Ουίλιαμ Νταλρίπλ
Μια Χριστιανή που ήταν παντρεμένη μ’ έναν «ειδωλολάτρη» (ενδεχομένως οπαδό του Ζωροάστρη) στρατιώτη. Ο στρατιώτης είχε ένα μικρό κεφάλαιο και ήθελε να το επενδύσει.
Όμως η χριστιανή σύζυγός του (μέλος ίσως της νεστοριανής Εκκλησίας) τον έπεισε να το προσφέρει στους φτωχούς, που περίμεναν έξω από την πεντάπυλη εκκλησία, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο Θεός θα τους αντάμειβε με το παραπάνω για την καλή τους πράξη.
Τρεις μήνες αργότερα τα έσοδα του ζευγαριού δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Τότε ο άντρας είπε στη γυναίκα του:
– «Αδερφή, βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση και ο Θεός των Χριστιανών δεν μας έχει ανταμείψει ακόμη». Και η γυναίκα του απάντησε:
– «Θα μας ανταμείψει. Πήγαινε εκεί όπου έδωσες τα χρήματα και αμέσως θα σου τα δώσει πίσω».
Έτσι, ο σύζυγός της έφυγε τρέχοντας για την εκκλησία. Όταν έφτασε στον τόπο όπου είχε δώσει τα χρήματα στους φτωχούς, τριγύρισε όλη την εκκλησία, περιμένοντας να βρει κάποιον που θα του επέστρεφε όσα του όφειλε, αλλά δεν βρήκε κανέναν, παρά μόνο τους φτωχούς που βρίσκονταν ακόμη εκεί.
Ενώ προσπαθούσε να αποφασίσει σε ποιον απ’ όλους να μιλήσει, είδε μπροστά στα πόδια του, πάνω στο μάρμαρο, ένα μεγάλο μιλιαρήσιο, από εκείνα που ο ίδιος είχε μοιράσει. Τότε έσκυψε, το πήρε και γύρισε στο σπίτι του. Έπειτα είπε στη σύζυγό του:
– «Ορίστε, πήγα στην εκκλησία και πίστεψέ με, γυναίκα, δεν είδα το Θεό των Χριστιανών, όπως μου είχες πει, και δεν μου έδωσε τίποτε. Βρήκα όμως αυτό το μιλιαρήσιο στον τόπο όπου κι εγώ είχα δώσει τα πενήντα μιλιαρήσια».
Η γυναίκα του είπε να πάψει να παραπονιέται και να πάει ν’ αγοράσει μ’ αυτό λίγο ψωμί. Μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε ο άντρας κουβαλώντας ψωμί, μια μπουκάλα κρασί κι ένα φρέσκο ψάρι. Η γυναίκα του πήρε το ψάρι κι άρχισε να το καθαρίζει.
Όταν το άνοιξε βρήκε μέσα ένα όμορφο πετράδι και πρότεινε στον άντρα της να δοκιμάσει να το πουλήσει.
Εκείνος, άνθρωπος αμόρφωτος, δεν ήξερε τι ήταν. Πήρε όμως το πετράδι και πήγε σ’ έναν αργυροπράτη. Είχε βραδιάσει κι ο έμπορος ετοιμαζόταν να φύγει για το σπίτι του, αλλά ο στρατιώτης του είπε:
– «Δώσε ό,τι θέλεις». Και εκείνος απάντησε:
– «Πάρε πέντε μιλιαρήσια». Τότε, νομίζοντας ότι ο έμπορος ήθελε να τον περιπαίξει, ο στρατιώτης του είπε:
– «Δίνεις τόσα πολλά;». Ο αργυροπράτης, επειδή νόμισε ότι ο άλλος του μιλούσε ειρωνικά, του είπε:
– «Καλά, πάρε δέκα μιλιαρήσια». Ο στρατιώτης σιωπούσε, γιατί εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο έμπορος τον κορόιδευε. Τότε ο αργυροπράτης του είπε:
– «Εντάξη, είκοσι μιλιαρήσια». Ο στρατιώτης δεν έβγαλε λέξη κι έτσι ο έμπορος ανέβασε την προσφορά του στα τριάντα κι έπειτα στα πενήντα μιλιαρήσια.
Τότε πια ο στρατιώτης κατάλαβε ότι το πετράδι είχε μεγάλη αξία. Λίγο λίγο, ο αργυροπράτης ανέβασε την τιμή στα τριακόσια μεγάλα μιλιαρήσια.
Από το βιβλίο «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου»
Μια Χριστιανή που ήταν παντρεμένη μ’ έναν «ειδωλολάτρη» (ενδεχομένως οπαδό του Ζωροάστρη) στρατιώτη. Ο στρατιώτης είχε ένα μικρό κεφάλαιο και ήθελε να το επενδύσει.
Όμως η χριστιανή σύζυγός του (μέλος ίσως της νεστοριανής Εκκλησίας) τον έπεισε να το προσφέρει στους φτωχούς, που περίμεναν έξω από την πεντάπυλη εκκλησία, διαβεβαιώνοντάς τον ότι ο Θεός θα τους αντάμειβε με το παραπάνω για την καλή τους πράξη.
Τρεις μήνες αργότερα τα έσοδα του ζευγαριού δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Τότε ο άντρας είπε στη γυναίκα του:
– «Αδερφή, βρισκόμαστε σε δύσκολη θέση και ο Θεός των Χριστιανών δεν μας έχει ανταμείψει ακόμη». Και η γυναίκα του απάντησε:
– «Θα μας ανταμείψει. Πήγαινε εκεί όπου έδωσες τα χρήματα και αμέσως θα σου τα δώσει πίσω».
Έτσι, ο σύζυγός της έφυγε τρέχοντας για την εκκλησία. Όταν έφτασε στον τόπο όπου είχε δώσει τα χρήματα στους φτωχούς, τριγύρισε όλη την εκκλησία, περιμένοντας να βρει κάποιον που θα του επέστρεφε όσα του όφειλε, αλλά δεν βρήκε κανέναν, παρά μόνο τους φτωχούς που βρίσκονταν ακόμη εκεί.
Ενώ προσπαθούσε να αποφασίσει σε ποιον απ’ όλους να μιλήσει, είδε μπροστά στα πόδια του, πάνω στο μάρμαρο, ένα μεγάλο μιλιαρήσιο, από εκείνα που ο ίδιος είχε μοιράσει. Τότε έσκυψε, το πήρε και γύρισε στο σπίτι του. Έπειτα είπε στη σύζυγό του:
– «Ορίστε, πήγα στην εκκλησία και πίστεψέ με, γυναίκα, δεν είδα το Θεό των Χριστιανών, όπως μου είχες πει, και δεν μου έδωσε τίποτε. Βρήκα όμως αυτό το μιλιαρήσιο στον τόπο όπου κι εγώ είχα δώσει τα πενήντα μιλιαρήσια».
Η γυναίκα του είπε να πάψει να παραπονιέται και να πάει ν’ αγοράσει μ’ αυτό λίγο ψωμί. Μετά από λίγη ώρα εμφανίστηκε ο άντρας κουβαλώντας ψωμί, μια μπουκάλα κρασί κι ένα φρέσκο ψάρι. Η γυναίκα του πήρε το ψάρι κι άρχισε να το καθαρίζει.
Όταν το άνοιξε βρήκε μέσα ένα όμορφο πετράδι και πρότεινε στον άντρα της να δοκιμάσει να το πουλήσει.
Εκείνος, άνθρωπος αμόρφωτος, δεν ήξερε τι ήταν. Πήρε όμως το πετράδι και πήγε σ’ έναν αργυροπράτη. Είχε βραδιάσει κι ο έμπορος ετοιμαζόταν να φύγει για το σπίτι του, αλλά ο στρατιώτης του είπε:
– «Δώσε ό,τι θέλεις». Και εκείνος απάντησε:
– «Πάρε πέντε μιλιαρήσια». Τότε, νομίζοντας ότι ο έμπορος ήθελε να τον περιπαίξει, ο στρατιώτης του είπε:
– «Δίνεις τόσα πολλά;». Ο αργυροπράτης, επειδή νόμισε ότι ο άλλος του μιλούσε ειρωνικά, του είπε:
– «Καλά, πάρε δέκα μιλιαρήσια». Ο στρατιώτης σιωπούσε, γιατί εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ο έμπορος τον κορόιδευε. Τότε ο αργυροπράτης του είπε:
– «Εντάξη, είκοσι μιλιαρήσια». Ο στρατιώτης δεν έβγαλε λέξη κι έτσι ο έμπορος ανέβασε την προσφορά του στα τριάντα κι έπειτα στα πενήντα μιλιαρήσια.
Τότε πια ο στρατιώτης κατάλαβε ότι το πετράδι είχε μεγάλη αξία. Λίγο λίγο, ο αργυροπράτης ανέβασε την τιμή στα τριακόσια μεγάλα μιλιαρήσια.
Από το βιβλίο «Ταξίδι στη σκιά του Βυζαντίου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου