Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς «Εγώ δε ειμί γη και σποδός»,(Γεν. 18. 27)
Αυτά είναι τα λόγια που είπε για τον εαυτό του ο δίκαιος Αβραάμ. Αδελφοί μου, πόσο γελοίοι είναι οι άνθρωποι που καυχώνται για τις γνωριμίες τους με κοσμικούς άρχοντες και άλλους επιφανείς του κόσμου τούτου και έχουν, γι’ αυτό τον λόγο, μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους!Ο Αβραάμ αξιώθηκε να συνομιλεί με τον Παντοδύναμο και Αιώνιο Βασιλέα, με τον ίδιο τον Θεό. Εντούτοις, παρέμεινε απαράτρεπτος και αταλάντευτος στην ταπείνωσή του, αποκαλώντας τον εαυτό του γη και σποδό.
Ποιός ήταν αυτός ο Αβραάμ, ο οποίος αξιώθηκε εν ζωή μιας τόσο μεγάλης ευλογίας από το Θεό και μιας τέτοιας εξυμνήσεως, μετά το θάνατό του, από τον Παύλο (Γαλ. 3, Εβρ, 11), αλλά και από τον ίδιο τον Δεσπότη Χριστό (Λουκ. 16, 22, Ιωάν. 8, 39);
Ήταν ένας χωρικός που είχε όλες τις αρετές και ζούσε σύμφωνα με το νόμο του Θεού, ένας άνθρωπος με ακράδαντη πίστη στο Θεό, ένας εραστής του δικαίου, ένας εξαιρετικά φιλόξενος και συμπονετικός άνθρωπος, γενναίος, ευπειθής, γνήσιος και ταπεινός.
Μολαταύτα, ο Αβραάμ δοξάζεται κυρίως για την πίστη του, μια πολύ δυνατή πίστη! Ο Αβραάμ ήταν ήδη εκατό ετών, όταν ο Θεός του είπε πως η γυναίκα του, στείρα έως τότε, θα γεννούσε έναν γιό. Εκείνος πίστεψε το Θεό. Ακόμη και προτού γεννήσει η Σάρα τον Ισαάκ, ο Θεός είπε στον Αβραάμ: και ποιήσω το σπέρμα σου ως την άμμον της γης (Γεν. 13, 16). Ο Αβραάμ πίστεψε και διόλου δεν αμφέβαλε. Όταν γεννήθηκε ο μοναδικός υιός του Αβραάμ, ο Θεός τον πρόσταξε, ως δοκιμασία, να προσφέρει το μοναχοπαίδι του θυσία. Ο Αβραάμ ετοιμάστηκε για να το κάνει, αλλά ο Θεός την τελευταία στιγμή τον απέτρεψε απ’ αυτή την πράξη. Πόσο πλήρης ήταν η πίστη και τελεία η υπακοή του θαυμάσιου αυτού ανθρώπου στο Θεό! Ως αποτέλεσμα, ο Θεός τον ευλόγησε δαψιλώς και τον έκανε ένδοξο τόσο στη γη όσο και στον ουρανό.
Αδελφοί μου, είναι μακάριοι αυτοί που, χωρίς ενδοιασμούς, πιστεύουν στο Θεό και εκπληρώνουν τις άγιες εντολές Του. Η ευλογία του Θεού τους συνοδεύει και στους δύο κόσμους!
Ω παντευλόγητε Δημιουργέ μας, ευλόγησε κι εμάς τους αμαρτωλούς και συναρίθμησέ μας ανάμεσα στους εκλεκτούς Σου, οι οποίοι έχουν μερίδιο μαζί με τον Αβραάμ στο Βασίλειό Σου.
Ο Αβραάμ υπήρξε πατριάρχης και ιδρυτής του εβραϊκού έθνους. Η οικογένειά του προερχόταν από τη φυλή του Σημ, αλλά κατοικούσε στην Ουρ των Χαλδαίων. Ο πατέρας του ο Θάρρα, όπως και όλη η οικογένειά του αρχικά ήταν ειδωλολάτρες (Ιησούς του Ναυή 24,2). Παρόλα αυτά ο Αβραάμ στάθηκε ως παράδειγμα πίστης στην ιστορία γι’ αυτό και πήρε τον τίτλο του «φίλου του Θεού» (Β’ Παραλειπομένων 20,7). Σύζυγός του ήταν η Σάρρα ή Σάρα, αδερφή από πατέρα όχι όμως από μητέρα (Γένεση 11,29 και 20,12). Ο Αβραάμ απέκτησε τον Ισαάκ από τη Σάρρα (Γένεση 21,1-8 και Ιησούς του Ναυή 24,4), τον Ισμαήλ από την Άγαρ (Γένεση κεφ. 16) .
Μια μέρα ο Κύριος είπε στον Αβραάμ: «Φύγε από τη χώρα σου και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω. Θα κάνω από σένα ένα μεγάλο έθνος και θα σε ευλογήσω, θα κάνω το όνομα σου ξακουστό και θα είσαι ευλογία για τους άλλους. Μ’ εσένα θα ευλογηθούν όλα τα έθνη της γης».
Ο Αβραάμ επειδή δέχτηκε πρόθυμα να υπακούσει στο θέλημα του Θεού γι’ αυτό και ονομάστηκε «πατήρ της πίστης» (Ρωμαίους 4,11).
Ο Κύριος είπε σε άλλο όραμα στον Αβραάμ: «Μη φοβάσαι, Άβραμ. Εγώ είμαι η ασπίδα σου. Η ανταμοιβή σου θα είναι πάρα πολύ μεγάλη». Ο Αβραάμ απάντησε: «Κύριε, εγώ φεύγω άτεκνος. Αφού δεν μου έδωσες απογόνους, κληρονόμος του σπιτιού μου θα είναι ο δούλος του σπιτιού μου, ο Ελιέζερ από τη Δαμασκό».
Ο Κύριος του αποκρίθηκε: «Δε θα σε κληρονομήσει αυτός, αλλά εκείνος που θα γεννηθεί από τα σπλάχνα σου. Όπως είναι στον ουρανό τ’ αστέρια, έτσι αναρίθμητοι θα είναι και οι απόγονοι σου».
Δεκατρία χρόνια αργότερα ο Θεός παρουσιάστηκε πάλι στον Αβραάμ, κοντά στη Δρυ Μαμβρή, για να επαναλάβει την υπόσχεσή του ότι η Σάρρα θα γεννούσε γιο.
Ο Αβραάμ πίστεψε στον Κύριο και γι’ αυτή του την πίστη ο Κύριος τον αναγνώρισε δίκαιο.
Λωτ
Ο Λωτ ήταν γιος του Αρράν (Αράν) και ανιψιός του Αβραάμ (Γέν. 11,27). Εκτός από την περιγραφή της ζωής του, το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά αλλού στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός μόνο στους απογόνους του (Δευτερονόμιο 2,9-19). Στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται από τον Ιησού (Λουκάς 17,28-32), όπου προβάλλει το αρνητικό παράδειγμα της συζύγου του Λωτ. Για τον ίδιο λόγο αναφέρεται και στην Β’ επιστολή Πέτρου, τον οποίο αποκαλεί «δίκαιο» (Β’ Πέτρ. 2,7). Η Ορθόδοξη Εκκλησία εορτάζει τη μνήμη του στις 9 Οκτωβρίου, όπου εορτάζει μαζί με τον θείο του Αβραάμ.
Όταν ο Αβραάμ, ο Θάρρα και η Σάρρα έφυγαν από την Ουρ των Χαλδαίων για να πάνε στη Χαρράν, ο Λωτ τους συνόδευσε (Γέν. 11,31). Στη συνέχεια ο Λωτ ακολούθησε τον Αβραάμ, όταν ο Κύριος του να πάει στη Χαναάν (Γέν. 12,4,5). Επειδή όμως εκείνο τον καιρό ξέσπασε πείνα στη Χαναάν ο Αβραάμ, η Σάρρα και ο Λωτ αναγκάστηκαν να πάνε στην Αίγυπτο (Γέν. 12,10). Όταν η πείνα πέρασε ξαναγύρισαν και πάλι πίσω στη Χαναάν (Γέν. 13,1).
Ο Λωτ, όπως και ο θείος του, είχε αποκτήσει κι αυτός αρκετά υπάρχοντα, πρόβατα, βόδια και σκηνές (Γέν. 13,5-6), η περιοχή όμως δεν επαρκούσε για να κατοικήσουν μαζί με τον Αβραάμ, με αποτέλεσμα οι βοσκοί τους να μαλώνουν μεταξύ τους. Ο Αβραάμ για να μην υπάρχει διαμάχη μεταξύ τους είπε στο Λωτ να διαλέξει την περιοχή που ήθελε να εγκατασταθεί. Ο Λωτ καθώς ήταν πλεονέκτης, διάλεξε την πιο εύφορη πεδιάδα που βρισκόταν στον ποταμό Ιορδάνη (Γέν. 13,8-13). Η επιλογή του όμως αυτή τον έφερε κοντά στην περιοχή των αμαρτωλών κατοίκων των Σοδόμων.
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς της Ελάμ (Αϊλάμ) Χοδολλογομόρ, ο βασιλιάς των εθνών Θαργάλ, ο βασιλιάς της Σεναάρ Αμαρφάλ και ο βασιλιάς της Ελλασάρ Αριώχ κήρυξαν τον πόλεμο στο Βαλλά, βασιλιά των Σοδόμων, στο Βαρσά, βασιλιά των Γομόρων, στο Σινόβ, βασιλιά της Αδαμά, στο Συμοβόρ, βασιλιά της Σεβωείμ, και στο βασιλιά της Βελά (Σηγώρ).
Στον πόλεμο που ακολούθησε οι τέσσερις πρώτοι βασιλιάδες νίκησαν τους πέντε δεύτερους. Οι νικητές λεηλάτησαν τα Σόδομα και τα Γόμορα και πήραν όλα τα αποθέματα τροφίμων. Πήραν ακόμη αιχμάλωτο και τον Λωτ, μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα και έφυγαν (Γέν. 14,11-12).
Κάποιος υπηρέτης του Λωτ γλίτωσε και τα ανάγγειλε όλα αυτά στον Αβραάμ. Όταν ο Αβραάμ άκουσε ότι ο ανιψιός του αιχμαλωτίστηκε, εξόπλισε 318 από τους υπηρέτες του και καταδίωξε τους τέσσερις βασιλιάδες. Τη νύχτα χώρισε τους άντρες του σε μικρές ομάδες, επιτέθηκε στους εχθρούς και τους κατατρόπωσε. Τους καταδίωξε ως την περιοχή που είναι βόρεια της Δαμασκού και πήρε πίσω όλα τους τα λάφυρα. Ελευθέρωσε το Λωτ μαζί με την οικογένειά του και όλα του τα υπάρχοντα (Γέν. 14,13-16).
Κάποιο βράδυ δυο άγγελοι έφτασαν στα Σόδομα. Ο Λωτ τους φιλοξένησε, τους περιποιήθηκε και τους ετοίμασε το δείπνο.
Πριν όμως κοιμηθούν, οι άντρες των Σοδόμων περικύκλωσαν από παντού το σπίτι. Ήταν εκεί όλος ο αντρικός πληθυσμός της πόλης, νέοι και γέροι. Φώναζαν στο Λωτ και του έλεγαν: «Πού είναι εκείνοι οι άνθρωποι που ήρθαν σπίτι σου απόψε; Φέρ’ τους μας έξω, να συνευρεθούμε μαζί τους!»
Τότε ο Λωτ τους παρακάλεσε και τους έλεγε, «μην τους κάνετε κανένα κακό. Να, έχω δύο κόρες, που δεν έχουν γνωρίσει άντρα. Θα σας τις φέρω, κι εσείς κάντε τους ότι σας αρέσει. Μόνο στους ανθρώπους αυτούς μην κάνετε τίποτε, γιατί είναι φιλοξενούμενοι μου κι ήρθαν να προστατευτούν στο σπίτι μου».
Εκείνοι όμως φώναζαν: «Φύγε από ‘κει!» Και μεταξύ τους έλεγαν: «Ήρθε ένας ξένος και θέλει να μας κρίνει!» «Τώρα θα σου κάνουμε χειρότερα απ’ ότι σ’ εκείνους». Και σπρώχνοντας με βία το Λωτ προσπαθούσαν να του σπάσουν την πόρτα.
Εμφάνιση 3~2.JPG
Τότε οι δύο άγγελοι άπλωσαν το χέρι τους και τράβηξαν το Λωτ μέσα στο σπίτι και έκλεισαν την πόρτα. Κατόπιν τύφλωσαν όλους όσοι ήταν απ’ έξω, μικρούς και μεγάλους, έτσι που άδικα προσπαθούσαν να βρουν την πόρτα του σπιτιού.
Είπαν τότε οι δυο άγγελοι στο Λωτ: «Πάρε τη γυναίκα σου, το γαμπρό σου, τους γιους σου και τις κόρες σου και όποιον δικό σου έχεις στην πόλη και φύγετε γιατί θα καταστρέψουμε αυτό τον τόπο. Είναι μεγάλη η κατακραυγή που υψώνεται στον Κύριο ενάντια στους κατοίκους της περιοχής και ο Κύριος μας έστειλε να καταστρέψουμε τα Σόδομα».
Ο Λωτ πήγε και μίλησε στους γαμπρούς του, που επρόκειτο να παντρευτούν τις θυγατέρες του και τους είπε: «Σηκωθείτε και φύγετε από ‘δω, γιατί ο Κύριος θα καταστρέψει την πόλη». Αυτό όμως φάνηκε αστείο στους γαμπρούς του.
Όταν ξημέρωσε, οι άγγελοι πίεζαν το Λωτ και του έλεγαν: «Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου και τις δυο σου κόρες, για να μην καταστραφείς για τις αμαρτίες της πόλης». Κι επειδή καθυστερούσε, οι δυο άγγελοι τον πήραν από το χέρι, αυτόν, τη γυναίκα του και τις θυγατέρες του και τους έβγαλαν έξω από την πόλη, γιατί τους λυπήθηκε ο Κύριος.
Καθώς τους έβγαζαν έξω, είπε ο ένας άγγελος στο Λωτ: «Φύγε και μην κοιτάξεις πίσω σου και μη σταθείς πουθενά σε όλη την περιοχή. Τρέξε να σωθείς στα βουνά, για να μην καταστραφείς». Τότε ο Λωτ του είπε: «Σε παρακαλώ, κύριε μου, επειδή δεν μπορώ να τρέχω στα βουνά, εκεί κοντά είναι η πόλη που λέγεται Σηγώρ. Άσε με να καταφύγω σ’ αυτήν. Είναι αρκετά ασήμαντη και θα είμαι ασφαλής εκεί».
Ο άγγελος του είπε: «Θ’ ακούσω κι αυτόν το λόγο σου και δε θα καταστρέψω την πόλη που λες. Τρέξε λοιπόν να καταφύγεις σ’ αυτήν και δεν θα κάνω τίποτα, μέχρις ότου φτάσεις εκεί».
Είχε ανατείλει ο ήλιος όταν ο Λωτ έφτασε στη Σηγώρ, Τότε ο Κύριος άφησε από τον ουρανό να βρέξει θειάφι και φωτιά στα Σόδομα και στα Γόμορρα. Οι πόλεις εκείνες και οι κάτοικοί τους καθώς και όλη η γύρω περιοχή και η βλάστηση της καταστράφηκαν. Η γυναίκα όμως του Λωτ παρέβη την προειδοποίησή του αγγέλου και κοίταξε πίσω για να δει τι συνέβαινε και αμέσως έγινε στήλη άλατος. Σε όλη την περιοχή ανέβαινε από τη γη καπνός, σαν να έβγαινε από καμίνι. Όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις της περιοχής, όπου κατοικούσε ο Λωτ, θυμήθηκε τον Αβραάμ και έσωσε το Λωτ από την καταστροφή (Γέν. 19,1-29).
Ο Λωτ φοβόταν να μείνει στη Σηγώρ, γι’ αυτό έφυγε και κατοίκησε στα βουνά σε μια σπηλιά μαζί με τις δύο κόρες του. Εκεί, μια μέρα οι κόρες του αφού τον μέθυσαν, κοιμήθηκαν μαζί του και απέκτησαν παιδιά.
Η μεγαλύτερη γέννησε γιο και τον ονόμασε Μωάβ, ο οποίος υπήρξε ο γενάρχης των Μωαβιτών. Γέννησε και η μικρότερη γιο και τον ονόμασε Αμμών (Αμμάν), ο οποίος είναι ο γενάρχης των Αμμωνιτών (Γέν. 19,30-38).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου