Ο Άγιος Δημήτριος γεννήθηκε στη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας, από γένος επίσημο. Ο πατέρας του ήταν Ιερέας και ονομαζόταν Δούκας (ή Δόγκας).
Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του εξακολούθησε να τον ανατρέφει εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Σεμνός και ωραίος καθώς ήταν, κίνησε τον φθόνο των Τούρκων, που εκμεταλλευόμενοι το νεαρό της ηλικίας του – ήταν 13 ετών- τον εξισλάμισαν.
Μπήκε στην υπηρεσία κάποιου πρόκριτου Τούρκου της Φιλαδέλφειας και απόκτησε μέσα σε λίγο χρόνο μεγάλη περιουσία. Για τη φήμη της ανδρείας του στους πολέμους μαζί με τους Τούρκους, δέχτηκε την πρόταση, να παντρευτεί την κόρη ενός Τούρκου επισήμου.
Αλλά λίγο πριν το γάμο, αισθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως για την εξώμοσή του και έτσι αποφάσισε να επανέλθει στη χριστιανική πίστη.
Σε ηλικία λοιπόν 25 ετών, παρουσιάστηκε επίσημα μπροστά στον Τούρκο διοικητή και παρουσία πολλών Τούρκων επισήμων, δήλωσε, ότι θεωρεί απάτη τη μωαμεθανική θρησκεία και γι’ αυτό την αρνείται και αποδέχεται τον Χριστό. Τότε, όλοι όσοι ήταν εκεί όρμησαν και τον έδειραν ανελέητα και με διαταγή του διοικητή, τον φυλάκισαν.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο διοικητής έστειλε Ιεροδιδασκάλους, που με συμβουλές και άλλους τρόπους προσπάθησαν να επαναφέρουν τον Δημήτριο στον μωαμεθανισμό. Ο Δημήτριος ποθώντας το μαρτύριο έμεινε αμετάπειστος στην απόφαση του. Ο διοικητής, επειδή δεν ήθελε τον θάνατο του Δημητρίου, τον αποφυλάκισε.
Όμως, ο Δημήτριος, για να εξιλεωθεί από το αμάρτημα της αποστασίας του, μπήκε σ’ ένα καφενείο και άρχισε να ελέγχει μπροστά σε πλήθος Τούρκων, μία προς μία τις πλάνες της μωαμεθανικής θρησκείας.
Κατόπιν έβγαλε το λευκό σαρίκι από το κεφάλι και το πράσινο τούρκικο ρούχο του, και τα ποδοπάτησε λέγοντας: «Καθώς καταπατώ αυτά που είναι σημάδια της δίκης σας πίστης, έτσι καταπατώ και την πίστη και τον νόμο σας και αρνούμαι αυτή και την αποστρέφομαι».
Εξοργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά του Δημητρίου, όρμησαν επάνω του και αφού τον έριξαν στο έδαφος, άρχισαν να τον χτυπούν με πέτρες και ξύλα. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ήταν νεκρός και αποφάσισαν να τον ρίξουν στη φωτιά.
Αλλά ο Δημήτριος συνήλθε από τη λιποθυμία και είπε στους βασανιστές του «έχω χρήματα να σας δώσω να αγοράσετε ξύλα να με κάψετε». Ακόμα πιο οργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά, άρχισαν να τον χτυπούν με μαχαίρια, μέχρι που ο μάρτυρας παρέδωσε το πνεύμα του την 2α Ιουνίου 1657 μ.Χ.
Γεμάτοι θυμό οι Τούρκοι, προσπάθησαν να κάψουν το λείψανο του μάρτυρα.
Επειδή όμως δεν το κατάφεραν, το διαμέλισαν χτυπώντας το με βαριά σίδερα.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, η μητέρα του εξακολούθησε να τον ανατρέφει εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Σεμνός και ωραίος καθώς ήταν, κίνησε τον φθόνο των Τούρκων, που εκμεταλλευόμενοι το νεαρό της ηλικίας του – ήταν 13 ετών- τον εξισλάμισαν.
Μπήκε στην υπηρεσία κάποιου πρόκριτου Τούρκου της Φιλαδέλφειας και απόκτησε μέσα σε λίγο χρόνο μεγάλη περιουσία. Για τη φήμη της ανδρείας του στους πολέμους μαζί με τους Τούρκους, δέχτηκε την πρόταση, να παντρευτεί την κόρη ενός Τούρκου επισήμου.
Αλλά λίγο πριν το γάμο, αισθάνθηκε τύψεις συνειδήσεως για την εξώμοσή του και έτσι αποφάσισε να επανέλθει στη χριστιανική πίστη.
Σε ηλικία λοιπόν 25 ετών, παρουσιάστηκε επίσημα μπροστά στον Τούρκο διοικητή και παρουσία πολλών Τούρκων επισήμων, δήλωσε, ότι θεωρεί απάτη τη μωαμεθανική θρησκεία και γι’ αυτό την αρνείται και αποδέχεται τον Χριστό. Τότε, όλοι όσοι ήταν εκεί όρμησαν και τον έδειραν ανελέητα και με διαταγή του διοικητή, τον φυλάκισαν.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο διοικητής έστειλε Ιεροδιδασκάλους, που με συμβουλές και άλλους τρόπους προσπάθησαν να επαναφέρουν τον Δημήτριο στον μωαμεθανισμό. Ο Δημήτριος ποθώντας το μαρτύριο έμεινε αμετάπειστος στην απόφαση του. Ο διοικητής, επειδή δεν ήθελε τον θάνατο του Δημητρίου, τον αποφυλάκισε.
Όμως, ο Δημήτριος, για να εξιλεωθεί από το αμάρτημα της αποστασίας του, μπήκε σ’ ένα καφενείο και άρχισε να ελέγχει μπροστά σε πλήθος Τούρκων, μία προς μία τις πλάνες της μωαμεθανικής θρησκείας.
Κατόπιν έβγαλε το λευκό σαρίκι από το κεφάλι και το πράσινο τούρκικο ρούχο του, και τα ποδοπάτησε λέγοντας: «Καθώς καταπατώ αυτά που είναι σημάδια της δίκης σας πίστης, έτσι καταπατώ και την πίστη και τον νόμο σας και αρνούμαι αυτή και την αποστρέφομαι».
Εξοργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά του Δημητρίου, όρμησαν επάνω του και αφού τον έριξαν στο έδαφος, άρχισαν να τον χτυπούν με πέτρες και ξύλα. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ήταν νεκρός και αποφάσισαν να τον ρίξουν στη φωτιά.
Αλλά ο Δημήτριος συνήλθε από τη λιποθυμία και είπε στους βασανιστές του «έχω χρήματα να σας δώσω να αγοράσετε ξύλα να με κάψετε». Ακόμα πιο οργισμένοι οι Τούρκοι από τα λόγια αυτά, άρχισαν να τον χτυπούν με μαχαίρια, μέχρι που ο μάρτυρας παρέδωσε το πνεύμα του την 2α Ιουνίου 1657 μ.Χ.
Γεμάτοι θυμό οι Τούρκοι, προσπάθησαν να κάψουν το λείψανο του μάρτυρα.
Επειδή όμως δεν το κατάφεραν, το διαμέλισαν χτυπώντας το με βαριά σίδερα.