Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς, εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ῥαββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.
Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Ο Τυφλός βλέπει – Η δειλία των γονέων
Κάποιο Σάββατο ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Και αφού έφτιαξε πηλό με το σάλιο του, έχρισε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού.
Δοκιμάζοντας όμως την πίστη του, δεν τον θεράπευσε αμέσως, αλλά του είπε: «Πήγαινε, νίψε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κι ο τυφλός υπάκουσε αμέσως. Και το θαύμα έγινε! Όσοι όμως τον έβλεπαν κατόπιν υγιή απορούσαν: «Δεν είναι αυτός ο τυφλός που ζητιάνευε;».
Άλλοι έλεγαν «αυτός είναι», άλλοι όμως έλεγαν «είναι κάποιος που του μοιάζει». Εκείνος όμως τους διαβεβαίωνε ότι είναι ο ίδιος. Κι αυτοί έκπληκτοι απορούσαν: «Πώς θεραπεύτηκαν τα μάτια σου;». Κι εκείνος με θάρρος εξηγούσε, πώς έγινε το θαύμα.
Κι όταν κατόπιν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισε μία νέα ανάκριση: «Πώς βρήκες το φως σου;». Κι ενώ εκείνος τους εξήγησε, οι Φαρισαίοι δεν ήθελαν να το παραδεχθούν.
Κάποιοι μάλιστα έλεγαν για τον Κύριο: «Αυτός δεν είναι απεσταλμένος του Θεού, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως απαντούσαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;».
Κι άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;». Κι αυτός τους είπε: «Εγώ λέω ότι είναι προφήτης».
Οι Φαρισαίοι όμως επιμένουν στην άρνηση. Γι’ αυτό φωνάζουν τους γονείς του και τους ρωτούν: «Αυτός είναι ο γυιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Και πώς τώρα βλέπει;».
Οι γονείς όμως φοβισμένοι μήπως τους διώξουν από τη Συναγωγή απάντησαν: «Αυτός είναι ο γυιος μας και πράγματι τυφλός γεννήθηκε. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε. Ώριμη ηλικία έχει, ρωτήστε τον.».
Οι γονείς λοιπόν αποφεύγουν να δώσουν σαφή απάντηση για το θαύμα. Φοβούνται και τρέμουν καθώς βλέπουν τους Φαρισαίους να μιλούν με θυμό και απειλές, για να τους εκφοβίσουν. Κι απαντούν μόνο στις δύο πρώτες ερωτήσεις τους.
Στην τρίτη σιωπούν, ενώ ήταν βέβαιοι για το θαύμα και όφειλαν να απαντήσουν από ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο που θεράπευσε το παιδί τους. Αλλά αυτοί τρομοκρατημένοι άφησαν τον γυιο τους μόνο του να σηκώσει το βάρος των απειλών των Φαρισαίων.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές μέσα στην πορεία της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας, που τόσο μεγάλη πολεμική γίνεται εναντίον του Χριστού και της Εκκλησίας μας.
Οι συκοφαντίες και οι κατηγορίες πολλές, οι έμμεσες απειλές ύπουλες και ο φόβος κάνει πολλούς να φοβούνται να πουν την αλήθεια για πολλά θέματα πίστεως, να δειλιάζουν να πάρουν θέση και μάλιστα ενώπιον ανθρώπων που κατέχουν κάποια μεγάλη θέση στην κοινωνία· για να μην εκτεθούν, για να μην κινδυνεύσει η σταδιοδρομία τους, για να τα έχουν καλά με όλους.
Έτσι προδίδουν το πιστεύω τους και καταπατούν τη συνείδησή τους. Όσους φοβόμαστε να ομολογήσουμε αυτό που πιστεύουμε και να υπερασπιστούμε την Εκκλησία μας, θα μας αρνηθεί κι ο Κύριος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως.
Η ομολογία του πρώην τυφλού
Οι Ιουδαίοι αναστατωμένοι φώναξαν και πάλι τον πρώην τυφλό και του είπαν: «Δόξασε τον Θεό, ομολογώντας ότι πλανήθηκες. Ο άνθρωπος που σε θεράπευσε είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει την αργία του Σαββάτου».
Εκείνος όμως με παρρησία και θάρρος απάντησε: «Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
Κι αυτοί ξαναρωτούν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;». Κι εκείνος ακόμη πιο θαρρετά απαντά: «Λίγο πριν σας το είπα και δεν θελήσατε να το παραδεχθείτε. Γιατί τώρα θέλετε ν’ ακούσετε πάλι τα ίδια;
Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του; Κι έπειτα ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά και ποτέ δεν ακούσθηκε, από τότε που έγινε ο κόσμος, ότι θεράπευσε κάποιος μάτια ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός».
Εκείνοι τώρα εξαγριωμένοι του λένε: «Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος στην αμαρτία και διδάσκεις εμάς;». Και τον έδιωξαν. Βρήκε όμως ο Κύριος τον πρώην τυφλό και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». «Και ποιος είναι, Κύριε, για να τον πιστεύσω;», αποκρίθηκε εκείνος.
Είπε τότε σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Αυτός που σου μιλάει, εκείνος είναι». «Πιστεύω, Κύριε», απαντά με ειλικρίνεια ο πρώην τυφλός. Και Τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ομολογία του πρώην τυφλού. Η παρρησία του εκδηλώνεται ολοένα και πιο θαυμαστή. Ομολογεί αρχικώς γεμάτος ευγνωμοσύνη στους γνωστούς το θαύμα.
Και, όταν οδηγείται μπροστά στους τυφλωμένους από την κακία Φαρισαίους, δεν κάμπτεται από τις απειλές τους και την ασφυκτική τους πίεση.
Περιγράφει και πάλι το θαύμα και ομολογεί χωρίς να φοβάται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης. Κι όταν οι Φαρισαίοι απαιτούν να ομολογήσει ότι πλανήθηκε, αυτός ακάθεκτος επιμένει στην αλήθεια. Και τελικά προτιμά να φύγει μακριά τους, μένοντας σταθερός στην ομολογία του, ό,τι κι αν αυτό θα του κοστίσει.
Και μας διδάσκει ο άνθρωπος αυτός, ο πρώην τυφλός, να ομολογούμε κι εμείς την αλήθεια με θάρρος, με ενθουσιασμό και καύχηση, όπου και όταν μας το ζητάει αυτό ο Κύριος. Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Διότι ο Χριστός μας άνοιξε τα τυφλά μάτια της ψυχής, μας έμαθε να ζούμε, να πορευόμαστε, να ελπίζουμε.
Γεμάτοι ευγνωμοσύνη λοιπόν κι εμείς να ομολογούμε τον ευεργέτη μας. Είναι προτιμότερο να μείνουμε απομονωμένοι ομολογώντας την αλήθεια, παρά να είμαστε φίλοι όλου του κόσμου συμβιβασμένοι με το ψέμα. Και ο Χριστός θα μας ευλογήσει.
Θα μας ομολογήσει ως παιδιά του αγαπημένα και θα μας καταστήσει πολίτες της Βασιλείας του.
Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. Ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι.
Ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. Ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. Ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; Ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. Ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. Ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. Εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. Ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. Πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. Ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. Ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; Καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. Λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. Οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; Ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. Ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. Διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. Ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. Εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; Ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; Ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. Ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. Οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. Ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; Καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ; Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. Ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Ο Τυφλός βλέπει – Η δειλία των γονέων
Κάποιο Σάββατο ο Κύριος στην Ιερουσαλήμ συνάντησε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Και αφού έφτιαξε πηλό με το σάλιο του, έχρισε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού.
Δοκιμάζοντας όμως την πίστη του, δεν τον θεράπευσε αμέσως, αλλά του είπε: «Πήγαινε, νίψε στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ». Κι ο τυφλός υπάκουσε αμέσως. Και το θαύμα έγινε! Όσοι όμως τον έβλεπαν κατόπιν υγιή απορούσαν: «Δεν είναι αυτός ο τυφλός που ζητιάνευε;».
Άλλοι έλεγαν «αυτός είναι», άλλοι όμως έλεγαν «είναι κάποιος που του μοιάζει». Εκείνος όμως τους διαβεβαίωνε ότι είναι ο ίδιος. Κι αυτοί έκπληκτοι απορούσαν: «Πώς θεραπεύτηκαν τα μάτια σου;». Κι εκείνος με θάρρος εξηγούσε, πώς έγινε το θαύμα.
Κι όταν κατόπιν τον οδήγησαν στους Φαρισαίους, άρχισε μία νέα ανάκριση: «Πώς βρήκες το φως σου;». Κι ενώ εκείνος τους εξήγησε, οι Φαρισαίοι δεν ήθελαν να το παραδεχθούν.
Κάποιοι μάλιστα έλεγαν για τον Κύριο: «Αυτός δεν είναι απεσταλμένος του Θεού, διότι δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι όμως απαντούσαν: «Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος αμαρτωλός να κάνει τέτοια μεγάλα θαύματα;».
Κι άρχισαν πάλι να εξετάζουν τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν;». Κι αυτός τους είπε: «Εγώ λέω ότι είναι προφήτης».
Οι Φαρισαίοι όμως επιμένουν στην άρνηση. Γι’ αυτό φωνάζουν τους γονείς του και τους ρωτούν: «Αυτός είναι ο γυιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Και πώς τώρα βλέπει;».
Οι γονείς όμως φοβισμένοι μήπως τους διώξουν από τη Συναγωγή απάντησαν: «Αυτός είναι ο γυιος μας και πράγματι τυφλός γεννήθηκε. Πώς όμως τώρα βλέπει, δεν ξέρουμε. Ώριμη ηλικία έχει, ρωτήστε τον.».
Οι γονείς λοιπόν αποφεύγουν να δώσουν σαφή απάντηση για το θαύμα. Φοβούνται και τρέμουν καθώς βλέπουν τους Φαρισαίους να μιλούν με θυμό και απειλές, για να τους εκφοβίσουν. Κι απαντούν μόνο στις δύο πρώτες ερωτήσεις τους.
Στην τρίτη σιωπούν, ενώ ήταν βέβαιοι για το θαύμα και όφειλαν να απαντήσουν από ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο που θεράπευσε το παιδί τους. Αλλά αυτοί τρομοκρατημένοι άφησαν τον γυιο τους μόνο του να σηκώσει το βάρος των απειλών των Φαρισαίων.
Η ιστορία αυτή επαναλήφθηκε πολλές φορές μέσα στην πορεία της Εκκλησίας. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας, που τόσο μεγάλη πολεμική γίνεται εναντίον του Χριστού και της Εκκλησίας μας.
Οι συκοφαντίες και οι κατηγορίες πολλές, οι έμμεσες απειλές ύπουλες και ο φόβος κάνει πολλούς να φοβούνται να πουν την αλήθεια για πολλά θέματα πίστεως, να δειλιάζουν να πάρουν θέση και μάλιστα ενώπιον ανθρώπων που κατέχουν κάποια μεγάλη θέση στην κοινωνία· για να μην εκτεθούν, για να μην κινδυνεύσει η σταδιοδρομία τους, για να τα έχουν καλά με όλους.
Έτσι προδίδουν το πιστεύω τους και καταπατούν τη συνείδησή τους. Όσους φοβόμαστε να ομολογήσουμε αυτό που πιστεύουμε και να υπερασπιστούμε την Εκκλησία μας, θα μας αρνηθεί κι ο Κύριος κατά την φοβερή ημέρα της κρίσεως.
Η ομολογία του πρώην τυφλού
Οι Ιουδαίοι αναστατωμένοι φώναξαν και πάλι τον πρώην τυφλό και του είπαν: «Δόξασε τον Θεό, ομολογώντας ότι πλανήθηκες. Ο άνθρωπος που σε θεράπευσε είναι αμαρτωλός, αφού καταλύει την αργία του Σαββάτου».
Εκείνος όμως με παρρησία και θάρρος απάντησε: «Εάν ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός δεν ξέρω. Ξέρω όμως πολύ καλά ότι ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω».
Κι αυτοί ξαναρωτούν: «Πώς σου άνοιξε τα μάτια;». Κι εκείνος ακόμη πιο θαρρετά απαντά: «Λίγο πριν σας το είπα και δεν θελήσατε να το παραδεχθείτε. Γιατί τώρα θέλετε ν’ ακούσετε πάλι τα ίδια;
Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του; Κι έπειτα ο Θεός δεν ακούει τους αμαρτωλούς. Αλλά και ποτέ δεν ακούσθηκε, από τότε που έγινε ο κόσμος, ότι θεράπευσε κάποιος μάτια ανθρώπου που είχε γεννηθεί τυφλός».
Εκείνοι τώρα εξαγριωμένοι του λένε: «Εσύ γεννήθηκες βουτηγμένος στην αμαρτία και διδάσκεις εμάς;». Και τον έδιωξαν. Βρήκε όμως ο Κύριος τον πρώην τυφλό και του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;». «Και ποιος είναι, Κύριε, για να τον πιστεύσω;», αποκρίθηκε εκείνος.
Είπε τότε σ’ αυτόν ο Ιησούς: «Αυτός που σου μιλάει, εκείνος είναι». «Πιστεύω, Κύριε», απαντά με ειλικρίνεια ο πρώην τυφλός. Και Τον προσκύνησε ως Υιό του Θεού.
Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη η ομολογία του πρώην τυφλού. Η παρρησία του εκδηλώνεται ολοένα και πιο θαυμαστή. Ομολογεί αρχικώς γεμάτος ευγνωμοσύνη στους γνωστούς το θαύμα.
Και, όταν οδηγείται μπροστά στους τυφλωμένους από την κακία Φαρισαίους, δεν κάμπτεται από τις απειλές τους και την ασφυκτική τους πίεση.
Περιγράφει και πάλι το θαύμα και ομολογεί χωρίς να φοβάται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης. Κι όταν οι Φαρισαίοι απαιτούν να ομολογήσει ότι πλανήθηκε, αυτός ακάθεκτος επιμένει στην αλήθεια. Και τελικά προτιμά να φύγει μακριά τους, μένοντας σταθερός στην ομολογία του, ό,τι κι αν αυτό θα του κοστίσει.
Και μας διδάσκει ο άνθρωπος αυτός, ο πρώην τυφλός, να ομολογούμε κι εμείς την αλήθεια με θάρρος, με ενθουσιασμό και καύχηση, όπου και όταν μας το ζητάει αυτό ο Κύριος. Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Διότι ο Χριστός μας άνοιξε τα τυφλά μάτια της ψυχής, μας έμαθε να ζούμε, να πορευόμαστε, να ελπίζουμε.
Γεμάτοι ευγνωμοσύνη λοιπόν κι εμείς να ομολογούμε τον ευεργέτη μας. Είναι προτιμότερο να μείνουμε απομονωμένοι ομολογώντας την αλήθεια, παρά να είμαστε φίλοι όλου του κόσμου συμβιβασμένοι με το ψέμα. Και ο Χριστός θα μας ευλογήσει.
Θα μας ομολογήσει ως παιδιά του αγαπημένα και θα μας καταστήσει πολίτες της Βασιλείας του.