Όταν βασάνιζαν τον Άγιο Ούαρο, κάποια ευλαβής και ενάρετη γυναίκα, πού ονομαζόταν Κλεοπάτρα παρακολουθούσε το μαρτύριο του, έβλεπε με λύπη όλα τα βασανιστήρια πού του έκαμναν, και παρακαλούσε με νηστείες και δάκρυα να ελευθερώσει τον λαό Του από τους τυράννους.
Όταν λοιπόν νύχτωσε, επήγε η ευλαβής Κλεοπάτρα με το μονάκριβο παιδί της τον Ιωάννη και με μερικούς άλλους και επήραν το λείψανο του Αγίου. Το έπλυναν με πολύτιμα αρώματα και το τύλιξαν με λαμπρά φορέματα, και το ενταφίασε για το φόβο του διωγμού, κάτω από το κρεβάτι της.
Άναβε καντήλι επάνω από αυτό και το τιμούσε πολύ με ευλάβεια, όπως έπρεπε.
Μετά από χρόνια, το 312 μ.Χ., όταν έπαψε ο διωγμός, θέλησε η Κλεοπάτρα να πάει στην πατρίδα της.
Ήθελε όμως να πάρει μαζί της και το λείψανο του Αγίου. Επήγε, λοιπόν, στον ηγεμόνα και του είπε, ότι ο άνδρας της είχε υπηρετήσει στο στρατό, ήταν πολύ γενναίος και νίκησε σε πολλές μάχες. Όταν απέθανε τον ενταφίασε στο σπίτι της!
Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να της δώσει την άδεια να τον πάρει στη πατρίδα της. Ο ηγεμόνας της έδωσε την άδεια και αυτή επήρε το λείψανο του Αγίου Ουάρου και το μετέφερε στην πατρίδα της. Σε όλους έλεγε, ότι ήταν ο άνδρας της.
Το επήγε στο Θαβώριο όρος, πλησίον ενός χωρίου, πού λεγόταν Έδρα. Εκεί έθαψε το Άγιο λείψανο με λαμπάδες και θυμιάματα. Αυτό ακούστηκε σε διάφορους τόπους, και άρχισαν να έρχονται αναρίθμητοι για να προσκυνήσουν το Άγιο λείψανο.
Όσοι είχαν ασθένεια ευθύς, όταν άγγιζαν το λείψανο με πίστη, θεραπεύονταν. Όταν είδε η Κλεοπάτρα, να καταφθάνουν κάθε η μέρα ασθενείς και να θεραπεύονται, άρχισε να κτίζει και εκκλησία πλούσια του Μάρτυρα.
Όταν την τελείωσε κάλεσε τον Επίσκοπο της επαρχίας και τους πλέον ενάρετους μοναχούς για να εγκαινιάσουν τον Ναό κατά την συνήθεια.
Αφού δε έκαμαν ολονύκτια δοξολογία, το πρωί η Κλεοπάτρα, μαζί με τον υιόν της Ιωάννη, έφεραν στο θυσιαστήριο το Άγιο λείψανο του Αγίου Ουάρου. Κατόπιν έκαμαν ο Επίσκοπος και άλλοι ιερωμένοι την Θεία Λειτουργία όπως έπρεπε.
Έπειτα η Κλεοπάτρα, πολύ φιλόξενα προσέφερε πλούσιο τραπέζι με ωραία φαγητά και τους υπηρετούσε όλους μόνη της, με μόνο βοηθό το παιδί της. Είπε δε στο παιδί της να μη φάγει τίποτε, αν δεν φάγουν πρώτα οι ξένοι, και κατόπιν θα γευματίσουν μαζί.
Το παιδί όμως κουράστηκε πολύ και έπεσε στο κρεβάτι να ξεκουραστεί. Όταν η μητέρα επήγε να τον ξυπνήσει, για να φάνε, είδε ότι το παιδί της είχε πυρετό μεγάλο. Έκαιγε ολόκληρο.
Η μητέρα καταστενοχωρημένη, δεν δείπνησε από τη θλίψι της, αλλά περίμενε να δει, τι θα γίνει. Όσον δε περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε ο πυρετός. Τα δε μεσάνυκτα το παιδί της απέθανε.
Η Κλεοπάτρα από τον πόνο και τη θλίψι της έπεσε και έμεινε σαν νεκρή. Όταν συνήλθε, άρχισε να φωνάζει και να κλαίει πικρά.
Στην απελπισία της αρπάζει το παιδί της στην αγκαλιά της και τρέχει στον Ναό και το αποθέτει μπροστά στον τάφο του Αγίου. Τραβούσε τα μαλλιά της και έλεγε με θρήνους στον Άγιο.
Άγιε Μάρτυς του Χριστού, σε τί αμάρτησα η δύστυχη, ποιά αδικία έκαμα; Γιατί μου έδωσες αυτή την ανταμοιβή; Εγώ άφησα τον άνδρα μου σε ξένη χώρα, για να πάρω το Άγιο λείψανο σου, και ξόδεψα τόσα χρήματα για να σου κτίσω τέτοιο Ναό περίλαμπρο.
Και δεν σου ζήτησα τίποτε άλλο παρά τη σωτηρία του παιδιού μου, για να το έχω στα γηρατειά μου βοήθεια η άμοιρη;
Αλλά, Μάρτυς Χριστού, δέομαι σου, να μου αναστήσεις το παιδί μου, να μου τον δώσεις ζωντανό, καθώς ο Ηλίας το παιδί της Σουμανίτιδος, ή ας πεθάνω και εγώ, να έλθω αυτού, όπου είναι και το παιδί μου.
Οι γείτονες και όλοι, όσοι ήσαν κοντά της, την συμπονούσαν και την παρηγορούσαν, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν την άβυσσο των θείων κριμάτων.
Το όραμα της Αγίας Κλεοπάτρας
Σε λίγο η Κλεοπάτρα αποκοιμήθηκε. Βλέπει σε όνειρο τον Μάρτυρα, ο όποιος κρατούσε το υιό της στην αγκαλιά του.
Φορούσαν και οι δύο υπέρλαμπρα φορέματα, και στο κεφάλι τους από ένα στεφάνι, τόσο ωραίο και καταστόλιστο, ώστε γλώσσα ανθρώπου δεν έφθανε να ειπεί την Ομορφιά τους. Τότε λέγει σ’ αυτήν ο άγιος:
Γιατί λυπάσαι, και δεν χαίρεσαι μάλλον; Μήπως είμαι τόσον αχάριστος, ώστε να μην ξέρω τις ευεργεσίες, πού μού έκαμες; Δεν βλέπεις πόση δόξα έχει το παιδί σου; Να χαίρεσαι λοιπόν και όχι να λυπάσαι. Αν όμως θέλεις, ας έλθει το παιδί σου κοντά σου, να καταλάβεις την ευτυχία του καλλίτερα.
Τότε η Κλεοπάτρα κάλεσε το παιδί της να πάει κοντά της. Αλλά εκείνο δεν θέλησε να αφήσει τον Άγιο, και της είπε:
Μη λυπάσαι, μητέρα μου, γιατί εγώ είμαι σε χαρά ανεκλάλητη και δεν είναι πρέπον να αφήσω ζωή αιώνιο και χαρούμενη και να έλθω στην πρόσκαιρη και γεμάτη πίκρες.
Όταν τα άκουσε αυτά η μητέρα του, χάρηκε και παρακαλούσε τον Άγιο να την πάρει και αυτή, να χαίρεται μαζί με το τέκνο της. Τότε λέγει προς αυτή ο Άγιος:
Επιμελήσου τη σωτηρία σου, και όταν δουλέψεις ακόμη αρκετό καιρό, τότε θα έλθεις.
Κατόπιν την ευλόγησε και μαζί με το παιδί της έφυγαν.
Εν ειρήνη τελειούται
Η Κλεοπάτρα ξύπνησε και διηγήθηκε σε όλους το όνειρο.
Ευχαριστημένη κατόπιν ετοίμασε το λείψανο του παιδιού της, του φόρεσε λαμπρά φορέματα και το έβαλε μαζί με τον Άγιο, δοξάζουσα τον Θεό.
Κατόπιν αφού έκαμε τα μνημόσυνά του πλουσιοπάροχα, έδωκε σε πτωχούς Χριστιανούς και Μοναστήρια τον υπόλοιπο πλούτο της, φόρεσε φτωχικά φορέματα και υπηρετούσε τον Ναό του Αγίου με νηστείες και προσευχές, τόσον δε ευχαρίστησε τον Θεό με την καθαρή διαγωγή της, ώστε κάθε Κυριακή έβλεπε τον Άγιο μαζί με το παιδί της και έπαιρνε μεγάλη χαρά.
Έζησε μετά τον θάνατο του τέκνου της επτά χρόνια, και κατόπιν παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο, και την ενταφίασαν κοντά στο παιδί της.
Την ίδια μέρα μαζί με τον Άγιο Ούαρο εορτάζεται και η Αγία Κλεοπάτρα, ήτοι στις 19 Οκτωβρίου.
Όταν λοιπόν νύχτωσε, επήγε η ευλαβής Κλεοπάτρα με το μονάκριβο παιδί της τον Ιωάννη και με μερικούς άλλους και επήραν το λείψανο του Αγίου. Το έπλυναν με πολύτιμα αρώματα και το τύλιξαν με λαμπρά φορέματα, και το ενταφίασε για το φόβο του διωγμού, κάτω από το κρεβάτι της.
Άναβε καντήλι επάνω από αυτό και το τιμούσε πολύ με ευλάβεια, όπως έπρεπε.
Μετά από χρόνια, το 312 μ.Χ., όταν έπαψε ο διωγμός, θέλησε η Κλεοπάτρα να πάει στην πατρίδα της.
Ήθελε όμως να πάρει μαζί της και το λείψανο του Αγίου. Επήγε, λοιπόν, στον ηγεμόνα και του είπε, ότι ο άνδρας της είχε υπηρετήσει στο στρατό, ήταν πολύ γενναίος και νίκησε σε πολλές μάχες. Όταν απέθανε τον ενταφίασε στο σπίτι της!
Τον παρακάλεσε, λοιπόν, να της δώσει την άδεια να τον πάρει στη πατρίδα της. Ο ηγεμόνας της έδωσε την άδεια και αυτή επήρε το λείψανο του Αγίου Ουάρου και το μετέφερε στην πατρίδα της. Σε όλους έλεγε, ότι ήταν ο άνδρας της.
Το επήγε στο Θαβώριο όρος, πλησίον ενός χωρίου, πού λεγόταν Έδρα. Εκεί έθαψε το Άγιο λείψανο με λαμπάδες και θυμιάματα. Αυτό ακούστηκε σε διάφορους τόπους, και άρχισαν να έρχονται αναρίθμητοι για να προσκυνήσουν το Άγιο λείψανο.
Όσοι είχαν ασθένεια ευθύς, όταν άγγιζαν το λείψανο με πίστη, θεραπεύονταν. Όταν είδε η Κλεοπάτρα, να καταφθάνουν κάθε η μέρα ασθενείς και να θεραπεύονται, άρχισε να κτίζει και εκκλησία πλούσια του Μάρτυρα.
Όταν την τελείωσε κάλεσε τον Επίσκοπο της επαρχίας και τους πλέον ενάρετους μοναχούς για να εγκαινιάσουν τον Ναό κατά την συνήθεια.
Αφού δε έκαμαν ολονύκτια δοξολογία, το πρωί η Κλεοπάτρα, μαζί με τον υιόν της Ιωάννη, έφεραν στο θυσιαστήριο το Άγιο λείψανο του Αγίου Ουάρου. Κατόπιν έκαμαν ο Επίσκοπος και άλλοι ιερωμένοι την Θεία Λειτουργία όπως έπρεπε.
Έπειτα η Κλεοπάτρα, πολύ φιλόξενα προσέφερε πλούσιο τραπέζι με ωραία φαγητά και τους υπηρετούσε όλους μόνη της, με μόνο βοηθό το παιδί της. Είπε δε στο παιδί της να μη φάγει τίποτε, αν δεν φάγουν πρώτα οι ξένοι, και κατόπιν θα γευματίσουν μαζί.
Το παιδί όμως κουράστηκε πολύ και έπεσε στο κρεβάτι να ξεκουραστεί. Όταν η μητέρα επήγε να τον ξυπνήσει, για να φάνε, είδε ότι το παιδί της είχε πυρετό μεγάλο. Έκαιγε ολόκληρο.
Η μητέρα καταστενοχωρημένη, δεν δείπνησε από τη θλίψι της, αλλά περίμενε να δει, τι θα γίνει. Όσον δε περνούσε η ώρα, τόσο μεγάλωνε ο πυρετός. Τα δε μεσάνυκτα το παιδί της απέθανε.
Η Κλεοπάτρα από τον πόνο και τη θλίψι της έπεσε και έμεινε σαν νεκρή. Όταν συνήλθε, άρχισε να φωνάζει και να κλαίει πικρά.
Στην απελπισία της αρπάζει το παιδί της στην αγκαλιά της και τρέχει στον Ναό και το αποθέτει μπροστά στον τάφο του Αγίου. Τραβούσε τα μαλλιά της και έλεγε με θρήνους στον Άγιο.
Άγιε Μάρτυς του Χριστού, σε τί αμάρτησα η δύστυχη, ποιά αδικία έκαμα; Γιατί μου έδωσες αυτή την ανταμοιβή; Εγώ άφησα τον άνδρα μου σε ξένη χώρα, για να πάρω το Άγιο λείψανο σου, και ξόδεψα τόσα χρήματα για να σου κτίσω τέτοιο Ναό περίλαμπρο.
Και δεν σου ζήτησα τίποτε άλλο παρά τη σωτηρία του παιδιού μου, για να το έχω στα γηρατειά μου βοήθεια η άμοιρη;
Αλλά, Μάρτυς Χριστού, δέομαι σου, να μου αναστήσεις το παιδί μου, να μου τον δώσεις ζωντανό, καθώς ο Ηλίας το παιδί της Σουμανίτιδος, ή ας πεθάνω και εγώ, να έλθω αυτού, όπου είναι και το παιδί μου.
Οι γείτονες και όλοι, όσοι ήσαν κοντά της, την συμπονούσαν και την παρηγορούσαν, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν την άβυσσο των θείων κριμάτων.
Το όραμα της Αγίας Κλεοπάτρας
Σε λίγο η Κλεοπάτρα αποκοιμήθηκε. Βλέπει σε όνειρο τον Μάρτυρα, ο όποιος κρατούσε το υιό της στην αγκαλιά του.
Φορούσαν και οι δύο υπέρλαμπρα φορέματα, και στο κεφάλι τους από ένα στεφάνι, τόσο ωραίο και καταστόλιστο, ώστε γλώσσα ανθρώπου δεν έφθανε να ειπεί την Ομορφιά τους. Τότε λέγει σ’ αυτήν ο άγιος:
Γιατί λυπάσαι, και δεν χαίρεσαι μάλλον; Μήπως είμαι τόσον αχάριστος, ώστε να μην ξέρω τις ευεργεσίες, πού μού έκαμες; Δεν βλέπεις πόση δόξα έχει το παιδί σου; Να χαίρεσαι λοιπόν και όχι να λυπάσαι. Αν όμως θέλεις, ας έλθει το παιδί σου κοντά σου, να καταλάβεις την ευτυχία του καλλίτερα.
Τότε η Κλεοπάτρα κάλεσε το παιδί της να πάει κοντά της. Αλλά εκείνο δεν θέλησε να αφήσει τον Άγιο, και της είπε:
Μη λυπάσαι, μητέρα μου, γιατί εγώ είμαι σε χαρά ανεκλάλητη και δεν είναι πρέπον να αφήσω ζωή αιώνιο και χαρούμενη και να έλθω στην πρόσκαιρη και γεμάτη πίκρες.
Όταν τα άκουσε αυτά η μητέρα του, χάρηκε και παρακαλούσε τον Άγιο να την πάρει και αυτή, να χαίρεται μαζί με το τέκνο της. Τότε λέγει προς αυτή ο Άγιος:
Επιμελήσου τη σωτηρία σου, και όταν δουλέψεις ακόμη αρκετό καιρό, τότε θα έλθεις.
Κατόπιν την ευλόγησε και μαζί με το παιδί της έφυγαν.
Εν ειρήνη τελειούται
Η Κλεοπάτρα ξύπνησε και διηγήθηκε σε όλους το όνειρο.
Ευχαριστημένη κατόπιν ετοίμασε το λείψανο του παιδιού της, του φόρεσε λαμπρά φορέματα και το έβαλε μαζί με τον Άγιο, δοξάζουσα τον Θεό.
Κατόπιν αφού έκαμε τα μνημόσυνά του πλουσιοπάροχα, έδωκε σε πτωχούς Χριστιανούς και Μοναστήρια τον υπόλοιπο πλούτο της, φόρεσε φτωχικά φορέματα και υπηρετούσε τον Ναό του Αγίου με νηστείες και προσευχές, τόσον δε ευχαρίστησε τον Θεό με την καθαρή διαγωγή της, ώστε κάθε Κυριακή έβλεπε τον Άγιο μαζί με το παιδί της και έπαιρνε μεγάλη χαρά.
Έζησε μετά τον θάνατο του τέκνου της επτά χρόνια, και κατόπιν παρέδωσε την ψυχή της στον Κύριο, και την ενταφίασαν κοντά στο παιδί της.
Την ίδια μέρα μαζί με τον Άγιο Ούαρο εορτάζεται και η Αγία Κλεοπάτρα, ήτοι στις 19 Οκτωβρίου.
Ἀπολυτίκιον Ὅσιας Κλεοπάτρας Ἦχος δ΄ Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁσίως τόν βίον σου διαγαγοῦσα σεμνή, τήν χάριν ἐτρύγησας ἐκ τῆς Ἁγίας σοροῦ, Οὐάρου τοῦ Μάρτυρος. Ὅθεν της οὐρανίου μετασχοῦσα εὐκλείας, πρέσβευε τῷ Σωτήρι, Κλεοπάτρα Ὅσια δοθῆναι ἠμίν πάσι πταισμάτων συγχώρησιν.
Κοντάκιον. Ἦχος β΄ Τοῖς τῶν αἱμάτων.
Τοῖς ἐναρέτοις σου τρόποις θεοληπτε, θεοπρεπῶς τήν ζωήν σου κοσμήσασα, καθάπερ ἔλαια κατακαρπός, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Θεοῦ ἀνεβλάστησας• διό Κλεοπάτρα τιμῶμεν σέ.
Μεγαλυνάριον
Κλέος ἐκομίσω παρά Θεοῦ, μῆτερ Κλεοπάτρα, τή ὁσία σου βιοτή, καί τῆς αἰωνίου, ζωῆς ἀξιωθεῖσα, μνημόνευε τῶν πίστει, μνημονευόντων σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου