Για ένα διάστημα είχε διακόψει, μαζί με όλο σχεδόν το υπόλοιπο Άγιον Όρος, το μνημόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα για τα επικίνδυνα ανοίγματά του προς τους Ρωμαιοκαθολικούς.
Χωρίς να επιδιώκη να φαίνεται ομολογητής, με τον τρόπο του, αντιδρούσε, μιλούσε και έγραφε σε εκκλησιαστικά πρόσωπα. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνει ό,τι θέλει».
Χωρίς να επιδιώκη να φαίνεται ομολογητής, με τον τρόπο του, αντιδρούσε, μιλούσε και έγραφε σε εκκλησιαστικά πρόσωπα. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνει ό,τι θέλει».
Οι αντιδράσεις του αυτές συνωδεύονταν από πολλή προσευχή και αγάπη για την Εκκλησία, αλλά και για τους παρεκτρεπομένους, και προϋπέθεταν απάθεια, διάκριση και άνωθεν φωτισμό.
Από το Στόμιο είδαμε τον Γέροντα σφοδρό πολέμιο των αιρέσεων. Στα θέματα της πίστεως ήταν ακριβής και ασυγκατάβατος. Είχε μεγάλη ορθόδοξη ευαισθησία, γι’ αυτό δεν δεχόταν συμπροσευχές και κοινωνία με πρόσωπα μη ορθόδοξα.
Τόνιζε: «Για να συμπροσευχηθούμε με κάποιον, πρέπει να συμφωνούμε στην πίστη».
Διέκοπτε τις σχέσεις του ή απέφευγε να δη κληρικούς που συμμετείχαν σε κοινές προσευχές με ετεροδόξους. Τα «μυστήρια» των ετεροδόξων δεν τα αναγνώριζε και συμβούλευε οι προσερχόμενοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να κατηχούνται καλά πριν βαπτισθούν. Καταπολέμησε τον οικουμενισμό και μιλούσε για το μεγαλείο και την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας, την πληροφορία του αρυόμενος από την εν καρδία του θεία χάρι. Ο βίος του αποδείκνυε την υπεροχή της Ορθοδοξίας. Για ένα διάστημα είχε διακόψει, μαζί με όλο σχεδόν το υπόλοιπο Άγιον Όρος, το μνημόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα για τα επικίνδυνα ανοίγματά του προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Αλλά το έκανε με πόνο:
«Κάνω προσευχή», είπε σε κάποιον, «για να κόβη ο Θεός μέρες από μένα και να τις δίνη στον πατριάρχη Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την μετάνοιά του». Για τους Αντιχαλκηδονίους (μονοφυσίτες) είπε: «Αυτοί δεν λένε ότι δεν κατάλαβαν τους αγίους Πατέρες, αλλ’ ότι οι άγιοι Πατέρες δεν τους κατάλαβαν. Δηλαδή σαν να έχουν αυτοί δίκαιο και τους παρεξηγήσανε».
Χαρακτήρισε ως βλασφημία κατά των αγίων Πατέρων την προτεινόμενη κάθαρση των Λειτουργικών βιβλίων από τον χαρακτηρισμό του αιρετικού για τον Διόσκορο και Σεβήρο.
Είπε: «Τόσοι άγιοι Πατέρες που είχαν θείο φωτισμό και ήταν σύγχρονοι δεν τους κατάλαβαν και τους παρεξήγησαν, και ερχόμαστε εμείς μετά από τόσους αιώνες να διορθώσουμε τους αγίους Πατέρες; Αλλά και το θαύμα της αγίας Ευφημίας δεν το υπολογίζουν; Και αυτή παρεξήγησε τον τόμο των αιρετικών;».
Χωρίς να επιδιώκη να φαίνεται ομολογητής, με τον τρόπο του, αντιδρούσε, μιλούσε και έγραφε σε εκκλησιαστικά πρόσωπα. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνει ό,τι θέλει». Οι αντιδράσεις του αυτές συνωδεύονταν από πολλή προσευχή και αγάπη για την Εκκλησία, αλλά και για τους παρεκτρεπομένους, και προϋπέθεταν απάθεια, διάκριση και άνωθεν φωτισμό.
† Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ.690-691
Από το Στόμιο είδαμε τον Γέροντα σφοδρό πολέμιο των αιρέσεων. Στα θέματα της πίστεως ήταν ακριβής και ασυγκατάβατος. Είχε μεγάλη ορθόδοξη ευαισθησία, γι’ αυτό δεν δεχόταν συμπροσευχές και κοινωνία με πρόσωπα μη ορθόδοξα.
Τόνιζε: «Για να συμπροσευχηθούμε με κάποιον, πρέπει να συμφωνούμε στην πίστη».
Διέκοπτε τις σχέσεις του ή απέφευγε να δη κληρικούς που συμμετείχαν σε κοινές προσευχές με ετεροδόξους. Τα «μυστήρια» των ετεροδόξων δεν τα αναγνώριζε και συμβούλευε οι προσερχόμενοι στην Ορθόδοξη Εκκλησία, να κατηχούνται καλά πριν βαπτισθούν. Καταπολέμησε τον οικουμενισμό και μιλούσε για το μεγαλείο και την μοναδικότητα της Ορθοδοξίας, την πληροφορία του αρυόμενος από την εν καρδία του θεία χάρι. Ο βίος του αποδείκνυε την υπεροχή της Ορθοδοξίας. Για ένα διάστημα είχε διακόψει, μαζί με όλο σχεδόν το υπόλοιπο Άγιον Όρος, το μνημόσυνο του πατριάρχου Αθηναγόρα για τα επικίνδυνα ανοίγματά του προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Αλλά το έκανε με πόνο:
«Κάνω προσευχή», είπε σε κάποιον, «για να κόβη ο Θεός μέρες από μένα και να τις δίνη στον πατριάρχη Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την μετάνοιά του». Για τους Αντιχαλκηδονίους (μονοφυσίτες) είπε: «Αυτοί δεν λένε ότι δεν κατάλαβαν τους αγίους Πατέρες, αλλ’ ότι οι άγιοι Πατέρες δεν τους κατάλαβαν. Δηλαδή σαν να έχουν αυτοί δίκαιο και τους παρεξηγήσανε».
Χαρακτήρισε ως βλασφημία κατά των αγίων Πατέρων την προτεινόμενη κάθαρση των Λειτουργικών βιβλίων από τον χαρακτηρισμό του αιρετικού για τον Διόσκορο και Σεβήρο.
Είπε: «Τόσοι άγιοι Πατέρες που είχαν θείο φωτισμό και ήταν σύγχρονοι δεν τους κατάλαβαν και τους παρεξήγησαν, και ερχόμαστε εμείς μετά από τόσους αιώνες να διορθώσουμε τους αγίους Πατέρες; Αλλά και το θαύμα της αγίας Ευφημίας δεν το υπολογίζουν; Και αυτή παρεξήγησε τον τόμο των αιρετικών;».
Χωρίς να επιδιώκη να φαίνεται ομολογητής, με τον τρόπο του, αντιδρούσε, μιλούσε και έγραφε σε εκκλησιαστικά πρόσωπα. «Η Εκκλησία», έλεγε, «δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνει ό,τι θέλει». Οι αντιδράσεις του αυτές συνωδεύονταν από πολλή προσευχή και αγάπη για την Εκκλησία, αλλά και για τους παρεκτρεπομένους, και προϋπέθεταν απάθεια, διάκριση και άνωθεν φωτισμό.
† Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ.690-691