Αξιωθήκαμε να γνωρίσουμε και έναν άλλο σεβαστό γέροντα, που και αυτός είχε δείξει σημεία αγιότητος, τον π. Χαράλαμπο τον κομποσκοινά. Αυτός, απ’ ό,τι μας έλεγε, αξιώθηκε να δει πολλά σημεία, την Παναγία μας, αγίους Αγγέλους, και πολλά θαύματα του συνέβησαν.
Αυτός ένα διάστημα είχε κάνει σ’ ένα κελλί εδώ στις Καρυές, του αγίου Χαραλάμπους, που είναι πίσω από τον ναό του Πρωτάτου. Μια μέρα καθότανε στην απλωταριά του και έπλεκε κομποσκοίνι. Όπως ακουμπούσε επάνω στην κουπαστή –ήταν ετοιμόρροπη η κουπαστή– από το βάρος του, επειδή ήταν και γιγαντόσωμος, υποχωρεί η κουπαστή και πέφτει κάτω.
Φωνάζει: «Παναγία μου, μ’ αυτό τον θάνατο θα φύγω απ’ αυτήν την ζωή;» Από κάτω ήταν όλο πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη την στιγμή μια αόρατη δύναμη ήρθε και τον έβαλε επάνω στο μπαλκόνι, και βρέθηκε καθήμενος στο μπαλκόνι.
Πολλά σημεία μας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος γηροκομήθηκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι πατέρες, γιατί δεν μπορούσε άλλο να υπηρετήσει τον εαυτό του. Έμενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο Όρος ήρθε μεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε γενειοφόρος. Έλαβε μέρος και στον πόλεμο του ’40. Μάλιστα μας είπε ότι κουβαλούσε πολεμοφόδια με τα μουλάρια επάνω στα βουνά.
«Κάποτε», μας είπε, «βρεθήκαμε σ’ ένα λόφο που έβαλαν θεριστική βολή οι Γερμανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτωθήκανε εκτός ελαχίστων. Πέφταν δίπλα οι οβίδες και εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα’ χω τα χέρια μου, το’ χω το στήθος μου ή μου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώματα και δεν με έπιανε βολή, γιατί είχα Τίμο Ξύλο πάνω μου, και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιάστηκαν απ’ τα ρούχα μου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο». Ήταν νεαρός τότε.
Μια μέρα μου λέει ο πρωτοσύγκελλος της Θεσσαλονίκης (π. Ιωάννης Τασσιάς): «Πάμε, πάτερ Βασίλειε, να δούμε τον γερο-Χαραλάμπη απ’ την Σταυρονικήτα, γιατί έχω μια στεναχώρια μεγάλη. Έχω την Ροτόντα και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν μας αφήνουν να λειτουργήσουμε μέσα. Πάμε να δούμε, τι θα μας πει. Να του πούμε γι’ αυτό το θέμα που με προβληματίζει, γιατί με έχουν βάλει στο στόχαστρο οι Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα, είναι λίγο αργά –σούρουπο ήτανε–, στο μοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάμε τέτοια ώρα». «Δεν πειράζει, μια και βρίσκομαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα φύγω και δεν έχω χρόνο».
Τρέχουμε. Πηγαίνουμε στου Σταυρονικήτα. Ίσα-ίσα που προλάβαμε την πόρτα. Προσκυνήσαμε τον άγιο Νικόλαο και πήγαμε στον γέροντα Χαραλάμπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν κάνουν επισκέψεις στα μοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβει ο Πρωτοσύγκελλος να τον ρωτήσει για τον Άγιο Γεώργιο, την Ροτόντα, τι θα γίνει, του λέει ο π. Χαραλάμπης: «Να ξέρετε όμως, πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία μέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίσει με αυτό το κοντάρι».
Τα ‘χασε ο πρωτοσύγκελλος. Και άλλα τέτοια μας είπε, που θαύμασε ο πρωτοσύγκελλος: «Για δες! Πού ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι εμείς ήλθαμε γι’ αυτόν τον λόγο εδώ, για να τον ρωτήσουμε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τι θα γίνει, και μας είπε ότι θα τους κυνηγήσει με το κοντάρι του ο άγιος Γεώργιος!»
Από αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο κελλί μας, ωφεληθήκαμε πάρα πολύ, γιατί μόνο που καθόμασταν δίπλα του, γαληνεύαμε. Καθόταν εδώ πέρα και έπλεκε, ή καθόταν κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και μας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια, από το Άγιον Όρος. Όλα πνευματικά, δεν έλεγε τίποτα κοσμικό. Όλα όσα είχαν σχέση με την ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό. Κα μάλιστα μεμφόμενος τον εαυτό του έλεγε: «Ουαί ο λαλών και μη ποιών».
Ερχόταν καμιά φορά κοσμικοί. Τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε γερο-Χαραλάμπη; Πες μας μονολεκτικά κάτι, κάποια διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν». Και πολλές παρόμοιες σοφές κουβέντες.
Αυτά με τον γέροντα Χαραλάμπη. Υπάρχουν πολλές βέβαια ιστορίες του, αλλά δεν τις θυμάμαι. Πάντως αυτό που έμεινε στην μνήμη μας είναι, ότι είχαμε μία χαρά όταν πηγαίναμε να συναντήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία. Δεν είχανε κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον συγχωρούσανε. Δεν κρατούσανε. Ήτανε σαν προβατάκια αθώα. Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να τους συναναστρέφεσαι. Δεν έβλεπες κακία και μίσος, αν και τους πολεμούσε και αυτούς ο πειρασμός με διάφορους τρόπους μέσω των αδελφών.
Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 97 (αποσπάσματα).
Αυτός ένα διάστημα είχε κάνει σ’ ένα κελλί εδώ στις Καρυές, του αγίου Χαραλάμπους, που είναι πίσω από τον ναό του Πρωτάτου. Μια μέρα καθότανε στην απλωταριά του και έπλεκε κομποσκοίνι. Όπως ακουμπούσε επάνω στην κουπαστή –ήταν ετοιμόρροπη η κουπαστή– από το βάρος του, επειδή ήταν και γιγαντόσωμος, υποχωρεί η κουπαστή και πέφτει κάτω.
Φωνάζει: «Παναγία μου, μ’ αυτό τον θάνατο θα φύγω απ’ αυτήν την ζωή;» Από κάτω ήταν όλο πέτρες, θα σκοτωνότανε. Εκείνη την στιγμή μια αόρατη δύναμη ήρθε και τον έβαλε επάνω στο μπαλκόνι, και βρέθηκε καθήμενος στο μπαλκόνι.
Πολλά σημεία μας έλεγε αυτός, πάρα πολλά είδε. Στο τέλος γηροκομήθηκε στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Τον πήρανε εκεί οι πατέρες, γιατί δεν μπορούσε άλλο να υπηρετήσει τον εαυτό του. Έμενε στην Καψάλα. Αυτός ήτανε από την Μικρά Ασία. Στο Άγιο Όρος ήρθε μεγάλος, αν και καλογέρευε από λαϊκός και ήτανε γενειοφόρος. Έλαβε μέρος και στον πόλεμο του ’40. Μάλιστα μας είπε ότι κουβαλούσε πολεμοφόδια με τα μουλάρια επάνω στα βουνά.
«Κάποτε», μας είπε, «βρεθήκαμε σ’ ένα λόφο που έβαλαν θεριστική βολή οι Γερμανοί. Όσοι βρεθήκανε εκεί στον λόφο όλοι σκοτωθήκανε εκτός ελαχίστων. Πέφταν δίπλα οι οβίδες και εγώ προσπαθούσα να διαπιστώσω αν τα’ χω τα χέρια μου, το’ χω το στήθος μου ή μου έφυγε; Με σκέπασαν τα χώματα και δεν με έπιανε βολή, γιατί είχα Τίμο Ξύλο πάνω μου, και πίστευα. Όσοι φαντάροι το αντιλήφθηκαν, πιάστηκαν απ’ τα ρούχα μου. Μόνο αυτοί σωθήκανε. Όλοι οι άλλοι σκοτωθήκανε πάνω στον λόφο». Ήταν νεαρός τότε.
Μια μέρα μου λέει ο πρωτοσύγκελλος της Θεσσαλονίκης (π. Ιωάννης Τασσιάς): «Πάμε, πάτερ Βασίλειε, να δούμε τον γερο-Χαραλάμπη απ’ την Σταυρονικήτα, γιατί έχω μια στεναχώρια μεγάλη. Έχω την Ροτόντα και αυτοί οι Αρχαιολόγοι δεν μας αφήνουν να λειτουργήσουμε μέσα. Πάμε να δούμε, τι θα μας πει. Να του πούμε γι’ αυτό το θέμα που με προβληματίζει, γιατί με έχουν βάλει στο στόχαστρο οι Αρχαιολόγοι». Του λέω: «Γέροντα, είναι λίγο αργά –σούρουπο ήτανε–, στο μοναστήρι είναι λίγο δύσκολα να πάμε τέτοια ώρα». «Δεν πειράζει, μια και βρίσκομαι εδώ πέρα, γιατί αύριο το πρωί θα φύγω και δεν έχω χρόνο».
Τρέχουμε. Πηγαίνουμε στου Σταυρονικήτα. Ίσα-ίσα που προλάβαμε την πόρτα. Προσκυνήσαμε τον άγιο Νικόλαο και πήγαμε στον γέροντα Χαραλάμπη. Μας λέει: «Τέτοια ώρα δεν κάνουν επισκέψεις στα μοναστήρια, αλλά κάνουν προσευχή». Πριν προλάβει ο Πρωτοσύγκελλος να τον ρωτήσει για τον Άγιο Γεώργιο, την Ροτόντα, τι θα γίνει, του λέει ο π. Χαραλάμπης: «Να ξέρετε όμως, πατέρες, ότι ο άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος έχει ένα κοντάρι τρία μέτρα! Και όσους του πάνε ενάντια θα τους αρχίσει με αυτό το κοντάρι».
Τα ‘χασε ο πρωτοσύγκελλος. Και άλλα τέτοια μας είπε, που θαύμασε ο πρωτοσύγκελλος: «Για δες! Πού ήξερε αυτός ο άνθρωπος ότι εμείς ήλθαμε γι’ αυτόν τον λόγο εδώ, για να τον ρωτήσουμε για τον ναό του αγίου Γεωργίου, για το τι θα γίνει, και μας είπε ότι θα τους κυνηγήσει με το κοντάρι του ο άγιος Γεώργιος!»
Από αυτόν τον άνθρωπο, επειδή ερχότανε πολύ τακτικά στο κελλί μας, ωφεληθήκαμε πάρα πολύ, γιατί μόνο που καθόμασταν δίπλα του, γαληνεύαμε. Καθόταν εδώ πέρα και έπλεκε, ή καθόταν κάτω στο εργαστήρι και συνέχεια έπλεκε και έλεγε την ευχή και μας έλεγε ιστορίες από την πατρίδα του, από τα νεανικά του χρόνια, από το Άγιον Όρος. Όλα πνευματικά, δεν έλεγε τίποτα κοσμικό. Όλα όσα είχαν σχέση με την ωφέλεια της ψυχής. Τίποτα περιττό. Κα μάλιστα μεμφόμενος τον εαυτό του έλεγε: «Ουαί ο λαλών και μη ποιών».
Ερχόταν καμιά φορά κοσμικοί. Τον ρωτούσαν: «Τι να κάνουμε γερο-Χαραλάμπη; Πες μας μονολεκτικά κάτι, κάποια διδαχή». Και τους έλεγε: «Έκκλινον από κακού και ποίησον αγαθόν». Και πολλές παρόμοιες σοφές κουβέντες.
Αυτά με τον γέροντα Χαραλάμπη. Υπάρχουν πολλές βέβαια ιστορίες του, αλλά δεν τις θυμάμαι. Πάντως αυτό που έμεινε στην μνήμη μας είναι, ότι είχαμε μία χαρά όταν πηγαίναμε να συναντήσουμε αυτούς τους ανθρώπους, διότι είχανε πολλή αγάπη και ανεξικακία. Δεν είχανε κακία για κανέναν, και αν τους έκανε κάτι κάποιος τον συγχωρούσανε. Δεν κρατούσανε. Ήτανε σαν προβατάκια αθώα. Και χαιρόσουν αυτούς τους ανθρώπους να τους συναναστρέφεσαι. Δεν έβλεπες κακία και μίσος, αν και τους πολεμούσε και αυτούς ο πειρασμός με διάφορους τρόπους μέσω των αδελφών.
Διηγείται ο π. Βασίλειος των Ιωασαφαίων.
Από το περιοδικό «Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ», Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 32 (2007), άρθρο: «ΕΝΑΡΕΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ. Συνομιλία με τους πατέρες του Ιερού Γρηγοριατικού Κελλίου των Ιωασαφαίων Καρυών», σελ. 97 (αποσπάσματα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου