Καταγωγή και μόρφωση του Αγίου Ραφαήλ
Οι νεοφανέντες Άγιοι της Μυτιλήνης κατήγοντο από διάφορα μέρη. Μαρτύρησαν όμως όλοι μαζί στο Μοναστήρι των Καρυών της Μυτιλήνης, το 1462 δέκα σχεδόν χρόνια μετά το πάρσιμο της Πόλης από τους βαρβάρους Τούρκους.Ο Άγιος Ραφαήλ γεννήθηκε γύρω στο 1410 στην Ιθάκη και συγκεκριμένα στην μεγάλη συνοικία Μύλος. Ο πατέρας του λεγόταν Διονύσιος Λασκαρίδης. Καταγόταν από λευϊτικό γένος και ήταν καλός χριστιανός. Ευσεβεστάτη ήταν και η μητέρα του. Γι' αυτό άλλωστε έβγαλαν και τέτοιο καλό παιδί.
Στο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Γεώργιος.
Οι γονείς του ήσαν ευκατάστατοι. Τον έμαθαν πολλά γράμματα και ιδίως του Θεού τα γράμματα. Ο Γεώργιος ήταν έξυπνος, πολύ ευσεβής και με φόβο Θεού. Ο Γεώργιος, ο μετέπειτα Ραφαήλ, είχε καταταγεί στο στρατό του Βυζαντίου και σε ηλικία 35 ετών ήταν αξιωματικός.
Θέλησε όμως να γίνει αξιωματικός του Χριστού. Γι' αυτό έφυγε από το στρατό κι' έγινε κληρικός. Ζούσε στην Μακεδονία και ήταν Πρωτοσύγγελος. Ήταν δε πολύ γνωστός στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για την αρετή, τη μόρφωση και την Ορθοδοξία του.
Αντιπροσωπεύει το Πατριαρχείο
Την εποχή εκείνη γινόταν μεγάλη προπαγάνδα από τους Παπικούς και από τους εδώ Έλληνες φιλοπαπικούς. Γίνονταν συζητήσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών. Ήθελαν πάση θυσία να κάνουν την ένωση με τον Πάπα.
Αλλά και μετά την ψευδοσύνοδο της Φερράρας προσπαθούσαν να επιβάλουν οπωσδήποτε την ένωση με τους αιρετικούς Παπικούς. Ο Ραφαήλ διακρινόταν για την μόρφωσή του. Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν πολύ μεγάλες, καθώς και η θεολογική του κατάρτιση. Ήταν σταθερός στην Ορθοδοξία.
Γνώριζε καλά τα δόγματα και τους Ιερούς Κανόνας της Εκκλησίας. Γι αυτό το Πατριαρχείο τον έστειλε σε συνέδρια να κάνει θεολογικές συζητήσεις στο εξωτερικό με τους παπικούς. Κατ' επανάληψη τον έστειλαν στο Μορλαί της Γαλλίας.
Επήγε και στο Παρίσι. Το Πατριαρχείο τον διόρισε οικουμενικό Ιεροκήρυκα, του έδωσε δηλ. την άδεια να περιέρχεται παντού, να κηρύττει τον Λόγο του Θεού και να στηρίζει τους ανθρώπους στην Ορθοδοξία.
Πολλές φορές επήγε και στην Αθήνα. Κήρυξε μάλιστα τον Λόγο του Θεού στο μνημείο του Φιλοπάππου, «πέρα από την πόρτα με τις κόκκινες κολόνες», την πύλη δηλ. του Αδριανού. Κήρυξε στον Άγιο Δημήτρη τον Λομβαρδιάρη. Γι' αυτό σήμερα στην εκκλησία αυτή έχουν την εικόνα του και τον γιορτάζουν.
Ο Άγιος Νικόλαος
Στο Μορλαί της Γαλλίας γνώρισε και τον Άγιο Νικόλαο. Η οικογένεια του Νικολάου ζούσε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του ήταν συμβολαιογράφος και την μητέρα του την έλεγαν Μαρία. Δυστυχώς, ο Νικόλαος εκεί στη Γαλλία ζούσε κοσμική ζωή.
Όταν όμως ήταν 27 ετών, γνώρισε εις το Μορλαί της Γαλλίας τον Άγιο Ραφαήλ. Η αγία ζωή του Ραφαήλ, τα λόγια του τα θεϊκά και οι συμβουλές του έκαναν τον Νικόλαο ν' αλλάξει τελείως. Άφησε την κοσμική ζωή και αφοσιώθηκε κι' αυτός στο Θεό.
Ακολούθησε τον Άγιο Ραφαήλ και έγινε συνεργάτης του. Τον έστειλε μάλιστα πολλές φορές να κηρύττει τον λόγο του Θεού σε πολλά μέρη. Ο Άγιος Ραφαήλ τον χειροτόνησε και διάκονο.
Κατόπιν χωρίσθηκαν. Δεν ξέρουμε για ποια αιτία. Ο Άγιος Ραφαήλ ήταν σπουδαίος άνθρωπος και είχε πολλές περιπέτειες. Λόγω των πολέμων ταραχή και σύγχυσις επικρατούσε παντού. Ο Θεός όμως τα έφερε να συναντηθούν πάλι, έπειτα από πολύ καιρό, μέσα στην ταραχή του πολέμου.
Μετά την Άλωση δυστυχώς της Κωνσταντινουπόλεως οι Τούρκοι μπήκαν στην Θράκη και έσφαξαν τους Χριστιανούς και έκαναν βιαιότητες. Ο κόσμος, για να σωθεί από το μαχαίρι του άγριου κατακτητού, έτρεχε, για να σωθεί παντού σαν τα κυνηγημένα πουλιά. Τότε ένα καράβι θα έφευγε από την Αλεξανδρούπολη για την Μυτιλήνη.
Ήταν γεμάτο από σαστισμένο κόσμο. Μ' αυτό το καράβι ταξίδεψαν ο Άγιος Ραφαήλ και ο διάκονος Νικόλαος. Πήγαιναν στην Λέσβο πρόσφυγες. Νόμιζαν ότι θα ήσαν ασφαλέστεροι εκεί. Βγήκαν θαλασσοδαρμένοι στο χωριό Θερμή της Μυτιλήνης, άγνωστοι και ξένοι πρόσφυγες. Ήταν η 14η Μαρτίου του 1454.
Ο προεστός του χωριού Βασίλειος και ο διδάσκαλος Θεόδωρος χάρηκαν πολύ. Τους πήραν τους πρόσφυγες Μοναχούς και τους εγκατέστησαν στο Μοναστήρι των Καρυών. Ο Άγιος Ραφαήλ έγινε Ηγούμενος.
Το παλιό Μοναστήρι
Το Μοναστήρι αυτό προηγουμένως ήταν μεγάλο. Το είχε κτίσει κάποια αυτοκράτειρα τον 8ον αιώνα, που ήτο εξόριστη εκεί. Ήταν γυναικείο Μοναστήρι. Δυστυχώς όμως το 1235 πήγαν Τούρκοι κουρσάροι (πειρατές) από την Κρήτη, το κατέστρεψαν και το έκαψαν.
Το κτήριο έμεινε ρημαγμένο για 150 ολόκληρα χρόνια, ως την ημέρα που μια ευλαβική γυναίκα βοήθησε να ξανακτησθεί και επειδή δεν τολμούσαν να μείνουν εκεί μοναχές, έγινε ανδρικό. Η ευλαβής γυναίκα, που διέθεσε για την επισκευή του την περιουσία της, ήταν κάποια Μελπομένη. Και η αιτία ήταν η εξής:
Η Μελπομένη ήταν πολύ πλούσια, δυστυχώς όμως ζούσε κοσμική ζωή. Ο Θεός, για να την συνεφέρει, επέτρεψε ν' αρρωστήσει σοβαρά το παιδί της, που το έλεγαν Ακίνδυνο.
Τον πόνεσε ξαφνικά το πόδι του, για τις αμαρτίες της μητέρας του. Ξόδεψε εκείνη πολλά στους γιατρούς. Αλλά δεν έβλεπε καμιά θεραπεία.
Στο τέλος, της είπαν οι γιατροί, ότι δεν πρόκειται να γίνει καλά. Απελπισμένη τότε, πήγε στο Μοναστήρι των Καρυών. Τον έπλυνε στο Αγίασμα και τον έταξε στην Παναγία. Αμέσως, την ίδια μέρα έγινε το θαύμα.
Ο Ακίνδυνος έγινε τελείως καλά. Η Μελπομένη κράτησε το τάμα της και τον άφησε στο Μοναστήρι. Δεν έγινε βεβαίως καλόγηρος, αλλά ζούσε στο Μοναστήρι κι' εξυπηρετούσε τους καλογήρους. Ήταν επιστάτης της Μονής.
Η Μελπομένη διέθεσε, όπως είπαμε, πολλά χρήματα και επισκεύασε το Μοναστήρι. Γι' αυτό έγραψαν το όνομά της στο Μοναστήρι και το μνημόνευαν. Αυτή κατόπιν είχε χαρίσει στον Άγιο Ραφαήλ και μία ωραία πολυθρόνα, πίσω από την οποία ήταν γραμμένη η λέξις «ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ». Αυτή είχε κτίσει εκεί στο Μοναστήρι ένα σπιτάκι, στο οποίο έμεινε μέχρι του θανάτου της.
Η επανάσταση των χριστιανών της Λέσβου
Ο Άγιος Ραφαήλ, όπως είπαμε, εγκαταστάθηκε εκεί με τον Νικόλαο, από τον πρόεδρο και τον διδάσκαλο το 1454. Εργάσθηκαν μέχρι το 1462. Δίδασκαν και προστάτευαν τους Χριστιανούς, ασκήτευαν και πρόκοβαν σε αρετή και, σοφία Κυρίου.
Οι Τούρκοι πάτησαν την όμορφη Λέσβο κι άρχισαν να σφάζουν, να δέρνουν, να ατιμάζουν και να τρομοκρατούν τον πληθυσμό με κάθε τρόπο. Πάνω απ' όλα, όμως προσπαθούν να αλλαξοπιστήσουν με την βία τους οπαδούς του Χριστού και να τους φορέσουν το Μωαμεθανικό φέσι.
Οι δύστυχοι Μυτιληνιοί υπέμειναν τα πάντα. Δεν αρνήθηκαν όμως την πίστη τους, που άξιζε πιο πολύ και από όλο τον κόσμο και από την ίδια τους τη ζωή.
Γι' αυτό και πριν κλείσει ο χρόνος πήραν τα όπλα και επανεστάτησαν. Όταν το έμαθε ο Σουλτάνος, έγινε θηρίο από τον θυμό του και διέταξε να πνίξουν το νησί στο αίμα του.
Λεφούσι βάρβαρο απ' τα στίφη της Ανατολής ρίχθηκε με μανία πάνω στην Λέσβο. Ο χαλασμός, που έγινε, δεν περιγράφεται.
Το κορμί μου πάρτε το. Την ψυχή μου όχι
Πολλοί χριστιανοί βγήκαν στα βουνά. Τότε οι Τούρκοι με την ιδέα, ότι οι αντάρτες εύρισκαν άσυλο στο Μοναστήρι, επέδραμον κατά του Μοναστηριού. Ήταν μεγάλη κακοκαιρία.
Έπεφταν καταρρακτώδεις βροχές και χαλάζι. Ήταν Μεγάλη Παρασκευή. Οι αγριεμένοι Τούρκοι έφθασαν εκεί το βράδυ, την ώρα που τελείωσε ο Επιτάφιος. Οι Τούρκοι ρώτησαν τον Ηγούμενο αν κρύβει Χριστιανούς. Εκείνος καθώς και όλοι του Μοναστηριού δεν θέλησαν να προδώσουν. Ο Άγιος μάλιστα βγήκε στην πόρτα και τους είπε:
«Το κορμί μου πάρτε το, την ψυχή μου όμως δεν θα την πάρετε».
Συνέλαβαν όλους τους μοναχούς, για να μαρτυρήσουν, που κρύβονται οι αντάρτες. Μόνον ο Ακίνδυνος και ο μοναχός Σταύρος, που ήταν νέοι, κατόρθωσαν να φύγουν. Τους βασάνισαν τους Χριστιανούς μάρτυρες από την Μ. Παρασκευή μετά τον Επιτάφιο, μέχρι την νύχτα της Δευτέρας του Πάσχα. Τότε τους έσφαξαν.
Πρώτον βασάνισαν τον Ηγούμενο Ραφαήλ. Τον είχαν καταγής και τον κτυπούσαν με τα ρόπαλα τους και τον έβριζαν. Σε μια στιγμή ο Άγιος πετάχτηκε όρθιος και με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε από τον λαιμό του ένα μεγάλο σταυρό, που φορούσε, και τους λέγει:
«Εμείς Αυτόν προσκυνάμε και ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψουμε»
Πολυώδυνα βάσανα
Τότε του έδεσαν τα χέρια πίσω με ένα σχοινί. Τον κτυπούσαν με τα κοντάρια τους και τα σπαθιά τους. Του τρυπούσαν όλο το κορμί και τον πέταξαν κάτω παράλυτο. Τον τραβούσαν από τα γένεια και τον έσερναν καταγής επάνω στις πέτρες.
Τον κατέβαζαν σέρνοντας κάτω και πάλι τον ανέβαζαν επάνω και ούτω καθεξής. Κατόπιν τον κρέμασαν ανάποδα από μια μεγάλη καρυδιά. Κάτω από αυτή την καρυδιά, οι πατέρες έβγαζαν κάθε χρόνο την Ανάσταση. Πιο πέρα απ' αυτήν ήταν μια μικρότερη καρυδιά.
Από αυτήν κρέμασαν τον Άγιο Νικόλαο απέναντι στον Ραφαήλ και τον έδερναν. Ο Νικόλαος από το ξύλο και τα βάσανα δεν άντεξε. Ήταν λεπτός άνθρωπος και πέθανε από συγκοπή.
Τον Άγιο Ραφαήλ κρεμασμένο τον έδερναν 24 ώρες. Τον κατέβασαν κατόπιν από το δένδρο. Τον είχαν γυμνό από την μέση και πάνω και μόνον φορούσε ένα εσώρουχο. Τα χέρια του τα είχαν δεμένα πισθάγκωνα μ' ένα σχοινί.
Ήταν γονατιστός και από πάνω του στέκονταν πέντε αγριάνθρωποι, με σαρίκι και κόκκινα τα μάτια τους από τον θυμό τους.
Αυτοί, που τον βασάνιζαν ήσαν δυο Μουσουλμάνοι, ένας Λαζός, ένας Τσερκέζος και ένας Τουρκαλβανός.
Τέλος τον πριόνισαν. Πήραν ένα πριόνι και έσφαξαν τον Άγιο Ραφαήλ από το στόμα. Το κάτω σιαγόνι, όταν το έκοψαν οι Τούρκοι με το πριόνι, το πέταξαν μέσα στο αίμα. Γι αυτό κατόπιν, βρέθηκε η σιαγόνα χωριστά.
Τον έσφαξαν στις 12 παρά τέταρτο την νύχτα της Λαμπροδευτέρας. Οι Χριστιανοί τότε μαζί με τους μοναχούς υπέφεραν πολλά εξ αιτίας ενός Γερμανού γιατρού, που ήταν φίλος των Τούρκων και ονομαζόταν Σβέϊτσερ.
Αυτός διέβαλλε τους Χριστιανούς διαρκώς στους Τούρκους και τους βασάνιζαν. Στο Μοναστήρι είχαν καταφύγει και ο προεστός με την οικογένεια του. Εκεί κοντά ο προεστός είχε και κτήμα, που ονομαζόταν Κοζάκος. Επήγαν όμως με τον δάσκαλο για να ειδοποιήσουν τους πατέρας, ότι ήλθαν Τούρκοι.
Ο δάσκαλος Θεόδωρος
Ο δάσκαλος ήταν Ηπειρώτης. Πήγαινε κάθε χρόνο στην Ήπειρο και έκανε Ανάσταση στο χωριό του. Εκείνη τη χρονιά, είχε στείλει την οικογένειά του και αυτός θα πήγαινε την Μεγάλη Παρασκευή. Δεν πρόλαβε όμως.
Γι' αυτό έτρεξε στο Μοναστήρι, στον φίλο του τον Ηγούμενο, να τους ειδοποιήσει, ότι ήλθαν ξένοι Τούρκοι από την Μικρά Ασία. Γεμάτο ένα καΐκι άραξε στο λιμάνι του χωριού. Εκεί στις Καρυές ο διδάσκαλος Θεόδωρος τους ειδοποίησε πρώτος.
Τους έπιασαν, δυστυχώς μαζεμένους και τους τυράννησαν όλους μαζί. Τον έσφαξαν και αυτόν οι Τούρκοι και το κεφάλι του το έβαλαν μέσα στα πόδια του.
Ο ενδεκάμηνος μάρτυς Ραφαήλ
Ο προεστός είχε μεγάλη φιλία με τον Άγιο Ραφαήλ. Γι' αυτό έτρεξε κι αυτός στο Μοναστήρι με την οικογένειά του. Με την γυναίκα του δηλαδή Μαρία, την δωδεκάχρονη κόρη του Ρηνούλα και την ανεψιά του Ελένη, που ήταν ορφανή και την προστάτευε.
Την είχε σαν παιδί του. Η γυναίκα του προεστού είχε στην αγκαλιά της τον μικρό Ραφαήλ. Ήταν ένδεκα μηνών. Τον είχε βαφτίσει ο Άγιος Ραφαήλ και του έδωσε τον όνομά του. Τον προόριζε να γίνει διάδοχος του.
Το άρπαξαν όμως το μικρό οι Τούρκοι από τα χέρια της Μαρίας και το πέταξαν κάτω και το ποδοπατούσαν. Η Μαρία ορμούσε κατ' επάνω στους Τούρκους, για να τους πάρει και σώσει το παιδί. Οι Τούρκοι όμως την έδεσαν. Το παιδί το τσαλαπάτησαν και το σκότωσαν. Έτσι μαρτύρησε ο μικρός Ραφαήλ.
Καίνε τη Ρηνούλα
Πρώτα επήραν οι κακούργοι την κόρη του προεστού Ρηνούλα και την βασάνισαν πολύ. Της έριχναν βραστό νερό στο στόμα. Της έκοψαν κατόπιν το ένα χεράκι της, και το πέταξαν μπροστά στους γονείς της. Έπειτα της έκοψαν και το ένα πόδι.
Μετά ταύτα την έβαλαν μέσα σ' ένα μεγάλο πιθάρι «κιούπι». Η κακουργία όμως των Τούρκων δεν χόρτασε. Και κει μέσα την βασάνιζαν, με τον πιο άγριο τρόπο, μπροστά στους γονείς της. Στο τέλος την έκαψαν ζωντανή.
Η μητέρα της, όταν έβλεπε να βασανίζουν το παιδί της, δεν άντεξε και πέθανε από συγκοπή. Όλα αυτά τα έκαναν οι Τούρκοι, για να μαρτυρήσει ο πατέρας της, που κρύβονταν οι αντάρτες, οι Χριστιανοί.
Ο πρόεδρος όμως έβλεπε μεν τα μαρτύρια του κοριτσιού του, της Ρηνούλας και έκλαιγε, αλλά δεν πρόδωσε τους Έλληνες.
Το Λενάκι
Εκεί τότε μαρτύρησε και η Ελένη ή το Λενάκι, όπως το έλεγαν. Αυτή, έμεινε ορφανή. Ήταν ανηψιά του προέδρου και ο πρόεδρος την πήρε και ζούσε στην οικογένειά του. Την είχε, σαν την Ρηνούλα, το παιδί του. Ήταν τότε 14-16 ετών. Οι Τούρκοι το κακοποίησαν πολύ. Του έδωσαν φοβερό ξύλο, ώστε πέθανε από τους πόνους και έτσι έλαβε και το Λενάκι το στεφάνι του Μαρτυρίου.
Ο γιατρός
Ο γιατρός του χωριού αγαπούσε πολύ τον Ηγούμενο Ραφαήλ. Γι' αυτό έτρεξε στο Μοναστήρι να δη τι γίνονται οι καλόγηροι και ο Ηγούμενος. Έφθασε την ώρα, που έσφαζαν με το πριόνι τον Ηγούμενο. Στο φρικτό αυτό θέαμα τρελάθηκε και αυτοκτόνησε. Η ημέρα, που έσφαξαν οι Τούρκοι τους Μάρτυρες και έκαψαν το Μοναστήρι, ήταν η Λαμπροτρίτη, 9 Απριλίου του 1462.
Ενταφιασμός των Μαρτύρων
Ο Ακίνδυνος και ο π. Σταύρος, ο μοναχός κρύφτηκαν και παρακολουθούσαν τα μαρτύρια. Μετά την σφαγή οι Τούρκοι κρατούσαν ένα πράγμα μακρύ μ' ένα φυτίλι αναμμένο και, όπως άναβε, έκανε ένα μεγάλο θόρυβο.
Μ' εκείνο το πράγμα έβαλαν φωτιά στο Μοναστήρι. Ξαφνικά ακούσθηκε ένας μεγάλος βρόντος. Το Μοναστήρι ανατινάχθηκε. Κατόπιν οι Τούρκοι έφυγαν. Τότε ο π. Σταύρος με τον Ακίνδυνο κατέφυγαν στο χωριό την Θερμή και πήραν τον ιερέα, για να ενταφιάσουν τους Μάρτυρες. Ο ιερέας ήταν τυφλός και υπέργηρος.
Ήταν 112 χρονών. Όταν πήγαν στις Καρυές, ο γέρων ιερεύς γονάτισε κοντά στο Αγίασμα και προσευχήθηκε λέγοντας:
- Θεέ μου, δος μου το φως μου, να τους δω για τελευταία φορά.
Αμέσως τότε άστραψε μια λάμψη και επανήλθε το φως του γέροντος ιερέως. Ήταν όμως, τρομακτικό αυτό, που είδαν τα μάτια του γέροντος. Το Αγίασμα ήταν γεμάτο αίματα και έλεγε ο γέρων ιερεύς:
- Αυτό, που είδαν τα μάτια μου, να μη το δη ποτέ κανείς.
Το αγίασμα ήταν γεμάτο αίματα Μαρτύρων και τα λείψανα των Μαρτύρων έκειντο εδώ κι εκεί.
Όταν έθαψαν τους μάρτυρες, ξανάφεραν τον γέροντα ιερέα στο χωριό Θερμή. Έπειτα όμως από εννέα ημέρες ο βαθύγηρος ιερεύς εκοιμήθη σε ηλικία 112 ετών.
Ο πατήρ Σταύρος με τον Ακίνδυνο έφυγαν πάλι στο βουνό. Οι Τούρκοι όμως έβγαλαν αποσπάσματα στο βουνό. Συνέλαβαν δυστυχώς τον π. Σταύρο και τον θανάτωσαν και αυτόν.
Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Ἐν Λέσβῳ, ἀθλήσαντες, ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, αὐτὴν ἡγιάσατε, τῇ τῶν Λειψάνων ὑμῶν, εὑρέσει μακάριοι. Ὅθεν ὑμᾶς τιμῶμεν, Ῥαφαὴλ θεοφόρε, ἅμα σὺν Νικολάῳ καὶ παρθένῳ Εἰρήνῃ, ὡς θείους ἡμῶν προστάτας καὶ πρέσβεις πρὸς Κύριον.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιο τοῦ Ἁγίου Ραφαήλ. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Τῆς Ἰθάκης τὸν γόνον καὶ τῆς Λέσβου τὸ καύχημα, Ὁσιομαρτύρων τὴν δόξαν Ῥαφαὴλ εὐφημήσωμεν· ἀρτίως γὰρ ἡμῖν φανερωθείς, ἰάματα πηγάζει τοῖς πιστοῖς,
καὶ κατ’ ὄναρ καὶ καθ’ ὕπαρ ὑπερφυῶς, ὀπτάνεται τοῖς κράζουσι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐκπληροῦντι διὰ σοῦ, ἡμῶν τὰ αἰτήματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ταχὺ προκατάλαβε
Τοῦ θείου Λειψάνου σου, τῇ ἀνευρέσει σοφέ, ἡ Λέσβος πεπλήρωται, τῆς ἐκ Θεοῦ δαψιλῶς, δοθείσης σοι χάριτος· σὺ γὰρ Ὁσιομάρτυς, Ῥαφαὴλ παραδόξως, φαίνῃ πλείστοις ἀνθρώποις, καὶ ἰάσεις παρέχεις· διὸ τοῖς θαυμασίοις σου, πιστοὶ εὐφραινόμεθα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ΄.
Τὴ τῶν Μαρτύρων θαυμαστὴ προστασία, τῶν ἐν Θερμῇ ἠμὶν ἀρτίως φανέντων, ἀπὸ ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες· Ραφαὴλ μακάριε, καὶ Νικόλαε θεῖε, καὶ
Εἰρήνη πάνσεμνε, πάσης ρύσασθε βλάβης, καὶ ἀναγκῶν καὶ πάσης ἀπειλῇς, τοὺς τὴ πρεσβεία ὑμῶν καταφεύγοντας.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ
Οἱ ἐμφανῶς ὑπὲρ Χριστοῦ ἠθληκότες, καὶ ὑπὸ γῆν χρόνοις πολλοῖς κεκρυμμένοι, ξενοπρεπῶς ἡμῖν ἐφανερώθησαν, Ῥαφαὴλ Νικόλαος, καὶ Εἰρήνη ἡ θεία, καὶ οἱ
συναθλήσαντες, μετ’ αὐτῶν θεοφρόνως, οὓς ὡς προστάτας καὶ θαυματουργούς, Ὁσιομάρτυρας, πάντες τιμήσωμεν.
Μεγαλυνάριον
Τοὺς Ὁσιομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ, Ῥαφαὴλ τὸν θεῖον, καὶ Νικόλαον τὸν σεπτόν, ἅμα σὺν Εἰρήνη, τῆς Λέσβου τοὺς προστάτας, ὡς πᾶσι βοηθοῦντας, ὕμνοις τιμήσωμεν.