Άλλη μια παραβολή έρχεται να μας παρουσιάσει ο Ιησούς με αφορμή την φιλονικία δύο αδελφιών για το μερίδιο της πατρικής περιουσίας.
Ο μεγαλοκτηματίας της παραβολής δεν μπορούσε να ησυχάσει από την αγωνία για τον τόπο που θα αποθήκευε τα αγαθά του; Αγωνιούσε και υπέφερε.
Αντί να συλλογισθεί και να πει ότι υπάρχουν πεινασμένοι, ορφανοί που μπορούν να χορτάσουν με το περίσσευμά του, εντούτοις τα θέλει όλα για τον εαυτό του. «Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;[1]».
Mετά από την πολυτάραχη αγωνία του βρήκε λύση. Η λύση ήταν να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να κτίσει μεγαλύτερες, όπου εκεί θα έβαζε τα αγαθά του, τα οποία αυξήθηκαν λόγω της ευφορίας των χωραφιών. Κύριος του στόχος ήταν να γίνει πλουσιότερος.
Δεν ευχαρίστησε το Θεό για την παροχή των αγαθών που σύλλεξε, δεν ευχαρίστησε το Θεό το ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά, δεν ευχαρίστησε το Θεό για το ότι τον βοήθησε να φτάσει εδώ που έφτασε.
Εναγωνίως επιθυμούσε να ανακτήσει κι άλλα. Ω της απληστίας του! Ω της πλεονεξίας του! Σκοπός του ήταν να φροντίσει την καλοπέραση του σώματός του σαν αν πρόκειτο να ζήσει χίλια χρόνια. Όμως «οὐχί ἡ ψυχή πλεῖον ἐστί τῆς τροφῆς;[2]».
Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου[3]». Αυτό είναι το όραμα του καταναλωτισμού, κυρίως της σημερινής κοινωνίας, της καταναλωτικής θα λέγαμε κοινωνίας. Θυσιάζονται οι άνθρωποι σήμερα για τα γήϊνα αγαθά. Ούτε μια θυσία για τα πνευματικά.
Αυτό που μας νοιάζει είναι το πως θα περάσουμε καλά, που θα πάμε να διασκεδάσουμε, τι θα φάμε. Για αυτά έχουμε αρκετό χρόνο να ικανοποιήσουμε τη σάρκα μας.
Για την ψυχή μας, όμως, δεν έχουμε. Αν ξυπνήσω θα πάω εκκλησία, αν προλάβω τις δουλειές θα πάω στην παράκληση, ο καιρός σήμερα είναι βροχερός που να τρέχω να πάω στις βροχές για να εκκλησιαστώ; Προφάσεις εν αμαρτίαις.
Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε το πάθος της πλεονεξίας. Δεν αρκούμαστε σε αυτά που έχουμε και θέλουμε κι άλλα, θέλουμε περισσότερα, θέλουμε καλύτερα. Γιατί ο διπλανός μου να έχει περισσότερα από μένα, αναρωτιόμαστε.
Ο πλεονέκτης έτσι είναι. Όσα περισσότερα αποκτά, τόσο η πλεονεξία φουντώνει μέσα του. Όσα και αν αποκτήσει, διαρκώς σκέφτεται πώς να αποκτήσει κι άλλα. Αναζητά διαρκώς τρόπους για να αυξήσει τα κέρδη του, να αποκτήσει καλύτερο σπίτι, καλύτερο αυτοκίνητο, μαγαζί. Διαρκώς μένει ανικανοποίητος, μίζερος και αχάριστος.
Η πλεονεξία δεν είναι μόνο ακόρεστο πάθος, αλλά είναι και καταστροφικό. Ακόμη η πλεονεξία διαλύει και τις ανθρώπινες σχέσεις. Τον κάνει σκληρόκαρδο, άσπλαχνο, ατομιστή και υλιστή.
Τον κάνει να μην σκέφτεται τις ανάγκες του πλησίον του, έστω και ακόμη να γνωρίζει ότι δεν έχει φαγητό. Ο πλεονέκτης καταντά ειδωλολάτρης, σύμφωνα με την Αγία Γραφή[4]. Γιατί ο πλεονέκτης αγαπά την ύλη.
Ξαφνικά όμως έρχεται ο θάνατος και όλα εξαφανίζονται «μία ροπῆ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Φοβερός ο αιφνίδιος θάνατος. Γι΄ αυτό και η Εκκλησία σε δέησή της απεύχεται του αιφνίδιου θανάτου[5].
Μετά θάνατο ούτε ο ενάρετος μεταβάλλεται από την αρετή στην αμαρτία, ούτε ο αμαρτωλός από την αμαρτία στην αρετή. Ο Θεός επιτρέπει και παραχωρεί ασθένειες, θλίψεις, δοκιμασίες στον άνθρωπο για να τον ετοιμάσει για την μέλλουσα ζωή.
Όταν πριν το θάνατο ο άνθρωπος είναι υγιής και κυλιέται στο βούρκο της αμαρτίας, και μετά από μια στιγμή αναίσθητος και άλαλος, ποια ελπίδα τότε σωτηρίας; Ποια ελπίδα να αντικρύσει πρόσωπο Θεού;
O Θεός, ως ο μεγάλης βουλής άγγελος, ως ο πατήρ του μέλλοντος αιώνος, όπως ψάλλουμε στο Μεγάλο Απόδειπνο, μεταβἀλλει τα πάντα και ποιεί όσα θέλει και καθώς θέλει και βούλεται.
Σε ομιλία του στη σημερινή Κυριακή, ο Άγιος Νικόλαος επίσκοπος Αχρίδος λέει ότι ο άνθρωπος δεν κλέβει μόνο με τις σωματικές του αισθήσεις, αλλά και με την καρδιά του, την ψυχή του και το νου του. Δεν υπάρχει πράξη κλοπής που ο διάβολος να μην είναι συνεργός του ανθρώπου.
Το ότι είναι ο διάβολος που παρακινεί την ψυχή σε κάθε πονηρό έργο και σπέρνει κάθε πονηριά στη ψυχή, το βεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός[6]. Με κάθε κλοπή που κάνει ο άνθρωπος, ο διάβολος κλέβει ένα μέρος από την ψυχή του.
Η ψυχή του κλέφτη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, μαραίνεται και πεθαίνει, όπως ο πνεύμονας που έχει προσβληθεί από φυματίωση. Και προτρέπει ο Άγιος Νικόλαος λέγοντας ότι για να απαλλαγεί κάποιος από το πάθος της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως όλα όσα έχει είναι του Θεού και όχι δικά του[7].
Ο πλούτος που αποκτήθηκε με επιμέλεια, με τιμιότητα, με κόπο και ιδρώτα είναι ευλογημένος από το Θεό. Ο Θεός ευλογεί τους εργατικούς και τίμιους που πλουτίζουν χωρίς να αδικήσουν το συνάνθρωπό τους.
Ελάχιστοι είναι όμως αυτοί που γίνονται πλούσιοι με τιμιότητα. Οι πλείστοι γίνονται πλούσιοι εξ αρπαγής και αδικίας. Αυτού του είδους τα πλούτη γίνονται αιτία κατάρας και για εκείνους που τα απέκτησαν και για εκείνους που τα κληρονόμησαν[8].
Ο πλούτος, δυστυχώς, δημιουργεί ουκ ολίγες ψευδαισθήσεις. Απογειώνει τον άνθρωπο από την ρεαλιστικότητα και τον κάνει να φτάνει στην παραλογία. Ο πλούτος δεν βοηθά στην λύση των προβλημάτων της ζωής, ούτε σε κάνει αθάνατο, ούτε σε κάνει χαρούμενο. Δυστυχισμένο και πληγωμένο ασφαλώς.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις ότι έχουμε καιρό μπροστά μας να μετανοήσουμε. Μας επιτρέπει ο Θεός να συνεχίζουμε τη ζωή μας, όχι για να συνεχίζουμε τη ραθυμία και αμέλειά μας, αλλά για να μετανοήσουμε. Λάθη κάνουμε όλοι. Αδυναμίες και πάθη έχουμε όλοι.
Ας τα εντοπίσουμε και να αγωνιστούμε να τα ιατρεύσουμε. Ο Θεός θα υπολογίσει την προσπάθειά μας, τον αγώνα μας, και όχι το αποτέλεσμα. Σκοπός μας είναι να θησαυρίζουμε καθημερινά ουράνιους θησαυρούς.
[1] Λουκά 12, 17.
[2] Λουκά 12,23 και Ματθαίου 6,25.
[3] Λουκά 12,19.
[4] Κολασσαείς 3, 5. O Aπόστολος Παύλος αναφέρει την πλεονεξία μαζί με άλλα πάθη και την χαρακτηρίζει ειδωλολατρία. Ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέει ότι ο πλεονέκτης είναι ίδιος με τους ειδωλολάτρες, διότι την ίδια ύλη προσκυνούν και φροντίζουν και οι δύο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει ότι ο Απόστολος Παύλος ονομάζει την πλεονεξία ειδωλολατρία, γιατί οι πλεονέκτες εγκατέλειψαν την υπακοή στο Θεό και έγιναν δούλοι του χρήματος. Επίσης, ο ίδιος Άγιος αναφέρει ότι η πλεονεξία είναι φυσικό επακόλουθο της φιλοσαρκίας. Γι΄ αυτό θέλουν τόσα πολλά, για να έχουν λόγο να τα ξοδέψουν στις ηδονές. Ο Θεοδώρητος Κύρου [επίσκοπος Κύρρου (423-457) και σημαντικός συγγραφέας] λέει ότι ο Κύριος αποκάλεσε το μαμμωνά κύριο, θέλοντας να μας διδάξει ότι αυτός που υπηρετεί το πάθος της πλεονεξίας, τιμά τον πλούτο σαν θεό. Συνεπώς είναι ειδωλολάτρης. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει «βόθρον γαρ ημίν υπέδειξε διαβολικόν την πλεονεξίαν». Δηλαδή η πλεονεξία είναι λάκκος, που σκάβει ο διάβολος, για να πέσουμε μέσα σαν τα θηράματα, χωρίς να το καταλάβουμε, καθόσον είμαστε απορροφημένοι από την επιθυμία να απολαύσουμε και να παρατείνουμε τον παρόντα βίο, προσπαθώντας να αποκτήσουμε τα περισσότερα.
[5]«Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν πόλιν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου, καὶ αἰφνιδίου θανάτου, …».
[6] Ματθαίου 13, 39 «ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος·».
[7] Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Κυριακοδρόμιο Γ΄ – Ομιλίες Στ΄,Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)
[8] Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, Εἰς ἐπίγνωσιν Θεοῦ, έκδοση β΄, 1999, Αποστολική Διακονία, σελ. 277-280.
Ο μεγαλοκτηματίας της παραβολής δεν μπορούσε να ησυχάσει από την αγωνία για τον τόπο που θα αποθήκευε τα αγαθά του; Αγωνιούσε και υπέφερε.
Αντί να συλλογισθεί και να πει ότι υπάρχουν πεινασμένοι, ορφανοί που μπορούν να χορτάσουν με το περίσσευμά του, εντούτοις τα θέλει όλα για τον εαυτό του. «Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;[1]».
Mετά από την πολυτάραχη αγωνία του βρήκε λύση. Η λύση ήταν να γκρεμίσει τις αποθήκες του και να κτίσει μεγαλύτερες, όπου εκεί θα έβαζε τα αγαθά του, τα οποία αυξήθηκαν λόγω της ευφορίας των χωραφιών. Κύριος του στόχος ήταν να γίνει πλουσιότερος.
Δεν ευχαρίστησε το Θεό για την παροχή των αγαθών που σύλλεξε, δεν ευχαρίστησε το Θεό το ότι οι δουλειές του πήγαιναν καλά, δεν ευχαρίστησε το Θεό για το ότι τον βοήθησε να φτάσει εδώ που έφτασε.
Εναγωνίως επιθυμούσε να ανακτήσει κι άλλα. Ω της απληστίας του! Ω της πλεονεξίας του! Σκοπός του ήταν να φροντίσει την καλοπέραση του σώματός του σαν αν πρόκειτο να ζήσει χίλια χρόνια. Όμως «οὐχί ἡ ψυχή πλεῖον ἐστί τῆς τροφῆς;[2]».
Ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου[3]». Αυτό είναι το όραμα του καταναλωτισμού, κυρίως της σημερινής κοινωνίας, της καταναλωτικής θα λέγαμε κοινωνίας. Θυσιάζονται οι άνθρωποι σήμερα για τα γήϊνα αγαθά. Ούτε μια θυσία για τα πνευματικά.
Αυτό που μας νοιάζει είναι το πως θα περάσουμε καλά, που θα πάμε να διασκεδάσουμε, τι θα φάμε. Για αυτά έχουμε αρκετό χρόνο να ικανοποιήσουμε τη σάρκα μας.
Για την ψυχή μας, όμως, δεν έχουμε. Αν ξυπνήσω θα πάω εκκλησία, αν προλάβω τις δουλειές θα πάω στην παράκληση, ο καιρός σήμερα είναι βροχερός που να τρέχω να πάω στις βροχές για να εκκλησιαστώ; Προφάσεις εν αμαρτίαις.
Λίγο πολύ όλοι μας έχουμε το πάθος της πλεονεξίας. Δεν αρκούμαστε σε αυτά που έχουμε και θέλουμε κι άλλα, θέλουμε περισσότερα, θέλουμε καλύτερα. Γιατί ο διπλανός μου να έχει περισσότερα από μένα, αναρωτιόμαστε.
Ο πλεονέκτης έτσι είναι. Όσα περισσότερα αποκτά, τόσο η πλεονεξία φουντώνει μέσα του. Όσα και αν αποκτήσει, διαρκώς σκέφτεται πώς να αποκτήσει κι άλλα. Αναζητά διαρκώς τρόπους για να αυξήσει τα κέρδη του, να αποκτήσει καλύτερο σπίτι, καλύτερο αυτοκίνητο, μαγαζί. Διαρκώς μένει ανικανοποίητος, μίζερος και αχάριστος.
Η πλεονεξία δεν είναι μόνο ακόρεστο πάθος, αλλά είναι και καταστροφικό. Ακόμη η πλεονεξία διαλύει και τις ανθρώπινες σχέσεις. Τον κάνει σκληρόκαρδο, άσπλαχνο, ατομιστή και υλιστή.
Τον κάνει να μην σκέφτεται τις ανάγκες του πλησίον του, έστω και ακόμη να γνωρίζει ότι δεν έχει φαγητό. Ο πλεονέκτης καταντά ειδωλολάτρης, σύμφωνα με την Αγία Γραφή[4]. Γιατί ο πλεονέκτης αγαπά την ύλη.
Ξαφνικά όμως έρχεται ο θάνατος και όλα εξαφανίζονται «μία ροπῆ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται». Φοβερός ο αιφνίδιος θάνατος. Γι΄ αυτό και η Εκκλησία σε δέησή της απεύχεται του αιφνίδιου θανάτου[5].
Μετά θάνατο ούτε ο ενάρετος μεταβάλλεται από την αρετή στην αμαρτία, ούτε ο αμαρτωλός από την αμαρτία στην αρετή. Ο Θεός επιτρέπει και παραχωρεί ασθένειες, θλίψεις, δοκιμασίες στον άνθρωπο για να τον ετοιμάσει για την μέλλουσα ζωή.
Όταν πριν το θάνατο ο άνθρωπος είναι υγιής και κυλιέται στο βούρκο της αμαρτίας, και μετά από μια στιγμή αναίσθητος και άλαλος, ποια ελπίδα τότε σωτηρίας; Ποια ελπίδα να αντικρύσει πρόσωπο Θεού;
O Θεός, ως ο μεγάλης βουλής άγγελος, ως ο πατήρ του μέλλοντος αιώνος, όπως ψάλλουμε στο Μεγάλο Απόδειπνο, μεταβἀλλει τα πάντα και ποιεί όσα θέλει και καθώς θέλει και βούλεται.
Σε ομιλία του στη σημερινή Κυριακή, ο Άγιος Νικόλαος επίσκοπος Αχρίδος λέει ότι ο άνθρωπος δεν κλέβει μόνο με τις σωματικές του αισθήσεις, αλλά και με την καρδιά του, την ψυχή του και το νου του. Δεν υπάρχει πράξη κλοπής που ο διάβολος να μην είναι συνεργός του ανθρώπου.
Το ότι είναι ο διάβολος που παρακινεί την ψυχή σε κάθε πονηρό έργο και σπέρνει κάθε πονηριά στη ψυχή, το βεβαιώνει ο ίδιος ο Χριστός[6]. Με κάθε κλοπή που κάνει ο άνθρωπος, ο διάβολος κλέβει ένα μέρος από την ψυχή του.
Η ψυχή του κλέφτη συρρικνώνεται όλο και περισσότερο, μαραίνεται και πεθαίνει, όπως ο πνεύμονας που έχει προσβληθεί από φυματίωση. Και προτρέπει ο Άγιος Νικόλαος λέγοντας ότι για να απαλλαγεί κάποιος από το πάθος της κλοπής, πρέπει να λογαριάσει πως όλα όσα έχει είναι του Θεού και όχι δικά του[7].
Ο πλούτος που αποκτήθηκε με επιμέλεια, με τιμιότητα, με κόπο και ιδρώτα είναι ευλογημένος από το Θεό. Ο Θεός ευλογεί τους εργατικούς και τίμιους που πλουτίζουν χωρίς να αδικήσουν το συνάνθρωπό τους.
Ελάχιστοι είναι όμως αυτοί που γίνονται πλούσιοι με τιμιότητα. Οι πλείστοι γίνονται πλούσιοι εξ αρπαγής και αδικίας. Αυτού του είδους τα πλούτη γίνονται αιτία κατάρας και για εκείνους που τα απέκτησαν και για εκείνους που τα κληρονόμησαν[8].
Ο πλούτος, δυστυχώς, δημιουργεί ουκ ολίγες ψευδαισθήσεις. Απογειώνει τον άνθρωπο από την ρεαλιστικότητα και τον κάνει να φτάνει στην παραλογία. Ο πλούτος δεν βοηθά στην λύση των προβλημάτων της ζωής, ούτε σε κάνει αθάνατο, ούτε σε κάνει χαρούμενο. Δυστυχισμένο και πληγωμένο ασφαλώς.
Αγαπητοί μου αδελφοί,
Ας μην έχουμε ψευδαισθήσεις ότι έχουμε καιρό μπροστά μας να μετανοήσουμε. Μας επιτρέπει ο Θεός να συνεχίζουμε τη ζωή μας, όχι για να συνεχίζουμε τη ραθυμία και αμέλειά μας, αλλά για να μετανοήσουμε. Λάθη κάνουμε όλοι. Αδυναμίες και πάθη έχουμε όλοι.
Ας τα εντοπίσουμε και να αγωνιστούμε να τα ιατρεύσουμε. Ο Θεός θα υπολογίσει την προσπάθειά μας, τον αγώνα μας, και όχι το αποτέλεσμα. Σκοπός μας είναι να θησαυρίζουμε καθημερινά ουράνιους θησαυρούς.
[1] Λουκά 12, 17.
[2] Λουκά 12,23 και Ματθαίου 6,25.
[3] Λουκά 12,19.
[4] Κολασσαείς 3, 5. O Aπόστολος Παύλος αναφέρει την πλεονεξία μαζί με άλλα πάθη και την χαρακτηρίζει ειδωλολατρία. Ο Άγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέει ότι ο πλεονέκτης είναι ίδιος με τους ειδωλολάτρες, διότι την ίδια ύλη προσκυνούν και φροντίζουν και οι δύο. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέει ότι ο Απόστολος Παύλος ονομάζει την πλεονεξία ειδωλολατρία, γιατί οι πλεονέκτες εγκατέλειψαν την υπακοή στο Θεό και έγιναν δούλοι του χρήματος. Επίσης, ο ίδιος Άγιος αναφέρει ότι η πλεονεξία είναι φυσικό επακόλουθο της φιλοσαρκίας. Γι΄ αυτό θέλουν τόσα πολλά, για να έχουν λόγο να τα ξοδέψουν στις ηδονές. Ο Θεοδώρητος Κύρου [επίσκοπος Κύρρου (423-457) και σημαντικός συγγραφέας] λέει ότι ο Κύριος αποκάλεσε το μαμμωνά κύριο, θέλοντας να μας διδάξει ότι αυτός που υπηρετεί το πάθος της πλεονεξίας, τιμά τον πλούτο σαν θεό. Συνεπώς είναι ειδωλολάτρης. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει «βόθρον γαρ ημίν υπέδειξε διαβολικόν την πλεονεξίαν». Δηλαδή η πλεονεξία είναι λάκκος, που σκάβει ο διάβολος, για να πέσουμε μέσα σαν τα θηράματα, χωρίς να το καταλάβουμε, καθόσον είμαστε απορροφημένοι από την επιθυμία να απολαύσουμε και να παρατείνουμε τον παρόντα βίο, προσπαθώντας να αποκτήσουμε τα περισσότερα.
[5]«Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν πόλιν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας, ἐπιδρομῆς ἀλλοφύλων, ἐμφυλίου πολέμου, καὶ αἰφνιδίου θανάτου, …».
[6] Ματθαίου 13, 39 «ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος·».
[7] Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Κυριακοδρόμιο Γ΄ – Ομιλίες Στ΄,Επιμέλεια – Μετάφραση: Πέτρος Μπότσης, Αθήνα 2014)
[8] Μητροπολίτου Φθιώτιδος Νικολάου, Εἰς ἐπίγνωσιν Θεοῦ, έκδοση β΄, 1999, Αποστολική Διακονία, σελ. 277-280.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου