Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος . Αμήν.
Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον
ημάς. (τρεις φορές)
Παναγία τριάς, ελέησον ημάς.
Κύριε ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών.
Δέσποτα, συγχώρισον τας ανομίας ημίν.
Άγιε, επισκεψε και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου.
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.
Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανό και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου, ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών. Βαπτιστά του Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν των ανομιών ημών, σοι γαρ εδόθη χάρις, πρεσβεύειν υπέρ ημών.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιόν του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος.
Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Χριστό τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Αυτώ Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών.
Ψαλμός 24
Προς σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, ο Θεός μου. επί σοι πέποιθα• μη καταισχυνθείην, μηδέ καταγελασάτωσάν με οι εχθροί μου. και γαρ πάντες οι υπομένοντές σε ου μη καταισχυνθώσιν• αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής. τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, και τας τρίβους σου δίδαξόν με. οδήγησόν με επί την αλήθειάν σου και δίδαξόν με, ότι συ ει ο Θεός ο σωτήρ μου, και σε υπέμεινα όλην την ημέραν. μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε, και τα ελέη σου, ότι από του αιώνός εισιν. αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής• κατά το έλεός σου μνήσθητί μου, συ, ένεκεν χρηστότητός σου, Κύριε. χρηστός και ευθής ο Κύριος• διά τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού. πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια τοις εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού. ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, και ιλάση τη αμαρτία μου, πολλή γαρ εστι. τις εστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, η ηρετίσατο. η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται, και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γην. κραταίωμα Κύριος των φοβουμένων αυτόν, και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου. επίβλεψον επ᾿ εμέ και ελέησόν με, ότι μονογενής και πτωχός ειμι εγώ. αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν• εκ των αναγκών μου εξάγαγέ με. ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. ίδε τους εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν και μίσος άδικον εμίσησάν με. φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαί με• μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σε. άκακοι και ευθείς εκολλώντό μοι, ότι υπέμεινά σε, Κύριε. λύτρωσαι, ο Θεός, τον ᾿Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού.
Ευαγγέλιο
Κατά Μάρκον, Κεφάλαιο 9/14-29
Καί ελθών προς τους μαθητάς είδεν όχλον πολύν περί αυτούς, και γραμματείς συζητούντας αυτοίς. και ευθέως πας ο όχλος ιδόντες αυτόν εξεθαμβήθησαν, και προστρέχοντες ησπάζοντο αυτόν. και επηρώτησε τους γραμματείς• τι συζητείτε προς εαυτούς; και αποκριθείς εις εκ του όχλου είπε• διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται• και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. ο δε αποκριθείς αυτώ λέγει• ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν προς με. και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. και επηρώτησε τον πατέρα αυτού• πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ο δε είπε• παιδιόθεν. και πολλάκις αυτόν και εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν• αλλ᾿ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ᾿ ημάς. ο δε ᾿Ιησούς είπεν αυτώ το ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε• πιστεύω, κύριε• βοήθει μου τη απιστία. ιδών δε ο ᾿Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ• το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ο δε ᾿Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν, και ανέστη. Καί εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ᾿ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. και είπεν αυτοίς• τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία.
Κομβοσχοίνι:
Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» & «Άγιε Αρσένιε, πρέσβευε υπέρ ημών»
Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον
ημάς. (τρεις φορές)
Παναγία τριάς, ελέησον ημάς.
Κύριε ιλάσθητι ταίς αμαρτίαις ημών.
Δέσποτα, συγχώρισον τας ανομίας ημίν.
Άγιε, επισκεψε και ίασαι τας ασθενείας ημών, ένεκεν του ονόματός σου.
Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον, Κύριε ελέησον.
Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου, ελθέτω η βασιλεία Σου, γεννηθήτω το θέλημά Σου ως εν ουρανό και επί της γης. Τον άρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον, και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών, και μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού. Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε κεχαριτωμένη Μαρία, ο Κύριος μετά Σου. Ευλογημένη Συ εν γυναιξί, και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου, ότι Σωτήρα έτεκες, των ψυχών ημών. Βαπτιστά του Χριστού, πάντων ημών μνήσθητι, ίνα ρυσθώμεν των ανομιών ημών, σοι γαρ εδόθη χάρις, πρεσβεύειν υπέρ ημών.
Βίον ένθεον, καλώς ανύσας, σκεύος τίμιόν του Παρακλήτου, ανεδείχθης θεοφόρε Αρσένιε, και των θαυμάτων την χάριν δεξάμενος, πάσι παρέχεις ταχείαν βοήθειαν, πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι, ημίν το μέγα έλεος.
Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Χριστό τω Βασιλεί ημών Θεώ. Δεύτε προσκυνήσομεν και προσπέσωμεν Αυτώ Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών.
Ψαλμός 24
Προς σε, Κύριε, ήρα την ψυχήν μου, ο Θεός μου. επί σοι πέποιθα• μη καταισχυνθείην, μηδέ καταγελασάτωσάν με οι εχθροί μου. και γαρ πάντες οι υπομένοντές σε ου μη καταισχυνθώσιν• αισχυνθήτωσαν οι ανομούντες διακενής. τας οδούς σου, Κύριε, γνώρισόν μοι, και τας τρίβους σου δίδαξόν με. οδήγησόν με επί την αλήθειάν σου και δίδαξόν με, ότι συ ει ο Θεός ο σωτήρ μου, και σε υπέμεινα όλην την ημέραν. μνήσθητι των οικτιρμών σου, Κύριε, και τα ελέη σου, ότι από του αιώνός εισιν. αμαρτίας νεότητός μου και αγνοίας μου μη μνησθής• κατά το έλεός σου μνήσθητί μου, συ, ένεκεν χρηστότητός σου, Κύριε. χρηστός και ευθής ο Κύριος• διά τούτο νομοθετήσει αμαρτάνοντας εν οδώ. οδηγήσει πραείς εν κρίσει, διδάξει πραείς οδούς αυτού. πάσαι αι οδοί Κυρίου έλεος και αλήθεια τοις εκζητούσι την διαθήκην αυτού και τα μαρτύρια αυτού. ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, και ιλάση τη αμαρτία μου, πολλή γαρ εστι. τις εστιν άνθρωπος ο φοβούμενος τον Κύριον; νομοθετήσει αυτώ εν οδώ, η ηρετίσατο. η ψυχή αυτού εν αγαθοίς αυλισθήσεται, και το σπέρμα αυτού κληρονομήσει γην. κραταίωμα Κύριος των φοβουμένων αυτόν, και η διαθήκη αυτού δηλώσει αυτοίς. οι οφθαλμοί μου διά παντός προς τον Κύριον, ότι αυτός εκσπάσει εκ παγίδος τους πόδας μου. επίβλεψον επ᾿ εμέ και ελέησόν με, ότι μονογενής και πτωχός ειμι εγώ. αι θλίψεις της καρδίας μου επληθύνθησαν• εκ των αναγκών μου εξάγαγέ με. ίδε την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου. ίδε τους εχθρούς μου, ότι επληθύνθησαν και μίσος άδικον εμίσησάν με. φύλαξον την ψυχήν μου και ρύσαί με• μη καταισχυνθείην, ότι ήλπισα επί σε. άκακοι και ευθείς εκολλώντό μοι, ότι υπέμεινά σε, Κύριε. λύτρωσαι, ο Θεός, τον ᾿Ισραήλ εκ πασών των θλίψεων αυτού.
Ευαγγέλιο
Κατά Μάρκον, Κεφάλαιο 9/14-29
Καί ελθών προς τους μαθητάς είδεν όχλον πολύν περί αυτούς, και γραμματείς συζητούντας αυτοίς. και ευθέως πας ο όχλος ιδόντες αυτόν εξεθαμβήθησαν, και προστρέχοντες ησπάζοντο αυτόν. και επηρώτησε τους γραμματείς• τι συζητείτε προς εαυτούς; και αποκριθείς εις εκ του όχλου είπε• διδάσκαλε, ήνεγκα τον υιόν μου προς σε, έχοντα πνεύμα άλαλον. και όπου αν αυτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, και αφρίζει και τρίζει τους οδόντας αυτού, και ξηραίνεται• και είπον τοις μαθηταίς σου ίνα αυτό εκβάλωσι, και ουκ ίσχυσαν. ο δε αποκριθείς αυτώ λέγει• ω γενεά άπιστος, έως πότε προς υμάς έσομαι; έως πότε ανέξομαι υμών; φέρετε αυτόν προς με. και ήνεγκαν αυτόν προς αυτόν. και ιδών αυτόν ευθέως το πνεύμα εσπάραξεν αυτόν, και πεσών επί της γης εκυλίετο αφρίζων. και επηρώτησε τον πατέρα αυτού• πόσος χρόνος εστίν ως τούτο γέγονεν αυτώ; ο δε είπε• παιδιόθεν. και πολλάκις αυτόν και εις πυρ έβαλε και εις ύδατα, ίνα απολέση αυτόν• αλλ᾿ ει τι δύνασαι, βοήθησον ημίν σπλαγχνισθείς εφ᾿ ημάς. ο δε ᾿Ιησούς είπεν αυτώ το ει δύνασαι πιστεύσαι, πάντα δυνατά τω πιστεύοντι. και ευθέως κράξας ο πατήρ του παιδίου μετά δακρύων έλεγε• πιστεύω, κύριε• βοήθει μου τη απιστία. ιδών δε ο ᾿Ιησούς ότι επισυντρέχει όχλος, επετίμησε τω πνεύματι τω ακαθάρτω λέγων αυτώ• το πνεύμα το άλαλον και κωφόν, εγώ σοι επιτάσσω, έξελθε εξ αυτού και μηκέτι εισέλθης εις αυτόν. και κράξαν και πολλά σπαράξαν αυτόν εξήλθε, και εγένετο ωσεί νεκρός, ώστε πολλούς λέγειν ότι απέθανεν. ο δε ᾿Ιησούς κρατήσας αυτόν της χειρός ήγειρεν αυτόν, και ανέστη. Καί εισελθόντα αυτόν εις οίκον οι μαθηταί αυτού επηρώτων αυτόν κατ᾿ ιδίαν, ότι ημείς ουκ ηδυνήθημεν εκβαλείν αυτό. και είπεν αυτοίς• τούτο το γένος εν ουδενί δύναται εξελθείν ει μη εν προσευχή και νηστεία.
Κομβοσχοίνι:
Το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» & «Άγιε Αρσένιε, πρέσβευε υπέρ ημών»
Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.