Γέροντας Αμβρόσιος,…ο διορατικός!- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Να περάσουν;
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας Και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς,Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμεινε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
– Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει.
-Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζητούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τόπος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ’ εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε Και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο Και επέστρεψε.
– Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο θεός, για να γεμίσει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;
Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
– Την ευχή σου, Γέροντα.
– Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως Και τον ρώτησεεκείνος.
– Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
– Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
– Γέροντα, εγώ τι να κάνω για να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τους Πατέρες κ.λπ.
– Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστήρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλάμη, βάζοντας την στον λαιμό του:
– Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν’ αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και ‘ίσα πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει:
– Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα Και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
– Ποιος είναι αυτός;
– Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε Και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.
Από PROSKINITIS
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας Και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς,Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα γαλλικά), έμεινε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα Και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
– Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει.
-Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ’ ένα μικρό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις Και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ή κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα Και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της Και συζητούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τόπος· χιλιάδες άνθη Και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν Και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ’ εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε Και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε Και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο Και επέστρεψε.
– Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο θεός, για να γεμίσει τον Παράδεισο Και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία. Κατάλαβες;
Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο όποιος με το πού τον είδε του είπε:
– Την ευχή σου, Γέροντα.
– Εσύ τι κάνεις; τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως Και τον ρώτησεεκείνος.
– Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι Και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
– Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
– Γέροντα, εγώ τι να κάνω για να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τους Πατέρες κ.λπ.
– Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστήρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε Και του είπε κάνοντας την κίνηση με την παλάμη, βάζοντας την στον λαιμό του:
– Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν’ αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι Και ‘ίσα πού μπόρεσε ν’ αρθρώσει:
– Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα Και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
– Ποιος είναι αυτός;
– Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε Και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.
Από PROSKINITIS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου