Η διήγηση του Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκι για την ανακάλυψη των Πατερικών συγγραμάτων στο Άγιον Όρος και την μετάφρασή τους.
Απαντητική επιστολή προς τον Ηγούμενο Θεοδόσιο του Ερημητηρίου του Αγίου Σωφρονίου στη Ρωσία.
Όταν ακόμη βρισκόμουν στο Άγιον Όρος με μικρό αριθμό αδελφών, γνώριζα καλά από τη διδασκαλία και τις εντολές των θεοφόρων πατέρων μας ότι αυτός ό όποιος έχει υπό την καθοδήγησή του αδελφούς, δεν πρέπει να τούς διδάσκει και να τούς νουθετεί κατά το δικό του φρόνημα και την κρίση.
Αυτό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το αληθινό και ορθό πνεύμα της ‘Αγίας Γραφής, όπως διδάσκουν οι θείοι πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι, καθώς επίσης διδάσκουν και οι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα διδάσκαλοι και οδηγοί τού μοναχικού βίου. Επίσης φοβόμουν και έτρεμα και τη μικρόνοιά μου, μήπως δηλαδή ένεκα της απειρίας μου, κατά τούς λόγους τού Κυρίου, σαν τυφλός και ό ίδιος πέσω στον λάκκο της απώλειας, παρασύρω δε και αυτούς πού με ακολουθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν, σαν θεμέλιο ακλόνητο στην ορθή, αλάνθαστη και χωρίς απόκλιση από τον σωστό δρόμο τού Θεού οδηγία και της δικής μου ταλαίπωρης ψυχής αλλά και των Αγίων αδελφών, έθεσα την Αγία Γραφή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Επίσης δε, με τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος, την ορθή τους ερμηνεία, δηλαδή τη διδασκαλία τών θεοφόρων πατέρων μας οικουμενικών διδασκάλων και τών Αγίων πατέρων διδασκάλων και οδηγών τού μοναχικού βίου, των Αγίων Συνόδων, και όλων τών Κανόνων τών Αγίων πατέρων, των ’Αποστολικών και τών Συνοδικών, τούς οποίους διαφυλάσσει ή Αγία Καθολική και ’Αποστολική Εκκλησία, καθώς και τών εντολών και τυπικών αυτής. «Όπως είπα, όλα αυτά τά δέχθηκα ώς διδαχή για εμένα τον ίδιο και για τούς άγιους αδελφούς, έτσι ώστε τόσο εγώ όσο και οι αδελφοί πού ζουν μαζί μου, με τη συνέργεια τού Θεού και με την επίνευση της θείας Χάριτος, να διδασκόμαστε από αυτά, αλλά και να μην αποκλίνουμε από το ορθό φρόνημα της ‘Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αρχικώς, με τη βοήθεια του Θεού, ξεκίνησα φιλοπόνως με πολύ κόπο και όχι λίγη δαπάνη, να αποκτώ πατερικά βιβλία, τά οποία διδάσκουν περί υπακοής και προσοχής, νίψεως και προσευχής. Αυτά, είτε τά αντέγραφα ό ίδιος ιδιογράφων, είτε τά αγόραζα με χρήματα, μολονότι τά απαραίτητα για τη διατροφή μας τά αποκτούσαμε από το έργο τών χεριών μας. Περιορίζοντας πολλές φορές την τροφή μας και υπομένοντας τη φτώχεια στην ένδυσή μας, αγοράζαμε εκείνα τά μνημονευθέντα βιβλία σέ σλαβική, δηλαδή βουλγαρική γλώσσα γραμμένα, και τά θεωρούσαμε σαν ουράνιο θησαυρό, χαρισμένο σέ εμάς από τον Θεό. Όταν στη διάρκεια μερικών ετών τά διάβασα αυτά με προσοχή, σέ πάρα πολλά σημεία διαπίστωσα απερίγραπτη ασάφεια, σέ πολλά άλλα δέ σημεία δεν βρήκα καθόλου νόημα, σύμφωνο με τη Γραμματική.
Μολονότι τά διάβασα επανειλημμένως, με απερίγραπτο κόπο και έρευνα, και πάλι δεν μπόρεσα να βγάλω νόημα. Μόνο ό Θεός γνωρίζει με πόση θλίψη γέμισε ή ψυχή μου, επειδή δεν ήξερα τί να κάνω. Νόμιζα ότι τά σλαβικά βιβλία θα μπορούσα, έστω και μερικώς, να τά διορθώσω από άλλα σλαβικά βιβλία. Άρχισα λοιπόν με τά βιβλία τού Αγίου Ησυχίου του Πρεσβυτέρου τών Ιεροσολύμων, τού Αγίου Φιλοθέου τού Σιναΐτου και του Αγίου Θεοδώρου του Εδέσσης, να τά αντιγράφω με το χέρι μου από τέσσερα χειρόγραφα, μήπως και επιλέγοντας κάποιο από τά τέσσερα αυτά, θα αξιωνόμουν να βρω σ’ αυτά νόημα γραμματικώς σωστό. Όλη ή εργασία μου όμως έγινε ματαίως, διότι σέ κανένα από τά τέσσερα βιβλία πού συνέκρινα δεν μπόρεσα να βρω το τέλειο εκείνο νόημα.
Όταν βασανίστηκα τόσες φορές, τότε κατάλαβα ότι ματαίως κουράζομαι να διορθώσω υποθετικώς σλαβικά βιβλία από σλαβικά. Άρχισα λοιπόν επιμόνως να εξετάζω από που υπάρχει στα σλαβικά βιβλία μία τέτοια ανεξήγητη ασάφεια και φτώχεια στην ορθότητα της Γραμματικής. Και σύμφωνα με τις δυνατότητες τού αδύναμου νου μου βρήκα ότι δύο είναι οι αιτίες αυτής της πραγματικότητας: Ή πρώτη είναι ή αδεξιότητα τών αρχαίων μεταφραστών στη μετάφραση από την έλληνογραικική στη σλαβική γλώσσα, δεύτερη δέ ή αδεξιότητα και ή ραθυμία τών άπειρων αντιγραφέων. Και τότε απογοητεύθηκα τελείως, βλέποντας στα σλαβικά πατερικά βιβλία πώς αποδίδεται το αληθινό και σωστό νόημα πού υπάρχει στα ίδια έλληνογραικικά βιβλία.
Όταν κατά την πολυετή παραμονή μου στο Αγιον Όρος έμαθα να μιλώ σε κάποιο βαθμό στην ελληνική γλώσσα, έλαβα την απόφαση ακόμη περισσότερο, με πόνο καρδιάς, να αναζητήσω τά έλληνογραικικά πατερικά βιβλία, με την ελπίδα με αυτά να διορθώσω τά σλαβικά. Και ενώ ρωτούσα επανειλημμένως σε πολλά μέρη, δεν μπορούσα να τά βρω. Έτσι πήγα στη μεγάλη Σκήτη της Αγίας ’Άννης της Μονής της Λαύρας, στα Καυσοκαλύβια, στη Σκήτη τού Αγίου Δημητρίου της Μονής Βατοπεδίου και στις υπόλοιπες σκήτες και μοναστήρια, παντού όμως, όπου ρωτούσα διακεκριμένα άτομα και έμπειρους πνευματικούς γέροντες και συνεπείς μοναχούς για τά πατερικά βιβλία με το όνομά τους, πουθενά δεν μπόρεσα βρω τέτοια, αλλά από όλους λάμβανα την ομόφωνη απάντηση: «Εμείς έως και σήμερα όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τέτοια βιβλία, αλλά ούτε και ακούσαμε το όνομα αυτών τών Αγίων». Λαμβάνοντας τέτοια απάντηση, ό Θεός μόνο γνωρίζει σέ τι θλίψη βυθίστηκα, σκεπτόμενος ότι από μοναχούς πού επιλέχτηκαν από τον Θεό για να ζήσουν σέ τέτοιον άγιο τόπο, όπου έζησαν πολλοί μεγάλοι και τέλειοι άγιοι, δεν αξιώθηκα όχι μόνο να βρω τά τόσο επιθυμητά από εμένα ιερά εκείνα βιβλία, αλλά ούτε και το όνομα τών Αγίων εκείνων από κανέναν δεν άκουσα. Αυτός ήταν ό λόγος πού έπεσα σέ όχι μικρή θλίψη.
Όλη μου την ελπίδα όμως για την ανεύρεση τέτοιων βιβλίων την εναπόθεσα στον Θεό και παρακαλούσα την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, με τούς τρόπους πού Αυτός γνωρίζει, ώς παντοδύναμος και πανίσχυρος, να με αξιώσει να βρω τέτοια βιβλία. Ό Θεός λοιπόν, ό πανεύσπλαχνος, δεν παρέβλεψε τη διακαή μου επιθυμία για την απόκτηση πατερικών βιβλίων στην έλληνογραικική γλώσσα και με αξίωσε, με την απερίγραπτη πρόνοιά Του, να βρω τέτοια βιβλία και να αποκτήσω έναν αριθμό από αυτά με τον ακόλουθο τρόπο.
Κάποια φορά πού πήγαινα μαζί με δύο αδελφούς από την Ιερά και Μεγάλη Λαύρα τού Αγίου Αθανασίου στη Σκήτη της Αγίας Άννης, φθάσαμε στην κορυφή τού βουνού τού Αγίου Προφήτου Ήλιού, ή οποία είναι το ένα τρίτο στο ύψος τού μεγάλου, υψηλότατου Αγίου Άθω. Κάτω από το βουνό αυτό, σέ υψηλότατη θέση, από τη μεριά πού είναι προς τη θάλασσα, βρίσκεται μία σκήτη τού Αγίου Βασιλείου τού Μεγάλου, ή οποία ιδρύθηκε πριν από λίγο καιρό από μοναχούς πού ήρθαν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας σέ μέρος πολύ άγριο, το όποιο δεν έχει νερό ούτε και πηγή . Εξαιτίας αυτού ή σκήτη δεν έχει ούτε αμπέλια, ούτε ελαιόδεντρα, ούτε σύκα, ούτε κήπους, ούτε και κανένα άλλο εφόδιο για την επιβίωση, παρά μόνο το νερό της βροχής πού καλύπτει τις ανάγκες της αδελφότητας.
Μάς δημιουργήθηκε λοιπόν ή επιθυμία να πάμε στη σκήτη αυτή, χάρη και προσκύνησης, αλλά και για να επισκεφτούμε αυτόν τον τόπο, στον όποιο δεν είχαμε πάει έως τότε. Φθάσαμε λοιπόν στη σκήτη και καθίσαμε κοντά στον ιερό ναό, οπότε μάς είδε ένας ευλαβής μοναχός, ό όποιος μάς άνοιξε τον ναό, και μετά την προσκύνηση τού ναού και τών ιερών εικόνων, βγήκαμε έξω, οπότε μάς κάλεσε με αγάπη στο κελί του και βγήκε να πάει να μάς ετοιμάσει γεύμα και να μάς ξεκουράσει από την οδοιπορία.
Καθώς κοίταζα το τραπεζάκι πού ήταν κοντά στο παράθυρο, είδα να βρίσκεται εκεί ανοικτό ένα βιβλίο από το όποιο αντέγραφαν ένα άλλο. Ό αντιγραφέας ήταν τεχνίτης καλλιγράφος, καθώς δέ κοίταζα το βιβλίο είδα ότι ήταν τού Αγίου Πέτρου τού Δαμασκηνού. «Όταν το κοίταξα καλά, δεν μπορώ να πω πόση γέμισα ανέκφραστη πνευματική χαρά, αισθανόμενος ότι αξιώθηκα να αντικρίσω στη γη ουράνιο θησαυρό. Όταν επέστρεψε ό μοναχός στο κελί, άρχισα με μεγάλη χαρά και απερίγραπτη έκπληξη να τον ρωτώ, από πού, πέρα από κάθε προσδοκία μου, βρήκε ή οσιότητα του ένα τέτοιο βιβλίο. Αυτός μου είπε ότι υπάρχει και άλλο βιβλίο του ίδιου Αγίου, το όποιο έχει είκοσι τέσσερα κεφάλαια σέ αλφαβητική σειρά. Όταν τον ρώτησα αν έχουν και άλλα παρόμοια βιβλία, μου είπε ότι υπάρχουν τά ακόλουθα: τού Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, όχι όμως όλα, του Αγίου Φιλοθέου, του Αγίου Ησυχίου, τού Αγίου Διαδόχου, τού Αγίου Θαλασσίου, τού Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Λόγος περί προσευχής, τού Αγίου Νικηφόρου του Μοναχού, Λόγος περί προσευχής, το βιβλίο του Αγίου Ησαΐα, και άλλα παρόμοια βιβλία. Του Αγίου Νικήτα τού Στηθάτου, «σέ εμάς», είπε, «υπάρχουν μόνο είκοσι δύο κεφάλαια, αλλά ολόκληρο το βιβλίο υπάρχει μόνο στις βιβλιοθήκες τών μεγάλων μοναστηριών».
Όταν τον ρώτησα γιατί εγώ, ενώ με πόνο καρδιάς αναζητούσα αυτά τά βιβλία, δεν τά βρήκα και, ενώ ρωτούσα πολλά αξιόλογα πρόσωπα, δεν αξιώθηκα ούτε να ακούσω καν γι’ αυτά, αυτός μου απάντησε: «Ή αιτία, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι αυτά τά βιβλία είναι γραμμένα στην πιο καθαρή έλληνογραικική γλώσσα, την οποία στην εποχή μας έκτος από τούς μορφωμένους ανθρώπους ελάχιστοι την καταλαβαίνουν, οι περισσότεροι δέ δεν την καταλαβαίνουν καθόλου. Αυτός είναι ό λόγος πού τά βιβλία αυτά περιήλθαν σχεδόν σέ τέλεια λήθη, γι’ αυτό και εσύ, ενώ ρωτούσες γι’ αυτά, δεν αξιώθηκες ούτε να ακούσεις κάτι σχετικό».
Οι μοναχοί της σκήτης αυτής, ενόσω ακόμη ζούσαν στη χώρα τους, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, είχαν ακούσει αρκετά γι’ αυτά τά βιβλία, όταν δέ ήρθαν στο Άγιον Όρος, με πολύ κόπο και χρόνο και με δαπάνη όχι μικρή, από όσα εισέπρατταν από το εργόχειρο τους, πληρώνοντας μορφωμένα πρόσωπα, έμαθαν όχι μόνο την απλή αλλά και αυτή την αρχαία ελληνική γλώσσα, με τη βοήθεια δέ του Θεού βρήκαν σέ κάποια μοναστήρια τέτοια βιβλία, τά όποια αντιγράφουν και διαβάζουν και, το κατά δύναμη, ωφελούνται και στην πράξη από τη διδασκαλία τους. Όταν τά άκουσα αυτά χάρηκα πολύ με χαρά ανέκφραστη, διότι βρήκα στη γη ουράνιο θησαυρό. Άρχισα λοιπόν να τον ικετεύω θερμά, χάρη της αγάπης του Θεού, να αντιγράψει και για μένα παρόμοια βιβλία, υποσχόμενος να τού πληρώσω ότι τιμή θελήσει για τον κόπο του.
Αυτός όμως, έχοντας ό ίδιος πολλά να αντιγράψει, με παρέπεμψε σέ άλλον καλλιγράφο, ό όποιος ζούσε στην ίδια σκήτη. Τον ικέτευσα και αυτόν εγκαρδίως να μου αντιγράψει πατερικά βιβλία, υποσχόμενος να τον πληρώσω στο τριπλάσιο. Αυτός, χάρη της αγάπης του Θεού, και βλέποντας τη θερμή μου επιθυμία για την απόκτηση τέτοιων βιβλίων, δεν δέχθηκε να πληρωθεί στο τριπλάσιο, αλλά υποσχέθηκε μόνο στην κανονική τιμή, μολονότι δέ είχε πολλά να αντιγράψει, εντούτοις θα έκανε ότι μπορούσε για να αντιγράψει έστω και μέρος αυτών τών βιβλίων. Έτσι δύο χρόνια και κάτι πριν να εγκαταλείψουμε το Αγιον Όρος, ό καλλιγράφος εκείνος άρχισε να αντιγράφει με όση δύναμη είχε το χέρι του και αντέγραψε ένα μέρος τών τόσο επιθυμητών σέ εμένα βιβλίων, τά όποια δεχθήκαμε σαν δώρο τού Θεού, σταλμένο σέ εμάς από τον ουρανό, και βγήκαμε από το Άγιον Όρος Άθω, χάρη εύκολότερης εξυπηρέτησης στις έδώ χώρες τών απαραίτητων αναγκών μας για τη διατροφή της αδελφότητας μας.
Όταν εγκατασταθήκαμε λοιπόν στην Ιερά Μονή της Ντραγκομίρνα, άρχισα να σκέπτομαι έντονα και να φροντίζω με ποιο τρόπο θα μπορούσα ή να προβώ σέ διόρθωση τών σλαβικών πατερικών βιβλίων ή να αρχίσω να κάνω από την αρχή μεταφράσεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Και άρχισα το έργο κατά τον εξής τρόπο: ‘Ως οδηγό μου έθεσα τη μετάφραση τών πατερικών έργων στη μολδαβική γλώσσα. Ήταν αυτά πού είχαν μεταφράσει στη μητρική τους μολδοβλαχική γλώσσα, από τά ελληνικά πού είχα εγώ παραγγείλει στο Άγιον Όρος, οι αγαπημένοι μας αδελφοί, ιερομόναχοι Μακάριος και Ιλαρίων ό Διδάσκαλος , οι όποιοι ήταν μορφωμένοι άνθρωποι και έμπειροι μεταφραστές. «Ένα μέρος αυτών τών έργων είχε μεταφράσει ό αδελφός Μακάριος, ενόσω ήταν ακόμη στο Άγιον Όρος Άθω, ένα δέ μέρος όταν ήρθαμε στην Ντραγκομίρνα.
Επίσης και ό αξιότιμος διδάσκαλος Ιλαρίων μετέφρασε ένα μέρος αυτών στο μοναστήρι μας στην Ντραγκομίρνα. Μολονότι έκρινα ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, αυτή ή μετάφρασή τους έπρεπε να είναι κατά πάντα ακριβής, ωστόσο άρχισα να διορθώνω τις παλιές μεταφράσεις από τά Αρχαιοελληνικά στη σλαβική γλώσσα και άλλα να τά μεταφράζω εξ υπαρχής, λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη και τά Αρχαιοελληνικά πού είχαν αντιγραφεί για εμένα στο Άγιον Όρος. Έτσι μετέφρασα έκ νέου τά εξής βιβλία : Τού Αγίου Αντωνίου τού Μεγάλου, τού Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, τού Αγίου Ησυχίου, τού Αγίου Φιλοθέου, του Αγίου Νείλου του Σιναΐτου, Περί προσευχής, του Αγίου Ήσαΐου του Άναχωρητού, Κεφάλαια περί προσευχής, και του Αγίου Θαλασσίου. Από αυτά, τά όποια είχαν μεταφρασθεί στο παρελθόν, διόρθωσα τά έξης: Του Αγίου Διαδόχου, του Αγίου Μακαρίου το δεύτερο, του Αγίου Ισαάκ, του Αγίου Γρηγορίου τού Σιναΐτου, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου τον Λόγο περί προσευχής και προσοχής, του Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου, Περί λογισμών, και τον Λόγο περί διακρίσεως και τά λοιπά.
Το έτος 1774 ήρθε από το Άγιον Όρος στην Ντραγκομίρνα (ενώ ακόμη βρισκόμασταν εκεί) ένας Έλληνας μοναχός, ονομαζόμενος Κωνστάντιος. Αυτός έφερε μαζί του ένα ελληνικό βιβλίο, το όποιο είχε αντιγράψει ό ίδιος με το χέρι του και περιλάμβανε μεγάλο αριθμό πατερικών έργων . Περιλαμβάνονταν σ’ αυτό μερικά έργα τά όποια έως τότε δεν είχα δει σέ σλαβική γλώσσα, τά όποια αυτός, μετά από επίμονο αίτημά μου τά αντέγραψε με το χέρι του.
Επειδή όμως δεν είχε καθόλου διδαχθεί τη γραμματική, γι’ αυτόν τον λόγο, όπως στο δικό του βιβλίο έτσι και σ’ αυτό πού αντέγραψε για εμάς, εξαιτίας της απειρίας στην ορθογραφία, έκανε πάμπολλα, αναρίθμητα λάθη. Πραγματικός έτσι ανακάλυψα τον χρυσό τών λόγων τών πατέρων, βουτηγμένο μέσα στο έλος της ανορθογραφίας, τον όποιο όμως, ακόμη και από τά καλώς καταρτισμένα άτομα, ποιό μπορεί να τον καθαρίσει, χωρίς να έχει αξιόπιστα αρχαιοελληνικά πρωτότυπα; Από τά έργα λοιπόν, πού με λάθη αντέγραψε εκείνος ό Κωνστάντιος, μετέφρασα τά έξης: Του Αγίου Μάρκου του Νηστευτού, του Αγίου Θεοδώρου του Εδέσσης και του Αγίου Νικήτα του Στηθάτου τά Τριακόσια κεφάλαια, τά όποια έργα, περισσότερο από όλα πού αναφέρθηκαν, δεν προσφέρονται τώρα όχι μόνο για εκτύπωση, άλλ’ ούτε και για να αντιγράφουν σέ άλλο μοναστήρι, εάν προηγουμένως δεν διορθωθούν με βάση αξιόπιστα έντυπα ή χειρόγραφα πρωτότυπα.
Έτσι, ύστερα από πολύ καιρό, όταν ήδη με τη χάρη τού Θεού άρχισα σ’ αυτή την προσπάθεια να φθάνω σέ κάποια μεγαλύτερη βελτίωση, βρήκα και στα μεταφρασμένα από εμάς (δηλαδή σέ συνεργασία με τούς αδελφούς πού προανέφερα) πολλά λάθη και τότε κάποια από αυτά τά μετέφρασα και για δεύτερη φορά. Αλλά και πάλι βρίσκονται μακριά από μία σωστή διόρθωση. «Όπως επίσης βρίσκονται και τα ίδια εκείνα αρχαιοελληνικά πού αντιγράφηκαν για εμένα στο Άγιον Όρος, διότι εξαιτίας της τότε απειρίας μου νόμιζα ότι δεν είχαν καθόλου λάθη. Σέ πολλά σημεία ανακαλύφθηκε πλήθος ορθογραφικών λαθών, τά όποια όμως, όπως είπα, χωρίς αξιόπιστα Αρχαιοελληνικά ήταν αδύνατο να διορθωθούν.
Παρουσίασα λοιπόν ολοκάθαρα στην οσιότητα σου ποιά ήταν ή προσπάθειά μου για τη διόρθωση τών σλαβικών πατερικών έργων από τά Αρχαιοελληνικά, ή και για την έκ νέου μετάφρασή τους στη σλαβική γλώσσα. Το έργο αυτό ήταν υπεράνω τών δυνάμεών μου, λόγω δέ της προαναφερθείσας αιτίας δεν έχει ακόμη περατωθεί. Γι’ αυτό λοιπόν τώρα, όχι μόνο για εκτύπωση, άλλ’ ούτε και για αντιγραφή σέ άλλο μοναστήρι δεν επιτρέπεται να δοθούν, προτού διορθωθούν τελείως με βάση τά αρχαίο- ελληνικά πρωτότυπα. Αυτός είναι ό λόγος για τον όποιο δεν μπόρεσα με κανέναν τρόπο να αποστείλω τέτοια έργα στην οσιότητα σου, για να τυπωθούν ή να αντιγραφούν. Φοβούμαι μήπως παραβιάσω τη χριστιανική και μοναχική μου συνείδηση εάν, για ένα έργο ατελές, την ή μέρα της φοβεράς κρίσεως του Θεού ή ψυχή μου καταδικαστεί. Εάν ή όσιότης σας, κατά την εντολή του Χριστού, έχει έστω και σταγόνα αληθινής, άσβεστης έως τώρα αγάπης, τότε δεν θα πρέπει να εκλάβετε τη μή αποστολή από μέρους μου πατερικών έργων ώς σημείο εχθρότητας ή έλλειψης φιλίας, ή ότι εγώ από φθόνο δεν θέλω το γενικό καλό όσων επιθυμούν να σωθούν και να ωφεληθούν από αυτά τά βιβλία. Να μην μου δώσει ό σωτήρας Χριστός τέτοια αφροσύνη!
Με τη χάρη τού Θεού, εκτός από τον λόγο πού περιέγραψα, δεν βλέπω στην ψυχή μου άλλο λόγο για τη μή αποστολή προς εσάς τών πατερικών έργων.
Ό πανιερώτατος κυρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, από τη νεανική του ακόμη ηλικία, Θεού συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη για τά πατερικά συγγράμματα, τά αναφερόμενα στη νίψη και την προσοχή τού νοός, την ησυχία και τη νοερά προσευχή, ήτοι τη διά του νοός τελούμενη στην καρδιά τών εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τη ζωή να την αφιερώσει στην αναζήτηση τους και με το φίλεργο χέρι του, ώς εμπειρότατος στη θύραθεν παιδεία και χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε την αντιγραφή τους.
Όταν ήρθε λοιπόν στο Αγιον Όρος, και με ανεκτίμητο ζήλο και μεγάλη επιμέλεια ερεύνησε τις βιβλιοθήκες των μεγάλων μοναστηριών, βρήκε τέτοια συγγράμματα πού προηγουμένως δεν τά είχε αποκτήσει. Προπάντων όμως στη βιβλιοθήκη της πανένδοξης και μεγίστης Μονής Βατοπεδίου ανακάλυψε ανεκτίμητο θησαυρό, δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως τού νοός μετά τού Θεού, συλλογή από όλους τούς άγιους, πού είχε γίνει σέ αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές, και άλλα περί προσευχής συγγράμματα, για τά όποια εμείς ακόμη μέχρι και σήμερα δεν είχαμε ακούσει . Αυτά, με τη βοήθεια εμπειροτάτων αντιγραφέων και με μεγάλη δαπάνη, μέσα σέ λίγα χρόνια τά αντέγραψε και με μέγιστη επιμέλεια τά διάβασε ό ίδιος από το πρωτότυπο και τά διόρθωσε εγκύρως. Στην αρχή δέ τού κάθε συγγράμματος έγραψε και τούς βίους όλων τών Αγίων συγγραφέων τών έργων αυτών. Τότε αναχώρησε από το Αγιον Όρος με ανείπωτη χαρά, σαν να είχε βρει στη γη ουράνιο θησαυρό, και, αφού ήρθε στην ένδοξη μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τά απέστειλε στη Βενετία με πολλά χρήματα, τά όποια συνέλεξε από ελεημοσύνες χριστιανών. Έστειλε τριάντα έξι πατερικά έργα, με αυτά δέ συναριθμείται και το έργο τού Αγίου Καλλίστου τού δευτέρου, περί του όποιου μαρτυρεί ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.
Έκτος δέ από αυτά έστειλε και το μεγάλο Πατερικόν της Σκήτης της Αιγύπτου, ώστε όλα να εκδοθούν από τυπογραφείο.
Όπως δέ προσφάτως με πληροφόρησε κάποιο πρόσωπο με επιστολή, έχει κατά νου, με τη βοήθεια τού Θεού, τά βιβλία αυτά να έρθουν στο φώς τυπωμένα. Συντόμως σκέπτεται να παραδώσει στο τυπογραφείο και το μεγάλο βιβλίο του Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, το όποιο είναι έτοιμο γι’ αυτόν τον σκοπό. Είναι αλήθεια ότι ή απόφαση αυτή του Μητροπολίτου κυρ Μακαρίου, για την εκτύπωση τέτοιου είδους συγγραμμάτων, είχε ληφθεί προ μακρού χρόνου, προκειμένου να μην περιπέσουν σέ οριστική λήθη τά ιερά αυτά συγγράμματα και εξαφανιστούν από προσώπου της γης, κάτι πού παρά λίγο να συμβεί. Πράγματι ό ίδιος κατάλαβε τί έργο είχε αναλάβει και σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του την εξάντλησε στην εντατική αναζήτηση αυτών τών συγγραμμάτων παντού, προπάντων όμως στο Άγιον Όρος Άθω, όπου, αναζητώντας τα με κάθε τρόπο, τελικώς ανακάλυψε αυτόν τον πνευματικό θησαυρό, σαν να ήταν από πολλά χρόνια θαμμένος στη γη και στην παντελή λήθη.
Στον πνευματικό αγώνα τών αθλητών του μοναχικού βίου με τά αόρατα πνεύματα τολμώ να πω ότι είναι αυτά τά συγγράμματα πιο απαραίτητα και από την ίδια την αναπνοή. Οι ζηλωτές θα μπορούν πια, ευκολότερα και με λιγότερα έξοδα από ότι με τά χειρόγραφα, να αποκτούν τά έντυπα αυτά βιβλία για την οικοδομή τους.
Όλα αυτά τά πληροφόρησα στην οσιότητα σας, αρχίζοντας σιγά σιγά να σάς μεταβιβάζω τη συμβουλή μου για το με ποιόν τρόπο θα μπορούσε ή οσιότητα σας με την αδελφότητα και εμείς, με το δικό μας κοινόβιο, να αξιωθούμε να αποκτήσουμε τά πραγματικά, τά χωρίς κανένα λάθος, σλαβικά πατερικά βιβλία.
Γνωρίζετε ή οσιότητα σας ότι με την ανέκφραστη του Θεού φιλανθρωπία, κατά τούς έσχατους καιρούς, ή πάσης Ρωσίας Εκκλησία μας αξιώθηκε να λάβει την αγία ορθόδοξη πίστη και το ορθόδοξο βάπτισμα από την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Με την αγία πίστη έλαβε και την Αγία Γραφή και όλα τά ιερά βιβλία, τά εκκλησιαστικά και τών Αγίων διδασκάλων και τά πατερικά, τά μεταφρασμένα από τά Έλληνογραικικά. Αυτά είναι οι πηγές τών σλαβικών βιβλίων, διότι αλλιώς δεν θα προέκυπταν σλαβικά βιβλία. Με τον καιρό λοιπόν ή Αγία Γραφή και όλα τά εκκλησιαστικά βιβλία, με τη χάρη τού Θεού, αξιώθηκαν να δεχθούν διόρθωση με βάση τά Έλληνογραικικά, πού ήταν οι πηγές τους, ενώ τά πατερικά απέμειναν στην παλαιά τους μετάφραση, και έως και τώρα δεν αξιώθηκαν να διορθωθούν με βάση τις πηγές τους, τά έλληνογραικικά βιβλία. Επιπλέον από τούς αδέξιους αντιγραφείς δέχθηκαν άπειρα λάθη, και παρίσταται επιτακτική ανάγκη να διορθωθούν και αυτά με βάση τις πηγές τους.
*Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, UNIVERSITY PRESS, ΑΝΤΩΝΙΟΣ-ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ
πηγη
Όταν ακόμη βρισκόμουν στο Άγιον Όρος με μικρό αριθμό αδελφών, γνώριζα καλά από τη διδασκαλία και τις εντολές των θεοφόρων πατέρων μας ότι αυτός ό όποιος έχει υπό την καθοδήγησή του αδελφούς, δεν πρέπει να τούς διδάσκει και να τούς νουθετεί κατά το δικό του φρόνημα και την κρίση.
Αυτό πρέπει να γίνεται σύμφωνα με το αληθινό και ορθό πνεύμα της ‘Αγίας Γραφής, όπως διδάσκουν οι θείοι πατέρες και οικουμενικοί διδάσκαλοι, καθώς επίσης διδάσκουν και οι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα διδάσκαλοι και οδηγοί τού μοναχικού βίου. Επίσης φοβόμουν και έτρεμα και τη μικρόνοιά μου, μήπως δηλαδή ένεκα της απειρίας μου, κατά τούς λόγους τού Κυρίου, σαν τυφλός και ό ίδιος πέσω στον λάκκο της απώλειας, παρασύρω δε και αυτούς πού με ακολουθούν.
Γι’ αυτό λοιπόν, σαν θεμέλιο ακλόνητο στην ορθή, αλάνθαστη και χωρίς απόκλιση από τον σωστό δρόμο τού Θεού οδηγία και της δικής μου ταλαίπωρης ψυχής αλλά και των Αγίων αδελφών, έθεσα την Αγία Γραφή της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Επίσης δε, με τη χάρη τού Αγίου Πνεύματος, την ορθή τους ερμηνεία, δηλαδή τη διδασκαλία τών θεοφόρων πατέρων μας οικουμενικών διδασκάλων και τών Αγίων πατέρων διδασκάλων και οδηγών τού μοναχικού βίου, των Αγίων Συνόδων, και όλων τών Κανόνων τών Αγίων πατέρων, των ’Αποστολικών και τών Συνοδικών, τούς οποίους διαφυλάσσει ή Αγία Καθολική και ’Αποστολική Εκκλησία, καθώς και τών εντολών και τυπικών αυτής. «Όπως είπα, όλα αυτά τά δέχθηκα ώς διδαχή για εμένα τον ίδιο και για τούς άγιους αδελφούς, έτσι ώστε τόσο εγώ όσο και οι αδελφοί πού ζουν μαζί μου, με τη συνέργεια τού Θεού και με την επίνευση της θείας Χάριτος, να διδασκόμαστε από αυτά, αλλά και να μην αποκλίνουμε από το ορθό φρόνημα της ‘Αγίας Καθολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αρχικώς, με τη βοήθεια του Θεού, ξεκίνησα φιλοπόνως με πολύ κόπο και όχι λίγη δαπάνη, να αποκτώ πατερικά βιβλία, τά οποία διδάσκουν περί υπακοής και προσοχής, νίψεως και προσευχής. Αυτά, είτε τά αντέγραφα ό ίδιος ιδιογράφων, είτε τά αγόραζα με χρήματα, μολονότι τά απαραίτητα για τη διατροφή μας τά αποκτούσαμε από το έργο τών χεριών μας. Περιορίζοντας πολλές φορές την τροφή μας και υπομένοντας τη φτώχεια στην ένδυσή μας, αγοράζαμε εκείνα τά μνημονευθέντα βιβλία σέ σλαβική, δηλαδή βουλγαρική γλώσσα γραμμένα, και τά θεωρούσαμε σαν ουράνιο θησαυρό, χαρισμένο σέ εμάς από τον Θεό. Όταν στη διάρκεια μερικών ετών τά διάβασα αυτά με προσοχή, σέ πάρα πολλά σημεία διαπίστωσα απερίγραπτη ασάφεια, σέ πολλά άλλα δέ σημεία δεν βρήκα καθόλου νόημα, σύμφωνο με τη Γραμματική.
Μολονότι τά διάβασα επανειλημμένως, με απερίγραπτο κόπο και έρευνα, και πάλι δεν μπόρεσα να βγάλω νόημα. Μόνο ό Θεός γνωρίζει με πόση θλίψη γέμισε ή ψυχή μου, επειδή δεν ήξερα τί να κάνω. Νόμιζα ότι τά σλαβικά βιβλία θα μπορούσα, έστω και μερικώς, να τά διορθώσω από άλλα σλαβικά βιβλία. Άρχισα λοιπόν με τά βιβλία τού Αγίου Ησυχίου του Πρεσβυτέρου τών Ιεροσολύμων, τού Αγίου Φιλοθέου τού Σιναΐτου και του Αγίου Θεοδώρου του Εδέσσης, να τά αντιγράφω με το χέρι μου από τέσσερα χειρόγραφα, μήπως και επιλέγοντας κάποιο από τά τέσσερα αυτά, θα αξιωνόμουν να βρω σ’ αυτά νόημα γραμματικώς σωστό. Όλη ή εργασία μου όμως έγινε ματαίως, διότι σέ κανένα από τά τέσσερα βιβλία πού συνέκρινα δεν μπόρεσα να βρω το τέλειο εκείνο νόημα.
Όταν βασανίστηκα τόσες φορές, τότε κατάλαβα ότι ματαίως κουράζομαι να διορθώσω υποθετικώς σλαβικά βιβλία από σλαβικά. Άρχισα λοιπόν επιμόνως να εξετάζω από που υπάρχει στα σλαβικά βιβλία μία τέτοια ανεξήγητη ασάφεια και φτώχεια στην ορθότητα της Γραμματικής. Και σύμφωνα με τις δυνατότητες τού αδύναμου νου μου βρήκα ότι δύο είναι οι αιτίες αυτής της πραγματικότητας: Ή πρώτη είναι ή αδεξιότητα τών αρχαίων μεταφραστών στη μετάφραση από την έλληνογραικική στη σλαβική γλώσσα, δεύτερη δέ ή αδεξιότητα και ή ραθυμία τών άπειρων αντιγραφέων. Και τότε απογοητεύθηκα τελείως, βλέποντας στα σλαβικά πατερικά βιβλία πώς αποδίδεται το αληθινό και σωστό νόημα πού υπάρχει στα ίδια έλληνογραικικά βιβλία.
Όταν κατά την πολυετή παραμονή μου στο Αγιον Όρος έμαθα να μιλώ σε κάποιο βαθμό στην ελληνική γλώσσα, έλαβα την απόφαση ακόμη περισσότερο, με πόνο καρδιάς, να αναζητήσω τά έλληνογραικικά πατερικά βιβλία, με την ελπίδα με αυτά να διορθώσω τά σλαβικά. Και ενώ ρωτούσα επανειλημμένως σε πολλά μέρη, δεν μπορούσα να τά βρω. Έτσι πήγα στη μεγάλη Σκήτη της Αγίας ’Άννης της Μονής της Λαύρας, στα Καυσοκαλύβια, στη Σκήτη τού Αγίου Δημητρίου της Μονής Βατοπεδίου και στις υπόλοιπες σκήτες και μοναστήρια, παντού όμως, όπου ρωτούσα διακεκριμένα άτομα και έμπειρους πνευματικούς γέροντες και συνεπείς μοναχούς για τά πατερικά βιβλία με το όνομά τους, πουθενά δεν μπόρεσα βρω τέτοια, αλλά από όλους λάμβανα την ομόφωνη απάντηση: «Εμείς έως και σήμερα όχι μόνο δεν γνωρίζουμε τέτοια βιβλία, αλλά ούτε και ακούσαμε το όνομα αυτών τών Αγίων». Λαμβάνοντας τέτοια απάντηση, ό Θεός μόνο γνωρίζει σέ τι θλίψη βυθίστηκα, σκεπτόμενος ότι από μοναχούς πού επιλέχτηκαν από τον Θεό για να ζήσουν σέ τέτοιον άγιο τόπο, όπου έζησαν πολλοί μεγάλοι και τέλειοι άγιοι, δεν αξιώθηκα όχι μόνο να βρω τά τόσο επιθυμητά από εμένα ιερά εκείνα βιβλία, αλλά ούτε και το όνομα τών Αγίων εκείνων από κανέναν δεν άκουσα. Αυτός ήταν ό λόγος πού έπεσα σέ όχι μικρή θλίψη.
Όλη μου την ελπίδα όμως για την ανεύρεση τέτοιων βιβλίων την εναπόθεσα στον Θεό και παρακαλούσα την ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, με τούς τρόπους πού Αυτός γνωρίζει, ώς παντοδύναμος και πανίσχυρος, να με αξιώσει να βρω τέτοια βιβλία. Ό Θεός λοιπόν, ό πανεύσπλαχνος, δεν παρέβλεψε τη διακαή μου επιθυμία για την απόκτηση πατερικών βιβλίων στην έλληνογραικική γλώσσα και με αξίωσε, με την απερίγραπτη πρόνοιά Του, να βρω τέτοια βιβλία και να αποκτήσω έναν αριθμό από αυτά με τον ακόλουθο τρόπο.
Κάποια φορά πού πήγαινα μαζί με δύο αδελφούς από την Ιερά και Μεγάλη Λαύρα τού Αγίου Αθανασίου στη Σκήτη της Αγίας Άννης, φθάσαμε στην κορυφή τού βουνού τού Αγίου Προφήτου Ήλιού, ή οποία είναι το ένα τρίτο στο ύψος τού μεγάλου, υψηλότατου Αγίου Άθω. Κάτω από το βουνό αυτό, σέ υψηλότατη θέση, από τη μεριά πού είναι προς τη θάλασσα, βρίσκεται μία σκήτη τού Αγίου Βασιλείου τού Μεγάλου, ή οποία ιδρύθηκε πριν από λίγο καιρό από μοναχούς πού ήρθαν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας σέ μέρος πολύ άγριο, το όποιο δεν έχει νερό ούτε και πηγή . Εξαιτίας αυτού ή σκήτη δεν έχει ούτε αμπέλια, ούτε ελαιόδεντρα, ούτε σύκα, ούτε κήπους, ούτε και κανένα άλλο εφόδιο για την επιβίωση, παρά μόνο το νερό της βροχής πού καλύπτει τις ανάγκες της αδελφότητας.
Μάς δημιουργήθηκε λοιπόν ή επιθυμία να πάμε στη σκήτη αυτή, χάρη και προσκύνησης, αλλά και για να επισκεφτούμε αυτόν τον τόπο, στον όποιο δεν είχαμε πάει έως τότε. Φθάσαμε λοιπόν στη σκήτη και καθίσαμε κοντά στον ιερό ναό, οπότε μάς είδε ένας ευλαβής μοναχός, ό όποιος μάς άνοιξε τον ναό, και μετά την προσκύνηση τού ναού και τών ιερών εικόνων, βγήκαμε έξω, οπότε μάς κάλεσε με αγάπη στο κελί του και βγήκε να πάει να μάς ετοιμάσει γεύμα και να μάς ξεκουράσει από την οδοιπορία.
Καθώς κοίταζα το τραπεζάκι πού ήταν κοντά στο παράθυρο, είδα να βρίσκεται εκεί ανοικτό ένα βιβλίο από το όποιο αντέγραφαν ένα άλλο. Ό αντιγραφέας ήταν τεχνίτης καλλιγράφος, καθώς δέ κοίταζα το βιβλίο είδα ότι ήταν τού Αγίου Πέτρου τού Δαμασκηνού. «Όταν το κοίταξα καλά, δεν μπορώ να πω πόση γέμισα ανέκφραστη πνευματική χαρά, αισθανόμενος ότι αξιώθηκα να αντικρίσω στη γη ουράνιο θησαυρό. Όταν επέστρεψε ό μοναχός στο κελί, άρχισα με μεγάλη χαρά και απερίγραπτη έκπληξη να τον ρωτώ, από πού, πέρα από κάθε προσδοκία μου, βρήκε ή οσιότητα του ένα τέτοιο βιβλίο. Αυτός μου είπε ότι υπάρχει και άλλο βιβλίο του ίδιου Αγίου, το όποιο έχει είκοσι τέσσερα κεφάλαια σέ αλφαβητική σειρά. Όταν τον ρώτησα αν έχουν και άλλα παρόμοια βιβλία, μου είπε ότι υπάρχουν τά ακόλουθα: τού Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου, του Αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου, όχι όμως όλα, του Αγίου Φιλοθέου, του Αγίου Ησυχίου, τού Αγίου Διαδόχου, τού Αγίου Θαλασσίου, τού Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, Λόγος περί προσευχής, τού Αγίου Νικηφόρου του Μοναχού, Λόγος περί προσευχής, το βιβλίο του Αγίου Ησαΐα, και άλλα παρόμοια βιβλία. Του Αγίου Νικήτα τού Στηθάτου, «σέ εμάς», είπε, «υπάρχουν μόνο είκοσι δύο κεφάλαια, αλλά ολόκληρο το βιβλίο υπάρχει μόνο στις βιβλιοθήκες τών μεγάλων μοναστηριών».
Όταν τον ρώτησα γιατί εγώ, ενώ με πόνο καρδιάς αναζητούσα αυτά τά βιβλία, δεν τά βρήκα και, ενώ ρωτούσα πολλά αξιόλογα πρόσωπα, δεν αξιώθηκα ούτε να ακούσω καν γι’ αυτά, αυτός μου απάντησε: «Ή αιτία, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι αυτά τά βιβλία είναι γραμμένα στην πιο καθαρή έλληνογραικική γλώσσα, την οποία στην εποχή μας έκτος από τούς μορφωμένους ανθρώπους ελάχιστοι την καταλαβαίνουν, οι περισσότεροι δέ δεν την καταλαβαίνουν καθόλου. Αυτός είναι ό λόγος πού τά βιβλία αυτά περιήλθαν σχεδόν σέ τέλεια λήθη, γι’ αυτό και εσύ, ενώ ρωτούσες γι’ αυτά, δεν αξιώθηκες ούτε να ακούσεις κάτι σχετικό».
Οι μοναχοί της σκήτης αυτής, ενόσω ακόμη ζούσαν στη χώρα τους, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, είχαν ακούσει αρκετά γι’ αυτά τά βιβλία, όταν δέ ήρθαν στο Άγιον Όρος, με πολύ κόπο και χρόνο και με δαπάνη όχι μικρή, από όσα εισέπρατταν από το εργόχειρο τους, πληρώνοντας μορφωμένα πρόσωπα, έμαθαν όχι μόνο την απλή αλλά και αυτή την αρχαία ελληνική γλώσσα, με τη βοήθεια δέ του Θεού βρήκαν σέ κάποια μοναστήρια τέτοια βιβλία, τά όποια αντιγράφουν και διαβάζουν και, το κατά δύναμη, ωφελούνται και στην πράξη από τη διδασκαλία τους. Όταν τά άκουσα αυτά χάρηκα πολύ με χαρά ανέκφραστη, διότι βρήκα στη γη ουράνιο θησαυρό. Άρχισα λοιπόν να τον ικετεύω θερμά, χάρη της αγάπης του Θεού, να αντιγράψει και για μένα παρόμοια βιβλία, υποσχόμενος να τού πληρώσω ότι τιμή θελήσει για τον κόπο του.
Αυτός όμως, έχοντας ό ίδιος πολλά να αντιγράψει, με παρέπεμψε σέ άλλον καλλιγράφο, ό όποιος ζούσε στην ίδια σκήτη. Τον ικέτευσα και αυτόν εγκαρδίως να μου αντιγράψει πατερικά βιβλία, υποσχόμενος να τον πληρώσω στο τριπλάσιο. Αυτός, χάρη της αγάπης του Θεού, και βλέποντας τη θερμή μου επιθυμία για την απόκτηση τέτοιων βιβλίων, δεν δέχθηκε να πληρωθεί στο τριπλάσιο, αλλά υποσχέθηκε μόνο στην κανονική τιμή, μολονότι δέ είχε πολλά να αντιγράψει, εντούτοις θα έκανε ότι μπορούσε για να αντιγράψει έστω και μέρος αυτών τών βιβλίων. Έτσι δύο χρόνια και κάτι πριν να εγκαταλείψουμε το Αγιον Όρος, ό καλλιγράφος εκείνος άρχισε να αντιγράφει με όση δύναμη είχε το χέρι του και αντέγραψε ένα μέρος τών τόσο επιθυμητών σέ εμένα βιβλίων, τά όποια δεχθήκαμε σαν δώρο τού Θεού, σταλμένο σέ εμάς από τον ουρανό, και βγήκαμε από το Άγιον Όρος Άθω, χάρη εύκολότερης εξυπηρέτησης στις έδώ χώρες τών απαραίτητων αναγκών μας για τη διατροφή της αδελφότητας μας.
Όταν εγκατασταθήκαμε λοιπόν στην Ιερά Μονή της Ντραγκομίρνα, άρχισα να σκέπτομαι έντονα και να φροντίζω με ποιο τρόπο θα μπορούσα ή να προβώ σέ διόρθωση τών σλαβικών πατερικών βιβλίων ή να αρχίσω να κάνω από την αρχή μεταφράσεις από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Και άρχισα το έργο κατά τον εξής τρόπο: ‘Ως οδηγό μου έθεσα τη μετάφραση τών πατερικών έργων στη μολδαβική γλώσσα. Ήταν αυτά πού είχαν μεταφράσει στη μητρική τους μολδοβλαχική γλώσσα, από τά ελληνικά πού είχα εγώ παραγγείλει στο Άγιον Όρος, οι αγαπημένοι μας αδελφοί, ιερομόναχοι Μακάριος και Ιλαρίων ό Διδάσκαλος , οι όποιοι ήταν μορφωμένοι άνθρωποι και έμπειροι μεταφραστές. «Ένα μέρος αυτών τών έργων είχε μεταφράσει ό αδελφός Μακάριος, ενόσω ήταν ακόμη στο Άγιον Όρος Άθω, ένα δέ μέρος όταν ήρθαμε στην Ντραγκομίρνα.
Επίσης και ό αξιότιμος διδάσκαλος Ιλαρίων μετέφρασε ένα μέρος αυτών στο μοναστήρι μας στην Ντραγκομίρνα. Μολονότι έκρινα ότι, χωρίς καμία αμφιβολία, αυτή ή μετάφρασή τους έπρεπε να είναι κατά πάντα ακριβής, ωστόσο άρχισα να διορθώνω τις παλιές μεταφράσεις από τά Αρχαιοελληνικά στη σλαβική γλώσσα και άλλα να τά μεταφράζω εξ υπαρχής, λαμβάνοντας προσεκτικά υπόψη και τά Αρχαιοελληνικά πού είχαν αντιγραφεί για εμένα στο Άγιον Όρος. Έτσι μετέφρασα έκ νέου τά εξής βιβλία : Τού Αγίου Αντωνίου τού Μεγάλου, τού Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, τού Αγίου Ησυχίου, τού Αγίου Φιλοθέου, του Αγίου Νείλου του Σιναΐτου, Περί προσευχής, του Αγίου Ήσαΐου του Άναχωρητού, Κεφάλαια περί προσευχής, και του Αγίου Θαλασσίου. Από αυτά, τά όποια είχαν μεταφρασθεί στο παρελθόν, διόρθωσα τά έξης: Του Αγίου Διαδόχου, του Αγίου Μακαρίου το δεύτερο, του Αγίου Ισαάκ, του Αγίου Γρηγορίου τού Σιναΐτου, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου τον Λόγο περί προσευχής και προσοχής, του Αγίου Κασσιανού του Ρωμαίου, Περί λογισμών, και τον Λόγο περί διακρίσεως και τά λοιπά.
Το έτος 1774 ήρθε από το Άγιον Όρος στην Ντραγκομίρνα (ενώ ακόμη βρισκόμασταν εκεί) ένας Έλληνας μοναχός, ονομαζόμενος Κωνστάντιος. Αυτός έφερε μαζί του ένα ελληνικό βιβλίο, το όποιο είχε αντιγράψει ό ίδιος με το χέρι του και περιλάμβανε μεγάλο αριθμό πατερικών έργων . Περιλαμβάνονταν σ’ αυτό μερικά έργα τά όποια έως τότε δεν είχα δει σέ σλαβική γλώσσα, τά όποια αυτός, μετά από επίμονο αίτημά μου τά αντέγραψε με το χέρι του.
Επειδή όμως δεν είχε καθόλου διδαχθεί τη γραμματική, γι’ αυτόν τον λόγο, όπως στο δικό του βιβλίο έτσι και σ’ αυτό πού αντέγραψε για εμάς, εξαιτίας της απειρίας στην ορθογραφία, έκανε πάμπολλα, αναρίθμητα λάθη. Πραγματικός έτσι ανακάλυψα τον χρυσό τών λόγων τών πατέρων, βουτηγμένο μέσα στο έλος της ανορθογραφίας, τον όποιο όμως, ακόμη και από τά καλώς καταρτισμένα άτομα, ποιό μπορεί να τον καθαρίσει, χωρίς να έχει αξιόπιστα αρχαιοελληνικά πρωτότυπα; Από τά έργα λοιπόν, πού με λάθη αντέγραψε εκείνος ό Κωνστάντιος, μετέφρασα τά έξης: Του Αγίου Μάρκου του Νηστευτού, του Αγίου Θεοδώρου του Εδέσσης και του Αγίου Νικήτα του Στηθάτου τά Τριακόσια κεφάλαια, τά όποια έργα, περισσότερο από όλα πού αναφέρθηκαν, δεν προσφέρονται τώρα όχι μόνο για εκτύπωση, άλλ’ ούτε και για να αντιγράφουν σέ άλλο μοναστήρι, εάν προηγουμένως δεν διορθωθούν με βάση αξιόπιστα έντυπα ή χειρόγραφα πρωτότυπα.
Έτσι, ύστερα από πολύ καιρό, όταν ήδη με τη χάρη τού Θεού άρχισα σ’ αυτή την προσπάθεια να φθάνω σέ κάποια μεγαλύτερη βελτίωση, βρήκα και στα μεταφρασμένα από εμάς (δηλαδή σέ συνεργασία με τούς αδελφούς πού προανέφερα) πολλά λάθη και τότε κάποια από αυτά τά μετέφρασα και για δεύτερη φορά. Αλλά και πάλι βρίσκονται μακριά από μία σωστή διόρθωση. «Όπως επίσης βρίσκονται και τα ίδια εκείνα αρχαιοελληνικά πού αντιγράφηκαν για εμένα στο Άγιον Όρος, διότι εξαιτίας της τότε απειρίας μου νόμιζα ότι δεν είχαν καθόλου λάθη. Σέ πολλά σημεία ανακαλύφθηκε πλήθος ορθογραφικών λαθών, τά όποια όμως, όπως είπα, χωρίς αξιόπιστα Αρχαιοελληνικά ήταν αδύνατο να διορθωθούν.
Παρουσίασα λοιπόν ολοκάθαρα στην οσιότητα σου ποιά ήταν ή προσπάθειά μου για τη διόρθωση τών σλαβικών πατερικών έργων από τά Αρχαιοελληνικά, ή και για την έκ νέου μετάφρασή τους στη σλαβική γλώσσα. Το έργο αυτό ήταν υπεράνω τών δυνάμεών μου, λόγω δέ της προαναφερθείσας αιτίας δεν έχει ακόμη περατωθεί. Γι’ αυτό λοιπόν τώρα, όχι μόνο για εκτύπωση, άλλ’ ούτε και για αντιγραφή σέ άλλο μοναστήρι δεν επιτρέπεται να δοθούν, προτού διορθωθούν τελείως με βάση τά αρχαίο- ελληνικά πρωτότυπα. Αυτός είναι ό λόγος για τον όποιο δεν μπόρεσα με κανέναν τρόπο να αποστείλω τέτοια έργα στην οσιότητα σου, για να τυπωθούν ή να αντιγραφούν. Φοβούμαι μήπως παραβιάσω τη χριστιανική και μοναχική μου συνείδηση εάν, για ένα έργο ατελές, την ή μέρα της φοβεράς κρίσεως του Θεού ή ψυχή μου καταδικαστεί. Εάν ή όσιότης σας, κατά την εντολή του Χριστού, έχει έστω και σταγόνα αληθινής, άσβεστης έως τώρα αγάπης, τότε δεν θα πρέπει να εκλάβετε τη μή αποστολή από μέρους μου πατερικών έργων ώς σημείο εχθρότητας ή έλλειψης φιλίας, ή ότι εγώ από φθόνο δεν θέλω το γενικό καλό όσων επιθυμούν να σωθούν και να ωφεληθούν από αυτά τά βιβλία. Να μην μου δώσει ό σωτήρας Χριστός τέτοια αφροσύνη!
Με τη χάρη τού Θεού, εκτός από τον λόγο πού περιέγραψα, δεν βλέπω στην ψυχή μου άλλο λόγο για τη μή αποστολή προς εσάς τών πατερικών έργων.
Ό πανιερώτατος κυρ Μακάριος, πρώην Μητροπολίτης Κορίνθου, από τη νεανική του ακόμη ηλικία, Θεού συνεργούντος, είχε τόση απερίγραπτη αγάπη για τά πατερικά συγγράμματα, τά αναφερόμενα στη νίψη και την προσοχή τού νοός, την ησυχία και τη νοερά προσευχή, ήτοι τη διά του νοός τελούμενη στην καρδιά τών εργαζόμενων αυτήν, ώστε όλη του τη ζωή να την αφιερώσει στην αναζήτηση τους και με το φίλεργο χέρι του, ώς εμπειρότατος στη θύραθεν παιδεία και χωρίς φειδώ σέ έξοδα, παράγγειλε την αντιγραφή τους.
Όταν ήρθε λοιπόν στο Αγιον Όρος, και με ανεκτίμητο ζήλο και μεγάλη επιμέλεια ερεύνησε τις βιβλιοθήκες των μεγάλων μοναστηριών, βρήκε τέτοια συγγράμματα πού προηγουμένως δεν τά είχε αποκτήσει. Προπάντων όμως στη βιβλιοθήκη της πανένδοξης και μεγίστης Μονής Βατοπεδίου ανακάλυψε ανεκτίμητο θησαυρό, δηλαδή βιβλίο περί ενώσεως τού νοός μετά τού Θεού, συλλογή από όλους τούς άγιους, πού είχε γίνει σέ αρχαίους χρόνους από μεγάλους ζηλωτές, και άλλα περί προσευχής συγγράμματα, για τά όποια εμείς ακόμη μέχρι και σήμερα δεν είχαμε ακούσει . Αυτά, με τη βοήθεια εμπειροτάτων αντιγραφέων και με μεγάλη δαπάνη, μέσα σέ λίγα χρόνια τά αντέγραψε και με μέγιστη επιμέλεια τά διάβασε ό ίδιος από το πρωτότυπο και τά διόρθωσε εγκύρως. Στην αρχή δέ τού κάθε συγγράμματος έγραψε και τούς βίους όλων τών Αγίων συγγραφέων τών έργων αυτών. Τότε αναχώρησε από το Αγιον Όρος με ανείπωτη χαρά, σαν να είχε βρει στη γη ουράνιο θησαυρό, και, αφού ήρθε στην ένδοξη μικρασιατική πόλη Σμύρνη, τά απέστειλε στη Βενετία με πολλά χρήματα, τά όποια συνέλεξε από ελεημοσύνες χριστιανών. Έστειλε τριάντα έξι πατερικά έργα, με αυτά δέ συναριθμείται και το έργο τού Αγίου Καλλίστου τού δευτέρου, περί του όποιου μαρτυρεί ό άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης.
Έκτος δέ από αυτά έστειλε και το μεγάλο Πατερικόν της Σκήτης της Αιγύπτου, ώστε όλα να εκδοθούν από τυπογραφείο.
Όπως δέ προσφάτως με πληροφόρησε κάποιο πρόσωπο με επιστολή, έχει κατά νου, με τη βοήθεια τού Θεού, τά βιβλία αυτά να έρθουν στο φώς τυπωμένα. Συντόμως σκέπτεται να παραδώσει στο τυπογραφείο και το μεγάλο βιβλίο του Αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, το όποιο είναι έτοιμο γι’ αυτόν τον σκοπό. Είναι αλήθεια ότι ή απόφαση αυτή του Μητροπολίτου κυρ Μακαρίου, για την εκτύπωση τέτοιου είδους συγγραμμάτων, είχε ληφθεί προ μακρού χρόνου, προκειμένου να μην περιπέσουν σέ οριστική λήθη τά ιερά αυτά συγγράμματα και εξαφανιστούν από προσώπου της γης, κάτι πού παρά λίγο να συμβεί. Πράγματι ό ίδιος κατάλαβε τί έργο είχε αναλάβει και σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του την εξάντλησε στην εντατική αναζήτηση αυτών τών συγγραμμάτων παντού, προπάντων όμως στο Άγιον Όρος Άθω, όπου, αναζητώντας τα με κάθε τρόπο, τελικώς ανακάλυψε αυτόν τον πνευματικό θησαυρό, σαν να ήταν από πολλά χρόνια θαμμένος στη γη και στην παντελή λήθη.
Στον πνευματικό αγώνα τών αθλητών του μοναχικού βίου με τά αόρατα πνεύματα τολμώ να πω ότι είναι αυτά τά συγγράμματα πιο απαραίτητα και από την ίδια την αναπνοή. Οι ζηλωτές θα μπορούν πια, ευκολότερα και με λιγότερα έξοδα από ότι με τά χειρόγραφα, να αποκτούν τά έντυπα αυτά βιβλία για την οικοδομή τους.
Όλα αυτά τά πληροφόρησα στην οσιότητα σας, αρχίζοντας σιγά σιγά να σάς μεταβιβάζω τη συμβουλή μου για το με ποιόν τρόπο θα μπορούσε ή οσιότητα σας με την αδελφότητα και εμείς, με το δικό μας κοινόβιο, να αξιωθούμε να αποκτήσουμε τά πραγματικά, τά χωρίς κανένα λάθος, σλαβικά πατερικά βιβλία.
Γνωρίζετε ή οσιότητα σας ότι με την ανέκφραστη του Θεού φιλανθρωπία, κατά τούς έσχατους καιρούς, ή πάσης Ρωσίας Εκκλησία μας αξιώθηκε να λάβει την αγία ορθόδοξη πίστη και το ορθόδοξο βάπτισμα από την Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία. Με την αγία πίστη έλαβε και την Αγία Γραφή και όλα τά ιερά βιβλία, τά εκκλησιαστικά και τών Αγίων διδασκάλων και τά πατερικά, τά μεταφρασμένα από τά Έλληνογραικικά. Αυτά είναι οι πηγές τών σλαβικών βιβλίων, διότι αλλιώς δεν θα προέκυπταν σλαβικά βιβλία. Με τον καιρό λοιπόν ή Αγία Γραφή και όλα τά εκκλησιαστικά βιβλία, με τη χάρη τού Θεού, αξιώθηκαν να δεχθούν διόρθωση με βάση τά Έλληνογραικικά, πού ήταν οι πηγές τους, ενώ τά πατερικά απέμειναν στην παλαιά τους μετάφραση, και έως και τώρα δεν αξιώθηκαν να διορθωθούν με βάση τις πηγές τους, τά έλληνογραικικά βιβλία. Επιπλέον από τούς αδέξιους αντιγραφείς δέχθηκαν άπειρα λάθη, και παρίσταται επιτακτική ανάγκη να διορθωθούν και αυτά με βάση τις πηγές τους.
*Όσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, UNIVERSITY PRESS, ΑΝΤΩΝΙΟΣ-ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΤΑΧΙΑΟΣ
πηγη