοῦ ἔκανα πολλές εὐεργεσίες. Θεράπευσα τούς ἀρρώστους σου καί σήκωσα τόν παράλυτο ἀπό τό κρεβάτι του. Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου;
Ὅταν εἴσασταν στήν ἔρημο περιπλανώμενοι, ἐγώ σᾶς χόρτασα μέ τό μάννα, καί ὅταν διψούσατε, σᾶς πότισα μέ δροσερό νερό ἀπό τήν σκληρή πέτρα. Καί τώρα τί κάνετε ἐσεῖς γιά μένα; Μοῦ δώσατε χολή καί ξύδι. Καί ἀντί νά μοῦ δείξετε εὐγνωμοσύνη καί ἀγάπη, μέ σταυρώσατε.
Μήν παίζετε μέ τήν ἀνοχή καί τή μακροθυμία μου. Σ᾽ ὅλα τά πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, καί στή δική μου ἀντοχή.
Δέν σᾶς ἀνέχομαι πιά. Σᾶς ἀρνοῦμαι. Καί στή θέση σας θά καλέσω σάν περιούσιο λαό μου τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι θά μέ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θά μέ πιστέψουν καί θά μέ δοξάσουν μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Καί σ᾽ αὐτούς θά χαρίσω τήν αἰώνια ζωή τῆς θείας βασιλείας μου.
Φοβερό! Καί ὅμως ὁ Θεός μπορεῖ ν᾽ ἀρνηθεῖ τό πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του «στερεύει» μπροστά στήν πεισμοσύνη, τή σκληράδα καί τήν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη δέν εἶναι μονόδρομος.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τόν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ἡ ψυχή του πατηθεῖ ὅπως τό ἄγονο ἔδαφος τῆς παραβολῆς, ὅταν πεισματικά ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί σπείρει μέσα του τό θάνατο, τότε μοιάζει μέ τό ξερό κλαδί, πού τό κόβουν οἱ ἄνθρωποι καί τό ρίχνουν στή φωτιά νά καεῖ.
Ἡ κόλαση δέν προέρχεται προηγουμένως ἀπό τό Θεό. Εἶναι ἡ φυσική κατάληξη τοῦ πλάσματος, πού ἀρνήθηκε τό Θεό, καί τό ὁποῖο μέ τή σειρά του τό ἀρνεῖται ὁ Θεός!Κύριε, λύτρωσέ μας ἀπό τήν πεισμονή τοῦ πνευματικοῦ θανάτου!
Λαός μου, τί ἐποίησά σοι, καί τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντί τοῦ μάννα χολήν∙ ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος· ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με σταυρῷ με προσηλώσατε. Οὐκέτι στέγω λοιπόν· καλέσω μου τά ἔθνη κἀκεῖνα με δοξάσουσι σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι· κἀγώ αὐτοῖς δωρήσομαι ζωήν τήν αἰώνιον».
Αὐτά λέγει ὁ Κύριος στούς Ἰουδαίους: Λαέ μου, τί σου ἔκανα ἤ σέ τί σέ ἐνώχλησα; Στούς τυφλούς σου χάρισα τό φῶς, τούς λεπρούς σου καθάρισα (ἀπό τή λέπρα), σήκωσα ἄντρα πού ἦταν στό κρεβάτι (παράλυτος).
Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα καί τί μου ἀνταπόδωσες; Ἀντί τοῦ μάννα, μοῦ ἔδωσες χολή, καί ἀντί τοῦ ὕδατος (στήν ἔρημο) μοῦ ἔδωσες ξύδι, καί ἀντί νά μέ ἀγαπᾶτε, μέ καρφώσατε στό σταυρό.
Λοιπόν, δέ σᾶς ὑποφέρω πιά· θά καλέσω τούς εἰδωλολάτρες (πού εἶναι κι αὐτοί παιδιά μου) κι ἐκεῖνοι (ἀφοῦ πιστέψουν σέ μένα) θά μέ δοξάσουν μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεύμα· κι ἐγώ θά δωρήσω σ᾽ αὐτούς τήν αἰώνια ζωή.
Τό ἀντίφωνο παρεισάγει τόν Ἰησοῦ νά διαλέγεται μέ τούς Ἑβραίους. Ἔχοντας μέσα του μεγάλο πόνο ψυχῆς γιά τή σκληράδα καί τήν ἀχαριστία τους, τούς ρωτᾶ: Λαέ μου, τί κακό σοῦ ἔκανα καί κατά τί σέ στεναχώρησα;
Ἐγώ σοῦ ἔκανα πολλές εὐεργεσίες. Θεράπευσα τούς ἀρρώστους σου καί σήκωσα τόν παράλυτο ἀπό τό κρεβάτι του. Τί σοῦ ἔκανα, ὥστε νά δικαιολογεῖται ἡ ἀχάριστη συμπεριφορά σου;
Ὅταν εἴσασταν στήν ἔρημο περιπλανώμενοι, ἐγώ σᾶς χόρτασα μέ τό μάννα, καί ὅταν διψούσατε, σᾶς πότισα μέ δροσερό νερό ἀπό τήν σκληρή πέτρα. Καί τώρα τί κάνετε ἐσεῖς γιά μένα; Μοῦ δώσατε χολή καί ξύδι. Καί ἀντί νά μοῦ δείξετε εὐγνωμοσύνη καί ἀγάπη, μέ σταυρώσατε.
Μήν παίζετε μέ τήν ἀνοχή καί τή μακροθυμία μου. Σ᾽ ὅλα τά πράγματα ὑπάρχουν ὅρια, καί στή δική μου ἀντοχή.
Δέν σᾶς ἀνέχομαι πιά. Σᾶς ἀρνοῦμαι. Καί στή θέση σας θά καλέσω σάν περιούσιο λαό μου τούς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι θά μέ δεχτοῦν ὡς Μεσσία τους, θά μέ πιστέψουν καί θά μέ δοξάσουν μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Καί σ᾽ αὐτούς θά χαρίσω τήν αἰώνια ζωή τῆς θείας βασιλείας μου.
Φοβερό! Καί ὅμως ὁ Θεός μπορεῖ ν᾽ ἀρνηθεῖ τό πλάσμα του! Ἡ ἄπειρη ἀγαθοδωρία του «στερεύει» μπροστά στήν πεισμοσύνη, τή σκληράδα καί τήν ἀχαριστία τοῦ πλάσματος. Ἡ θεία ἀγαθοσύνη δέν εἶναι μονόδρομος.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάσει τόν ἀνθρωπισμό του, ὅταν ἡ ψυχή του πατηθεῖ ὅπως τό ἄγονο ἔδαφος τῆς παραβολῆς, ὅταν πεισματικά ὑποδουλωθεῖ στήν ἁμαρτία καί σπείρει μέσα του τό θάνατο, τότε μοιάζει μέ τό ξερό κλαδί, πού τό κόβουν οἱ ἄνθρωποι καί τό ρίχνουν στή φωτιά νά καεῖ.
Ἡ κόλαση δέν προέρχεται προηγουμένως ἀπό τό Θεό. Εἶναι ἡ φυσική κατάληξη τοῦ πλάσματος, πού ἀρνήθηκε τό Θεό, καί τό ὁποῖο μέ τή σειρά του τό ἀρνεῖται ὁ Θεός!Κύριε, λύτρωσέ μας ἀπό τήν πεισμονή τοῦ πνευματικοῦ θανάτου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου