«Ἐπιδιόρθωνα τὰ δωμάτια τῆς Μονῆς. Κάποια ἡμέρα λίγο πρὶν τὸ μεσημέρι ἐπειδὴ κουράστηκα ξάπλωσα σ’ ἕνα κρεβατάκι ἑνὸς δωματίου, τοῦ ὁποίου διόρθωνα τὸ ταβάνι, γιὰ νὰ ξεκουραστῶ λιγάκι.
Ξαφνικὰ ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκε μέσα βίαια ἕνας στρατιώτης μὲ κάτι παλιὲς γκέτες. Εἶχε ἕνα μόνο μάτι στὸ μέτωπο καὶ φώναζε ἀγριεμένος:
- Ἐδῶ εἶσαι λοιπόν; Τώρα θὰ δεῖς τί θὰ πάθεις.
Καὶ μαζὶ μὲ’ αὐτὸν μπῆκαν στὸ δωμάτιο περίπου δεκαοκτὼ δαίμονες μὲ διάφορες μορφὲς διάφορες σὰν ἄνθρωποι, σὰν πίθηκοι κ.λ.π. Ὄρμηξαν ἐπάνω μου κι ἄρχισαν νὰ μὲ χτυποῦν καὶ νὰ μὲ βασανίζουν. Ἐγὼ προσπάθησα νὰ κάω τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κρατοῦσαν τὸ χέρι κι ἕνας μου ἄνοιγε τὰ δάχτυλα, ὥστε νὰ μὴ μπορέσω νὰ σχηματίσω μὲ τὰ τρία δάχτυλά μου τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὰ χτυπήματα καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερα δὲν περιγράφονται. Ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ ἀπὸ τὴ μύτη μου ἔτρεχαν αἵματα, τὰ χείλη... μου πρησμένα, τὰ γένειά μου καὶ τὰ μαλλιά μου μαδημένα, τὰ ράσα μου ἀνοιγμένα καὶ τὸ παντελόνι μου κατεβασμένο, γιατί ἀκόμη καὶ στὰ ἀπόκρυφα μέρη μου ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ μὲ βασανίσουν.
- Μὲ βλέπεις ἐμένα; Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ πιάνω ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ δὲν σ’ ἀφήνω νὰ διαβάζεις καθαρά. Ὁ ἄλλος:
- Ἐγὼ εἶμαι πού σου κάνω τὸ τάδε κ.λ.π.
Ὁ καθένας μου ἀνέφερε καὶ τοὺς πειρασμοὺς πού μου προξενοῦσε. Κάποια στιγμὴ ἐπιτέλους μπόρεσα κι ἀπελευθέρωσα τὸ χέρι μου κι ἔκανα τὸ Σταυρό μου.
- Δὲν ἀνέβηκες πάνω γιαγιὰ νὰ μὲ βοηθήσεις, οἱ δαίμονες μὲ σκότωσαν στὸ ξύλο τῆς εἶπα.
- Ἄκουγα πάτερ Ἰάκωβε τὰ χτυπήματα καὶ τὸ θόρυβο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι ἐργαζόσουν καὶ χτυποῦσες ἐσύ, μοῦ εἶπε ἐκείνη».
(Ἕνας ἅγιος Γέροντας ὁ μακαριστὸς π. Ἰάκωβος, ἔκδοση τῶν Πατέρων τῆς Ι.Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, σέλ.42-43
Ἂς ἀφήσουμε τὸ Γέροντα νὰ μᾶς διηγηθεῖ:
Ξαφνικὰ ἄνοιξε ἡ πόρτα καὶ μπῆκε μέσα βίαια ἕνας στρατιώτης μὲ κάτι παλιὲς γκέτες. Εἶχε ἕνα μόνο μάτι στὸ μέτωπο καὶ φώναζε ἀγριεμένος:
- Ἐδῶ εἶσαι λοιπόν; Τώρα θὰ δεῖς τί θὰ πάθεις.
Καὶ μαζὶ μὲ’ αὐτὸν μπῆκαν στὸ δωμάτιο περίπου δεκαοκτὼ δαίμονες μὲ διάφορες μορφὲς διάφορες σὰν ἄνθρωποι, σὰν πίθηκοι κ.λ.π. Ὄρμηξαν ἐπάνω μου κι ἄρχισαν νὰ μὲ χτυποῦν καὶ νὰ μὲ βασανίζουν. Ἐγὼ προσπάθησα νὰ κάω τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἀλλὰ τρεῖς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κρατοῦσαν τὸ χέρι κι ἕνας μου ἄνοιγε τὰ δάχτυλα, ὥστε νὰ μὴ μπορέσω νὰ σχηματίσω μὲ τὰ τρία δάχτυλά μου τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.
Τὰ χτυπήματα καὶ τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερα δὲν περιγράφονται. Ἀπὸ τὸ στόμα μου καὶ ἀπὸ τὴ μύτη μου ἔτρεχαν αἵματα, τὰ χείλη... μου πρησμένα, τὰ γένειά μου καὶ τὰ μαλλιά μου μαδημένα, τὰ ράσα μου ἀνοιγμένα καὶ τὸ παντελόνι μου κατεβασμένο, γιατί ἀκόμη καὶ στὰ ἀπόκρυφα μέρη μου ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ μὲ βασανίσουν.
Τὰ δάχτυλά μου στραμπουληγμένα, ὁ ὦμος μου σχεδὸν βγαλμένος, τ’ αὐτιά μου ν’ ἀκοῦν τὰ γεμάτα μίσος λόγια τους. Ὁ ἕνας μου ἔλεγε:
- Μὲ βλέπεις ἐμένα; Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σὲ πιάνω ἀπὸ τὸ λαιμὸ καὶ δὲν σ’ ἀφήνω νὰ διαβάζεις καθαρά. Ὁ ἄλλος:
- Ἐγὼ εἶμαι πού σου κάνω τὸ τάδε κ.λ.π.
Ὁ καθένας μου ἀνέφερε καὶ τοὺς πειρασμοὺς πού μου προξενοῦσε. Κάποια στιγμὴ ἐπιτέλους μπόρεσα κι ἀπελευθέρωσα τὸ χέρι μου κι ἔκανα τὸ Σταυρό μου.
Οἱ δαίμονες ἀμέσως τότε πήδηξαν ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ ἔφυγαν ἀφήνοντας μὲ μισοπεθαμένο. Μάζεψα τὰ ροῦχα μου καὶ κατέβηκα, ὅπως μπόρεσα κάτω στὴν κουζίνα, ὅπου ἦταν μία γιαγιὰ προσκυνήτρια. Μόλις μὲ εἶδε τρόμαξε.
- Δὲν ἀνέβηκες πάνω γιαγιὰ νὰ μὲ βοηθήσεις, οἱ δαίμονες μὲ σκότωσαν στὸ ξύλο τῆς εἶπα.
- Ἄκουγα πάτερ Ἰάκωβε τὰ χτυπήματα καὶ τὸ θόρυβο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι ἐργαζόσουν καὶ χτυποῦσες ἐσύ, μοῦ εἶπε ἐκείνη».
(Ἕνας ἅγιος Γέροντας ὁ μακαριστὸς π. Ἰάκωβος, ἔκδοση τῶν Πατέρων τῆς Ι.Μονῆς Ὁσίου Δαβίδ, σέλ.42-43
Ἂς ἀφήσουμε τὸ Γέροντα νὰ μᾶς διηγηθεῖ: