Η Αγία Ελικωνίδα έζησε στα χρόνια του βασιλιά Γορδιανού του Γ', στα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα (238 - 244 μ.Χ.).
Ήταν Θεσσαλονικιά αλλά μετακόμισε στην Κόρινθο, όπου καταγγέλθηκε σαν χριστιανή στον άρχοντα Περίνιο.
Ήταν Θεσσαλονικιά αλλά μετακόμισε στην Κόρινθο, όπου καταγγέλθηκε σαν χριστιανή στον άρχοντα Περίνιο.
Μάταια αυτός προσπάθησε να την αποσπάσει από τη χριστιανική πίστη.
Εκείνη έμενε σταθερή και φώναζε ότι είναι χριστιανή. Εξοργισμένος τότε ο Περίνιος την έβρισε χυδαία και της ξύρισε το κεφάλι.
Η Ελικωνίδα χαμογελώντας απάντησε: «Σείς, έπαρχε, θεωρείτε άνθρωπο κυρίως το σώμα, και την ομορφιά του, νομίζετε ότι είναι η κυριότερη ανθρώπινη αρετή, και πάνω σ' αυτή τη βάση στηρίζετε την ταπεινή και πρόσκαιρη ευτυχία σας.
Αλλά για μας τους χριστιανούς, το επίγειο σώμα είναι όπως και το ρούχο. Αυτό κάποια μέρα θα παλιώσει και θα πεταχτεί.
Επομένως ό,τι και αν κάνεις το φθαρτό σώμα μου δεν θα με ενοχλήσει, διότι δεν θα καταφέρεις να βλάψεις, με τη χάρη του Θεού, το σώμα της ψυχής μου, όπου εμείς οι χριστιανοί στηρίζουμε την αιώνια ευτυχία μας».
Ο Περίνιος διέταξε τότε και έβαλαν την αγία μέσα σε λιωμένο μολύβι και άσφαλτο. Η θεία χάρη όμως την κράτησε αβλαβή.
Το ίδιο συνέβη, όταν αργότερα και ο ανθύπατος Ιουστίνος την έριξε στη φωτιά και τα άγρια θηρία. Τελικά η Ελικωνίδα αποκεφαλίστηκε και έτσι φόρεσε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου για τον Χριστό.