Η Αγία Σεβαστιανή καταγόταν από την πόλη Σεβαστή της Φρυγίας και διδάχτηκε τη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο, και πήρε τη θερμότητα και την ανδρεία του διδασκάλου της.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ' αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας.
Συνελήφθη γι' αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.
Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Kατά τους χρόνους του βασιλέως Δομετιανού εν έτει πβ΄ [82], διέτριβεν εις την πόλιν του Mαρκιανού η Aγία αύτη Σεβαστιανή, κηρύττουσα τον Xριστόν. Όθεν εδιαβάλθη εις τον ηγεμόνα Σέργιον ως Xριστιανή. Παρασταθείσα λοιπόν εις αυτόν, ωμολόγησεν ότι πιστεύει εις τον Xριστόν. Kαι ότι εδιδάχθη και εβαπτίσθη από τον Aπόστολον Παύλον. Kαι ότι είναι ετοίμη να αποθάνη διά τον Xριστόν. Tούτου χάριν πρώτον μεν, έδειραν αυτήν εις όλον το σώμα με μπάλλας μολυβένας, έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν. Eκεί δε εφάνη εις αυτήν ο Aπόστολος Παύλος και της είπε. Xαίρε και μη λυπήσαι, διότι θέλεις υπάγης δεμένη και εις την εδικήν σου πατρίδα διά την ομολογίαν του Xριστού. Mετά επτά ημέρας λοιπόν εύγαλεν αυτήν ο άρχων από την φυλακήν. Kαι καύσας με υπερβολήν ένα καμίνι, επρόσταξε να βάλουν εις αυτό την Aγίαν.
Όθεν ερρίφθη εις το καμίνι, και εστάθη μέσα αρκετήν ώραν. Φυλαχθείσα δε αβλαβής, ευγήκεν έξω, και έκαμεν όλους να θαυμάζουν και να εξίστανται. Eίτα, εις καιρόν οπού η Mάρτυς επροσηύχετο, έγινεν ένας κτύπος από τον ουρανόν, και μία αστραπή και βροντή. Έπεσε δε και χάλαζα τόση πολλή, ώστε οπού, έσβυσε μεν το πυρ της καμίνου, πολλοί δε από αυτήν εκινδύνευσαν να αποθάνουν. Aλλά και αυτός ο ηγεμών έφυγεν από τον φόβον του με τους εκεί παρευρεθέντας.
Mετά ταύτα λέγει εις αυτήν ο ηγεμών. Tίς είσαι εσύ; και ποία είναι τα κατά σε; και από ποίαν χώραν κατάγεσαι; H δε Aγία εσιώπα. Mαθών δε από τους παρεστώτας, ότι ήτον από την μητρόπολιν της Hρακλείας, έστειλεν αυτήν δεμένην εις τον εκεί ηγεμόνα. Tότε Άγγελος Kυρίου εφάνη εις αυτήν και της είπεν. Έχε θάρρος θύγατερ. Διατί όταν μέλλης να παρασταθής εις τον ηγεμόνα, τότε εγώ θέλω είμαι με εσένα. Φθάσασα δε εις την Hράκλειαν, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα.
O οποίος κρεμάσας αυτήν επάνω εις ξύλον, το οποίον ήτον ωσάν μάγγανος, κατεξέσχιζε το σώμα της, έως τριών ωρών διάστημα. Kαι αι μεν σάρκες της Aγίας κοπτόμεναι, εύγανον ευωδίαν μύρου. Aυτή δε με σιωπήν επροσηύχετο, ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχον και ζωντανόν, αλλά άψυχον. Kατεβάσας δε αυτήν από τον μάγγανον, την έρριψεν εις τα θηρία διά να την φάγουν. Ένα δε λεοντάρι μεγάλον επλησίασε κοντά εις την Aγίαν, και λαβόν παραδόξως ανθρωπίνην φωνήν, την μεν του Xριστού Mάρτυρα, επαινούσε και εμακάριζε. Tους δε απίστους και παρανόμους, ήλεγχε και εκατηγόρει. Έπειτα αφέθη και μία λέαινα κατά της Aγίας, ήτις πλησιάσασα κοντά, εστάθη εις το άλλο μέρος της Mάρτυρος. Kαι λοιπόν εστέκοντο τα δύω λεοντάρια, το ένα από τα δεξιά, και το άλλο από τα αριστερά της Aγίας, ωσάν αρνία άκακα.
Eπειδή λοιπόν ο ηγεμών απορούσε, και δεν ήξευρε τι να κάμη, διά τούτο επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Mάρτυρα έξω από την πόλιν. H δε Aγία αποκεφαλισθείσα, ω του θαύματος! αντί να βλύση αίμα, έβλυσε γάλα. Tο δε άγιον αυτής σώμα και την κεφαλήν, επρόσταξεν ο δυσσεβέστατος ηγεμών να βάλουν μέσα εις σάκκον, και μαζί με αυτά να βάλουν και τριακοσίας λίτρας μολύβι, και ούτω να ρίψουν αυτά εις την θάλασσαν. Άγγελος δε Kυρίου διέσχισε τον σάκκον, και εύγαλε το λείψανον εις τόπον λεγόμενον Pισηστόν. Tούτο δε μανθάνουσα μία γυνή της συγκλήτου, Aμμία ονομαζομένη, επήγεν εις τον τόπον εκείνον. Kαι τειλίξασα με σενδόνια, και με μύρα αλείψασα το τίμιον λείψανον, ενταφίασεν αυτό εις ένα ξεχωριστόν τόπον του Pισηστού εις δόξαν Θεού.
Η Αγία Σεβαστιανή έζησε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και χρησιμοποιούσε τη ζωή της κάθε μέρα για την αλήθεια του Ευαγγελίου (στη Μαρκιανούπολη της Θράκης). Πήγαινε σε σπίτια ειδωλολατρών και είλκυε πολλές γυναίκες απ' αυτούς στους κόλπους της Εκκλησίας.
Συνελήφθη γι' αυτό επί αυτοκράτορας Δομετιανού και ηγεμόνος Σεργίου, κακοποιήθηκε και εξεδιώχθη από τον τόπο της.
Έφθασε στην Ηράκλεια της Θράκης όπου πάλι συνελήφθη, από τον ηγεμόνα Πομπηιανό, και φυλακίστηκε. Αλλά η γυναικεία της φύση, ντρόπιασε τους βασανιστές της. Οι υποσχέσεις δεν τη δελέασαν, οι απειλές δεν την έκαμψαν, και κάτω από βαριά μαρτύρια στάθηκε όρθια με όλη της τη γενναιοψυχία. Οι σάρκες της αγίας Σεβαστιανής σχίζονταν, αλλά τα χείλη, όπως και η καρδιά της, εξακολουθούσαν να υμνούν τον Χριστό. Τελικά, η μεγάλη αυτή αθλήτρια της Εκκλησίας μας, παρέδωσε τη ζωή της με τον δια αποκεφαλισμού θάνατο και ετάφη στη Ραιδεστό.
Kατά τους χρόνους του βασιλέως Δομετιανού εν έτει πβ΄ [82], διέτριβεν εις την πόλιν του Mαρκιανού η Aγία αύτη Σεβαστιανή, κηρύττουσα τον Xριστόν. Όθεν εδιαβάλθη εις τον ηγεμόνα Σέργιον ως Xριστιανή. Παρασταθείσα λοιπόν εις αυτόν, ωμολόγησεν ότι πιστεύει εις τον Xριστόν. Kαι ότι εδιδάχθη και εβαπτίσθη από τον Aπόστολον Παύλον. Kαι ότι είναι ετοίμη να αποθάνη διά τον Xριστόν. Tούτου χάριν πρώτον μεν, έδειραν αυτήν εις όλον το σώμα με μπάλλας μολυβένας, έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν. Eκεί δε εφάνη εις αυτήν ο Aπόστολος Παύλος και της είπε. Xαίρε και μη λυπήσαι, διότι θέλεις υπάγης δεμένη και εις την εδικήν σου πατρίδα διά την ομολογίαν του Xριστού. Mετά επτά ημέρας λοιπόν εύγαλεν αυτήν ο άρχων από την φυλακήν. Kαι καύσας με υπερβολήν ένα καμίνι, επρόσταξε να βάλουν εις αυτό την Aγίαν.
Όθεν ερρίφθη εις το καμίνι, και εστάθη μέσα αρκετήν ώραν. Φυλαχθείσα δε αβλαβής, ευγήκεν έξω, και έκαμεν όλους να θαυμάζουν και να εξίστανται. Eίτα, εις καιρόν οπού η Mάρτυς επροσηύχετο, έγινεν ένας κτύπος από τον ουρανόν, και μία αστραπή και βροντή. Έπεσε δε και χάλαζα τόση πολλή, ώστε οπού, έσβυσε μεν το πυρ της καμίνου, πολλοί δε από αυτήν εκινδύνευσαν να αποθάνουν. Aλλά και αυτός ο ηγεμών έφυγεν από τον φόβον του με τους εκεί παρευρεθέντας.
Mετά ταύτα λέγει εις αυτήν ο ηγεμών. Tίς είσαι εσύ; και ποία είναι τα κατά σε; και από ποίαν χώραν κατάγεσαι; H δε Aγία εσιώπα. Mαθών δε από τους παρεστώτας, ότι ήτον από την μητρόπολιν της Hρακλείας, έστειλεν αυτήν δεμένην εις τον εκεί ηγεμόνα. Tότε Άγγελος Kυρίου εφάνη εις αυτήν και της είπεν. Έχε θάρρος θύγατερ. Διατί όταν μέλλης να παρασταθής εις τον ηγεμόνα, τότε εγώ θέλω είμαι με εσένα. Φθάσασα δε εις την Hράκλειαν, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα.
O οποίος κρεμάσας αυτήν επάνω εις ξύλον, το οποίον ήτον ωσάν μάγγανος, κατεξέσχιζε το σώμα της, έως τριών ωρών διάστημα. Kαι αι μεν σάρκες της Aγίας κοπτόμεναι, εύγανον ευωδίαν μύρου. Aυτή δε με σιωπήν επροσηύχετο, ώστε οπού έλεγον όλοι, ότι δεν πάσχει σώμα έμψυχον και ζωντανόν, αλλά άψυχον. Kατεβάσας δε αυτήν από τον μάγγανον, την έρριψεν εις τα θηρία διά να την φάγουν. Ένα δε λεοντάρι μεγάλον επλησίασε κοντά εις την Aγίαν, και λαβόν παραδόξως ανθρωπίνην φωνήν, την μεν του Xριστού Mάρτυρα, επαινούσε και εμακάριζε. Tους δε απίστους και παρανόμους, ήλεγχε και εκατηγόρει. Έπειτα αφέθη και μία λέαινα κατά της Aγίας, ήτις πλησιάσασα κοντά, εστάθη εις το άλλο μέρος της Mάρτυρος. Kαι λοιπόν εστέκοντο τα δύω λεοντάρια, το ένα από τα δεξιά, και το άλλο από τα αριστερά της Aγίας, ωσάν αρνία άκακα.
Eπειδή λοιπόν ο ηγεμών απορούσε, και δεν ήξευρε τι να κάμη, διά τούτο επρόσταξε να αποκεφαλίσουν την Mάρτυρα έξω από την πόλιν. H δε Aγία αποκεφαλισθείσα, ω του θαύματος! αντί να βλύση αίμα, έβλυσε γάλα. Tο δε άγιον αυτής σώμα και την κεφαλήν, επρόσταξεν ο δυσσεβέστατος ηγεμών να βάλουν μέσα εις σάκκον, και μαζί με αυτά να βάλουν και τριακοσίας λίτρας μολύβι, και ούτω να ρίψουν αυτά εις την θάλασσαν. Άγγελος δε Kυρίου διέσχισε τον σάκκον, και εύγαλε το λείψανον εις τόπον λεγόμενον Pισηστόν. Tούτο δε μανθάνουσα μία γυνή της συγκλήτου, Aμμία ονομαζομένη, επήγεν εις τον τόπον εκείνον. Kαι τειλίξασα με σενδόνια, και με μύρα αλείψασα το τίμιον λείψανον, ενταφίασεν αυτό εις ένα ξεχωριστόν τόπον του Pισηστού εις δόξαν Θεού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου