Ματαιότης ματαιοτήτων, λέγει ο Εκκλησιαστής, τα πάντα ματαιότης1. Είναι αλήθεια λοιπόν πως όλα όσα γίνονται στον κόσμο είναι ματαιότης. Γι’ αυτό συμβαίνει καμμιά φορά ώστε και άγιοι του Θεού, που δεν τους φλογίζει κανένα πάθος και καμμία σαρκική επιθυμία και δεν τους προσβάλλει κανένας μολυσμός φιληδονίας, αλλά αποκρούουν τα τεχνάσματα του πονηρού ακόμη και από τον νου τους, να θεωρήσουν πως είναι απόλυτα δίκαιοι και να πέσουν γεμάτοι από την υπερηφάνεια της αλαζονικής αυτής πεποιθήσεως.
Αυτούς που δεν κατάφερε να τους πλήξη η μάχαιρα των μεγάλων αμαρτημάτων, τους έπνιξε εύκολα ο λίγος καπνός της κενοδοξίας! Κάτι τέτοιο συνέβη και σ’ εκείνον, στον οποίο θα αναφερθούμε. Αυτός, μολονότι είχε λαμπρυνθή με πολλές αρετές, θα είχε πέσει οπωσδήποτε στο βάραθρο της επάρσεως, αν δεν είχαν σπεύσει να τον νουθετήσουν πιστοί αδελφοί.
Ο όσιος Σενώχ (†24 Οκτωβρίου 576) ήταν Θεϊφαλός στην καταγωγή. Γεννήθηκε στην περιοχή του Πικταβίου που λεγόταν Θεϊφαλία. Πίστεψε στον Χριστό, έγινε κληρικός και ίδρυσε ένα μοναστήρι. Στην περιοχή της Τουρώνης βρήκε κάποια αρχαία ερείπια και έκτισε επάνω τους νέα οικοδομήματα. Εκεί βρήκε επίσης και έναν ναό, όπου λέγεται πως προσευχήθηκε ο επιφανής άγιός μας Μαρτίνος2. Το επισκεύασε με μεγάλη φροντίδα, και αφού έστησε σ’ αυτό μία αγία Τράπεζα με ειδικό χώρο για να τοποθετηθούν λείψανα αγίων, κάλεσε
τον επίσκοπο για να το εγκαινιάση.
Πήγε λοιπόν ο μακάριος επίσκοπος Ευφρόνιος και μετά τον εγκαινισμό της Αγίας Τραπέζης τον χειροτόνησε διάκονο. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και θέλησαν να τοποθετήσουν την λειψανοθήκη
στον καθορισμένο χώρο, διαπίστωσαν ότι ήταν μακρύτερη απ’ ό,τι έπρεπε και ήταν αδύνατο να χωρέση. Τότε ο διάκονος γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με τον αρχιερέα και με δάκρυα και ικεσίες έλαβε αυτό που ζήτησε: Ω του θαύματος! Προς γενική κατάπληξι, ο χώρος διευρύνθηκε με θεία δύναμι, η λειψανοθήκη μίκρυνε, ώστε να χωρέση εκεί άνετα.
Στον τόπο αυτό, μαζί με τρεις μοναχούς, ο όσιος υπηρετούσε με προθυμία τον Θεό και στην αρχή ζούσε με μεγάλη εγκράτεια στην τροφή και στο νερό. Τις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο κόπος της εγκρατείας του αυξανόταν περισσότερο: έτρωγε μόνο ψωμί από κριθάρι κι έπινε μόνο νερό και μάλιστα όχι περισσότερο από τετρακόσια γραμμάρια από το καθένα την ημέρα. Ακόμη, υπέμενε το κρύο του χειμώνα ανυπόδητος και φορούσε σιδερένιες αλυσίδες στα χέρια, τα πόδια και τον λαιμό του. Αργότερα, για να ζήση αυστηρή ερημιτική ζωή, έφυγε από την θέα των αδελφών και κλείστηκε σ’ ένα μικρό κελλί, όπου προσευχόταν με προθυμία ημέρα και νύκτα, με αγρυπνίες και δεήσεις, χωρίς να επιτρέπη στον εαυτό του κανένα περισπασμό.
Συχνά οι πιστοί, από ευλάβεια, του έδιναν χρήματα, αλλά αυτός προτιμούσε να γεμίζη τα βαλάντια των φτωχών αντί να τα βάζη σε κρυψώνες, ενθυμούμενος τον λόγο του Κυρίου: Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης. όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών3. Ό,τι του έδιναν λοιπόν, το μοίραζε για τις ποικίλες ανάγκες των φτωχών, έχοντας τον νου του μόνο στον Θεό. Έτσι, κατά την διάρκεια της ζωής του ελευθέρωσε από τον ζυγό της δουλείας και το βάρος των χρεών περισσότερους από διακόσιους δυστυχείς.
Όταν φθάσαμε εμείς στην περιοχή της Τουρώνης, βγήκε από το κελλί του και ήρθε να μας δη. Μας χαιρέτησε, μας ασπάσθηκε και γύρισε πάλι πίσω. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ ασκητικός και είχε το χάρισμα να θεραπεύη τους αρρώστους. Καθώς όμως με την άσκησι προώδευε στην αγιότητα, άρχισε σιγά-σιγά να υπεισέρχεται η κενοδοξία. Όταν λοιπόν βγήκε από το κελλί του, πήγε με πολλή υπεροψία να επισκεφθή τους γονείς του στην περιοχή του Πικταβίου, που αναφέραμε πιο πάνω. Κατόπιν επέστρεψε φουσκωμένος από υπερηφάνεια και κυττούσε να ικανοποιή μόνο τον εαυτό του. Όταν όμως τον επιπλήξαμε και άκουσε όσα του είπαμε για τους κενοδόξους, ότι εκδιώκονται από την βασιλεία του Θεού, καθαρίστηκε τελείως από την κενοδοξία και τόσο ταπείνωσε τον εαυτό του, ώστε δεν έμεινε μέσα του η παραμικρή ρίζα υπερηφανείας, πράγμα που το ωμολόγησε λέγοντας: «Τώρα νοιώθω την αλήθεια των λόγων του Αποστόλου ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω4».
Ο Κύριος επιτελούσε μέσω αυτού πολλά θαύματα στους αρρώστους, αλλά εκείνος έλεγε πως ήθελε να μείνη στο εξής έγκλειστος, ώστε να μην τον βλέπη άνθρωπος. Εμείς τον συμβουλεύσαμε να μην υποβληθή μονίμως σε τέτοιο εγκλεισμό, αλλά μόνο κατά το διάστημα από την κοίμησι του αγίου Μαρτίνου5 μέχρι την εορτή των Χριστουγέννων και κατά την Τεσσαρακοστή προ του Πάσχα —οπότε και οι Πατέρες ορίζουν να ασκούμε μεγαλύτερη εγκράτεια— ενώ τον υπόλοιπο καιρό να θέτη τον εαυτό του στην διάθεσι των αρρώστων. Άκουσε την συμβουλή μας και έκανε πρόθυμα υπακοή στα λόγια μας χωρίς αντιλογία.
Αφού λοιπόν αναφερθήκαμε σε κάποια γεγονότα της ζωής του, ερχόμαστε τώρα στα θαύματα, τα οποία μέσω αυτού ευδόκησε να επιτελέση η θεία χάρις προς θεραπείαν πολλών ασθενών. Κάποιος τυφλός, λεγόμενος Ποπούσιτος, προσέφυγε στον όσιο Σενώχ τον καιρό που ήταν ήδη πρεσβύτερος, και ζήτησε κάτι να φάη. Μόλις όμως το χέρι του αγίου ιερέως άγγισε τα μάτια του σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού, ο τυφλός ξαναβρήκε αμέσως το φως του. Ένας άλλος νέος από το Πικτάβιο, που υπέφερε από την ίδια πάθησι, έμαθε για τα θαύματά του και τον παρεκάλεσε να του ξαναδώση το χαμένο φως του. Εκείνος χωρίς καθυστέρησι επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού και έκανε το σημείο του σταυρού στα μάτια του τυφλού. Αμέσως έτρεξε από αυτά λίγο αίμα και φάνηκε το φως. Μετά από είκοσι χρόνια, το φως της ημέρας έλαμψε στα σβησμένα μάτια του δύστυχου ανθρώπου.
Κάποια άλλη φορά έφεραν μπροστά του δύο νέους που υπέφεραν φοβερά σ’ όλα τα μέλη τους και ήταν κουβαριασμένοι σαν μπάλλες. Μόλις τους άγγισε με το χέρι του, τα μέλη τους ίσιωσαν και μέσα σε μία ώρα θεράπευσε και τους δύο, ευεργετώντας τους με αυτό το διπλό θαύμα. Ωδήγησαν πάλι μπροστά του ένα αγόρι και ένα κορίτσι που τα χέρια τους ήταν γυρισμένα ανάποδα. Ήταν η εορτή της Μεσοπεντηκοστής και είχε συρρεύσει πολύς κόσμος στην εκκλησία. Γι’ αυτό, όταν ικέτευσαν τον δούλο του Θεού να θεραπεύση τα χέρια τους, εκείνος απέφευγε να το κάνη, λέγοντας ότι δεν είναι άξιος, ώστε μέσω αυτού ο Θεός να επιτελέση τέτοια θαύματα στους ασθενείς. Τελικώς ενέδωσε στις παρακλήσεις όλων και πήρε τα χέρια των δύο ασθενών στα δικά του. Αμέσως τα δάχτυλά τους ίσιωσαν και τα δύο παιδιά έφυγαν θεραπευμένα. Ομοίως, κάποια γυναίκα, λεγομένη Μπεναΐα, ήρθε με τα μάτια κλειστά και έφυγε με τα ίδια αυτά μάτια φωτισμένα, αφού εκείνος τα άγγισε με το ιαματικό του χέρι.
Νομίζω επίσης πως δεν πρέπει να αποκρύψουμε το ότι συχνά το δηλητήριο των ερπετών έχανε τη δραστικότητά του μόνο με τον λόγο του. Πράγματι, δύο άνθρωποι πρησμένοι από δάγκωμα κάποιου ερπετού, ήρθαν και έπεσαν στα πόδια του και τον παρακαλούσαν να βγάλη με την αρετή του το θανατηφόρο δηλητήριο, που έχυσε στα μέλη τους το φαρμακερό ερπετό. Εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο, λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, συ που δημιούργησες στην αρχή όλα τα στοιχεία του κόσμου και που ώρισες ώστε ο όφις, που εφθόνησε την τιμή του ανθρώπου, να είναι επικατάρατος6, αφαίρεσε από το σώμα τούτων των δούλων σου το δηλητήριό του, για να θριαμβεύσουν αυτοί επάνω του και όχι εκείνος επάνω σ’ αυτούς». Λέγοντας αυτά, άγγισε όλα τα μέλη τους και αμέσως το πρήξιμο υποχώρησε και το δηλητήριο έχασε την θανατηφόρο δράσι του.
Την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου κάποιος, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, είδε ένα πλήθος αγρίων ζώων να καταστρέφη το κτήμα του. Άρχισε τότε να θρηνή και να λέγη: «Αλλοίμονό μου! Οι κόποι μου όλης της χρονιάς πάνε χαμένοι. Τίποτε δεν θα απομείνη!» Και παίρνοντας ένα τσεκούρι, άρχισε να κόβη κλαδιά για να κλείση μ’ αυτά το άνοιγμα του φράχτη. Ξαφνικά το χέρι του γύρισε άθελά του και σφηνώθηκε σ’ ένα κλαδί που κρατούσε απρόσεχτα. Μέσα στους πόνους και σέρνοντας πίσω του το κλαδί στο οποίο σφηνώθηκε το χέρι του, ο άνθρωπος αυτός πήγε λυπημένος στον όσιο και διηγήθηκε όσα του συνέβησαν. Εκείνος τότε αφού άλειψε το χέρι του με αγιασμένο λάδι, απομάκρυνε το κλαδί και τον θεράπευσε.
Ακόμη θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από δάγκωμα φιδιού και από το δηλητήριο των μολυσμένων πληγών τους, κάνοντας επάνω τους το σημείο του σταυρού. Σε άλλους επίσης, που βασανίζονταν από κάποιους αδυσώπητους δαίμονες, μόλις ακουμπούσε τα χέρια του επάνω τους φυγαδεύονταν οι δαίμονες και ανακτούσαν την διανοητική τους υγεία. Όλους αυτούς που θεράπευε με το χέρι του Θεού από διάφορες αρρώστιες, αν ήταν φτωχοί, τους έδινε με χαρά τροφή και ρούχα. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχε για τους φτωχούς, ώστε ανέλαβε να τους κτίση γέφυρες στα ποτάμια, για να μη θρηνή κανείς εξ αιτίας των πνιγμών που συνέβαιναν όταν αυτά ήταν πλημμυρισμένα.
Όταν ήταν πλέον περιβόητος στον λαό για τα θαύματά του, σε ηλικία σαράντα περίπου ετών, προσβλήθηκε από ελαφρό πυρετό που τον κράτησε στο κρεββάτι τρία χρόνια, πράγμα που εγώ έμαθα όταν πλέον πλησίαζε το τέλος του. Έτρεξα στο προσκέφαλό του, αλλά δεν μπόρεσα να αποσπάσω καμμία λέξι από τα χείλη του, γιατί ήταν πολύ εξηντλημένος. Μετά από μία ώρα παρέδωσε το πνεύμα. Στην κηδεία συνέρρευσε πλήθος ανθρώπων που είχαν ευεργετηθή από αυτόν, όπως ανέφερα πιο πάνω -άλλοι είχαν λυτρωθή από τον ζυγό της δουλείας, άλλοι είχαν απαλλαγεί από χρέη, άλλοι είχαν δεχθή τροφή ή ενδύματα. Θρηνώντας τον, έλεγαν: «Σε ποιον μας αφήνεις, άγιε πάτερ;»
Αργότερα, όταν βρισκόταν στον τάφο, επιτελούσε συχνά μεγάλα θαύματα. Τριάντα ημέρες μετά την κοίμησί του και ενώ ετελείτο Θεία Λειτουργία στον τάφο του, ένας άρρωστος λεγόμενος Καϊδούλφος πλησίασε για να ζητήση ελεημοσύνη. Μόλις προσκύνησε το κάλυμμα που απλωνόταν στον τάφο, ανέκτησε την υγεία των ποδιών του. Έγιναν βέβαια και πολλά άλλα θαύματα εκεί, από τα οποία ανέφερα τα πιο αξιομνημόνευτα.
* Μετάφρασις από το έργο Vita Patrum του αγίου Γρηγορίου Τουρώνης (PL 71, 1071-1074)
1. Εκκλ. α’ 2
2. Ένδειξις της μεγάλης ευλαβείας του λαού προς τον άγιο Μαρτίνο.
3. Ματθ. ς’ 19 και 21
4. Α’ Κορ. α’ 31
5. 8 Νοεμβρίου
6. Γεν. γ’ 14
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13
impantokratoros.gr
Αυτούς που δεν κατάφερε να τους πλήξη η μάχαιρα των μεγάλων αμαρτημάτων, τους έπνιξε εύκολα ο λίγος καπνός της κενοδοξίας! Κάτι τέτοιο συνέβη και σ’ εκείνον, στον οποίο θα αναφερθούμε. Αυτός, μολονότι είχε λαμπρυνθή με πολλές αρετές, θα είχε πέσει οπωσδήποτε στο βάραθρο της επάρσεως, αν δεν είχαν σπεύσει να τον νουθετήσουν πιστοί αδελφοί.
Ο όσιος Σενώχ (†24 Οκτωβρίου 576) ήταν Θεϊφαλός στην καταγωγή. Γεννήθηκε στην περιοχή του Πικταβίου που λεγόταν Θεϊφαλία. Πίστεψε στον Χριστό, έγινε κληρικός και ίδρυσε ένα μοναστήρι. Στην περιοχή της Τουρώνης βρήκε κάποια αρχαία ερείπια και έκτισε επάνω τους νέα οικοδομήματα. Εκεί βρήκε επίσης και έναν ναό, όπου λέγεται πως προσευχήθηκε ο επιφανής άγιός μας Μαρτίνος2. Το επισκεύασε με μεγάλη φροντίδα, και αφού έστησε σ’ αυτό μία αγία Τράπεζα με ειδικό χώρο για να τοποθετηθούν λείψανα αγίων, κάλεσε
τον επίσκοπο για να το εγκαινιάση.
Πήγε λοιπόν ο μακάριος επίσκοπος Ευφρόνιος και μετά τον εγκαινισμό της Αγίας Τραπέζης τον χειροτόνησε διάκονο. Όταν τελείωσε η Λειτουργία και θέλησαν να τοποθετήσουν την λειψανοθήκη
στον καθορισμένο χώρο, διαπίστωσαν ότι ήταν μακρύτερη απ’ ό,τι έπρεπε και ήταν αδύνατο να χωρέση. Τότε ο διάκονος γονάτισε και προσευχήθηκε μαζί με τον αρχιερέα και με δάκρυα και ικεσίες έλαβε αυτό που ζήτησε: Ω του θαύματος! Προς γενική κατάπληξι, ο χώρος διευρύνθηκε με θεία δύναμι, η λειψανοθήκη μίκρυνε, ώστε να χωρέση εκεί άνετα.
Στον τόπο αυτό, μαζί με τρεις μοναχούς, ο όσιος υπηρετούσε με προθυμία τον Θεό και στην αρχή ζούσε με μεγάλη εγκράτεια στην τροφή και στο νερό. Τις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ο κόπος της εγκρατείας του αυξανόταν περισσότερο: έτρωγε μόνο ψωμί από κριθάρι κι έπινε μόνο νερό και μάλιστα όχι περισσότερο από τετρακόσια γραμμάρια από το καθένα την ημέρα. Ακόμη, υπέμενε το κρύο του χειμώνα ανυπόδητος και φορούσε σιδερένιες αλυσίδες στα χέρια, τα πόδια και τον λαιμό του. Αργότερα, για να ζήση αυστηρή ερημιτική ζωή, έφυγε από την θέα των αδελφών και κλείστηκε σ’ ένα μικρό κελλί, όπου προσευχόταν με προθυμία ημέρα και νύκτα, με αγρυπνίες και δεήσεις, χωρίς να επιτρέπη στον εαυτό του κανένα περισπασμό.
Συχνά οι πιστοί, από ευλάβεια, του έδιναν χρήματα, αλλά αυτός προτιμούσε να γεμίζη τα βαλάντια των φτωχών αντί να τα βάζη σε κρυψώνες, ενθυμούμενος τον λόγο του Κυρίου: Μη θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επί της γης. όπου γαρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών3. Ό,τι του έδιναν λοιπόν, το μοίραζε για τις ποικίλες ανάγκες των φτωχών, έχοντας τον νου του μόνο στον Θεό. Έτσι, κατά την διάρκεια της ζωής του ελευθέρωσε από τον ζυγό της δουλείας και το βάρος των χρεών περισσότερους από διακόσιους δυστυχείς.
Όταν φθάσαμε εμείς στην περιοχή της Τουρώνης, βγήκε από το κελλί του και ήρθε να μας δη. Μας χαιρέτησε, μας ασπάσθηκε και γύρισε πάλι πίσω. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ ασκητικός και είχε το χάρισμα να θεραπεύη τους αρρώστους. Καθώς όμως με την άσκησι προώδευε στην αγιότητα, άρχισε σιγά-σιγά να υπεισέρχεται η κενοδοξία. Όταν λοιπόν βγήκε από το κελλί του, πήγε με πολλή υπεροψία να επισκεφθή τους γονείς του στην περιοχή του Πικταβίου, που αναφέραμε πιο πάνω. Κατόπιν επέστρεψε φουσκωμένος από υπερηφάνεια και κυττούσε να ικανοποιή μόνο τον εαυτό του. Όταν όμως τον επιπλήξαμε και άκουσε όσα του είπαμε για τους κενοδόξους, ότι εκδιώκονται από την βασιλεία του Θεού, καθαρίστηκε τελείως από την κενοδοξία και τόσο ταπείνωσε τον εαυτό του, ώστε δεν έμεινε μέσα του η παραμικρή ρίζα υπερηφανείας, πράγμα που το ωμολόγησε λέγοντας: «Τώρα νοιώθω την αλήθεια των λόγων του Αποστόλου ο καυχώμενος, εν Κυρίω καυχάσθω4».
Ο Κύριος επιτελούσε μέσω αυτού πολλά θαύματα στους αρρώστους, αλλά εκείνος έλεγε πως ήθελε να μείνη στο εξής έγκλειστος, ώστε να μην τον βλέπη άνθρωπος. Εμείς τον συμβουλεύσαμε να μην υποβληθή μονίμως σε τέτοιο εγκλεισμό, αλλά μόνο κατά το διάστημα από την κοίμησι του αγίου Μαρτίνου5 μέχρι την εορτή των Χριστουγέννων και κατά την Τεσσαρακοστή προ του Πάσχα —οπότε και οι Πατέρες ορίζουν να ασκούμε μεγαλύτερη εγκράτεια— ενώ τον υπόλοιπο καιρό να θέτη τον εαυτό του στην διάθεσι των αρρώστων. Άκουσε την συμβουλή μας και έκανε πρόθυμα υπακοή στα λόγια μας χωρίς αντιλογία.
Αφού λοιπόν αναφερθήκαμε σε κάποια γεγονότα της ζωής του, ερχόμαστε τώρα στα θαύματα, τα οποία μέσω αυτού ευδόκησε να επιτελέση η θεία χάρις προς θεραπείαν πολλών ασθενών. Κάποιος τυφλός, λεγόμενος Ποπούσιτος, προσέφυγε στον όσιο Σενώχ τον καιρό που ήταν ήδη πρεσβύτερος, και ζήτησε κάτι να φάη. Μόλις όμως το χέρι του αγίου ιερέως άγγισε τα μάτια του σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού, ο τυφλός ξαναβρήκε αμέσως το φως του. Ένας άλλος νέος από το Πικτάβιο, που υπέφερε από την ίδια πάθησι, έμαθε για τα θαύματά του και τον παρεκάλεσε να του ξαναδώση το χαμένο φως του. Εκείνος χωρίς καθυστέρησι επικαλέστηκε το όνομα του Χριστού και έκανε το σημείο του σταυρού στα μάτια του τυφλού. Αμέσως έτρεξε από αυτά λίγο αίμα και φάνηκε το φως. Μετά από είκοσι χρόνια, το φως της ημέρας έλαμψε στα σβησμένα μάτια του δύστυχου ανθρώπου.
Κάποια άλλη φορά έφεραν μπροστά του δύο νέους που υπέφεραν φοβερά σ’ όλα τα μέλη τους και ήταν κουβαριασμένοι σαν μπάλλες. Μόλις τους άγγισε με το χέρι του, τα μέλη τους ίσιωσαν και μέσα σε μία ώρα θεράπευσε και τους δύο, ευεργετώντας τους με αυτό το διπλό θαύμα. Ωδήγησαν πάλι μπροστά του ένα αγόρι και ένα κορίτσι που τα χέρια τους ήταν γυρισμένα ανάποδα. Ήταν η εορτή της Μεσοπεντηκοστής και είχε συρρεύσει πολύς κόσμος στην εκκλησία. Γι’ αυτό, όταν ικέτευσαν τον δούλο του Θεού να θεραπεύση τα χέρια τους, εκείνος απέφευγε να το κάνη, λέγοντας ότι δεν είναι άξιος, ώστε μέσω αυτού ο Θεός να επιτελέση τέτοια θαύματα στους ασθενείς. Τελικώς ενέδωσε στις παρακλήσεις όλων και πήρε τα χέρια των δύο ασθενών στα δικά του. Αμέσως τα δάχτυλά τους ίσιωσαν και τα δύο παιδιά έφυγαν θεραπευμένα. Ομοίως, κάποια γυναίκα, λεγομένη Μπεναΐα, ήρθε με τα μάτια κλειστά και έφυγε με τα ίδια αυτά μάτια φωτισμένα, αφού εκείνος τα άγγισε με το ιαματικό του χέρι.
Νομίζω επίσης πως δεν πρέπει να αποκρύψουμε το ότι συχνά το δηλητήριο των ερπετών έχανε τη δραστικότητά του μόνο με τον λόγο του. Πράγματι, δύο άνθρωποι πρησμένοι από δάγκωμα κάποιου ερπετού, ήρθαν και έπεσαν στα πόδια του και τον παρακαλούσαν να βγάλη με την αρετή του το θανατηφόρο δηλητήριο, που έχυσε στα μέλη τους το φαρμακερό ερπετό. Εκείνος προσευχήθηκε στον Κύριο, λέγοντας: «Κύριε Ιησού Χριστέ, συ που δημιούργησες στην αρχή όλα τα στοιχεία του κόσμου και που ώρισες ώστε ο όφις, που εφθόνησε την τιμή του ανθρώπου, να είναι επικατάρατος6, αφαίρεσε από το σώμα τούτων των δούλων σου το δηλητήριό του, για να θριαμβεύσουν αυτοί επάνω του και όχι εκείνος επάνω σ’ αυτούς». Λέγοντας αυτά, άγγισε όλα τα μέλη τους και αμέσως το πρήξιμο υποχώρησε και το δηλητήριο έχασε την θανατηφόρο δράσι του.
Την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου κάποιος, καθώς πήγαινε στην εκκλησία, είδε ένα πλήθος αγρίων ζώων να καταστρέφη το κτήμα του. Άρχισε τότε να θρηνή και να λέγη: «Αλλοίμονό μου! Οι κόποι μου όλης της χρονιάς πάνε χαμένοι. Τίποτε δεν θα απομείνη!» Και παίρνοντας ένα τσεκούρι, άρχισε να κόβη κλαδιά για να κλείση μ’ αυτά το άνοιγμα του φράχτη. Ξαφνικά το χέρι του γύρισε άθελά του και σφηνώθηκε σ’ ένα κλαδί που κρατούσε απρόσεχτα. Μέσα στους πόνους και σέρνοντας πίσω του το κλαδί στο οποίο σφηνώθηκε το χέρι του, ο άνθρωπος αυτός πήγε λυπημένος στον όσιο και διηγήθηκε όσα του συνέβησαν. Εκείνος τότε αφού άλειψε το χέρι του με αγιασμένο λάδι, απομάκρυνε το κλαδί και τον θεράπευσε.
Ακόμη θεράπευσε πολλούς που υπέφεραν από δάγκωμα φιδιού και από το δηλητήριο των μολυσμένων πληγών τους, κάνοντας επάνω τους το σημείο του σταυρού. Σε άλλους επίσης, που βασανίζονταν από κάποιους αδυσώπητους δαίμονες, μόλις ακουμπούσε τα χέρια του επάνω τους φυγαδεύονταν οι δαίμονες και ανακτούσαν την διανοητική τους υγεία. Όλους αυτούς που θεράπευε με το χέρι του Θεού από διάφορες αρρώστιες, αν ήταν φτωχοί, τους έδινε με χαρά τροφή και ρούχα. Τόσο μεγάλη φροντίδα είχε για τους φτωχούς, ώστε ανέλαβε να τους κτίση γέφυρες στα ποτάμια, για να μη θρηνή κανείς εξ αιτίας των πνιγμών που συνέβαιναν όταν αυτά ήταν πλημμυρισμένα.
Όταν ήταν πλέον περιβόητος στον λαό για τα θαύματά του, σε ηλικία σαράντα περίπου ετών, προσβλήθηκε από ελαφρό πυρετό που τον κράτησε στο κρεββάτι τρία χρόνια, πράγμα που εγώ έμαθα όταν πλέον πλησίαζε το τέλος του. Έτρεξα στο προσκέφαλό του, αλλά δεν μπόρεσα να αποσπάσω καμμία λέξι από τα χείλη του, γιατί ήταν πολύ εξηντλημένος. Μετά από μία ώρα παρέδωσε το πνεύμα. Στην κηδεία συνέρρευσε πλήθος ανθρώπων που είχαν ευεργετηθή από αυτόν, όπως ανέφερα πιο πάνω -άλλοι είχαν λυτρωθή από τον ζυγό της δουλείας, άλλοι είχαν απαλλαγεί από χρέη, άλλοι είχαν δεχθή τροφή ή ενδύματα. Θρηνώντας τον, έλεγαν: «Σε ποιον μας αφήνεις, άγιε πάτερ;»
Αργότερα, όταν βρισκόταν στον τάφο, επιτελούσε συχνά μεγάλα θαύματα. Τριάντα ημέρες μετά την κοίμησί του και ενώ ετελείτο Θεία Λειτουργία στον τάφο του, ένας άρρωστος λεγόμενος Καϊδούλφος πλησίασε για να ζητήση ελεημοσύνη. Μόλις προσκύνησε το κάλυμμα που απλωνόταν στον τάφο, ανέκτησε την υγεία των ποδιών του. Έγιναν βέβαια και πολλά άλλα θαύματα εκεί, από τα οποία ανέφερα τα πιο αξιομνημόνευτα.
* Μετάφρασις από το έργο Vita Patrum του αγίου Γρηγορίου Τουρώνης (PL 71, 1071-1074)
1. Εκκλ. α’ 2
2. Ένδειξις της μεγάλης ευλαβείας του λαού προς τον άγιο Μαρτίνο.
3. Ματθ. ς’ 19 και 21
4. Α’ Κορ. α’ 31
5. 8 Νοεμβρίου
6. Γεν. γ’ 14
ΠΗΓΗ: “ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ – ΤΕΥΧΗ 12-13
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου