Ο Όσιος Ευθύμιος ο Θαυματουργός γεννήθηκε το έτος 1316 μ.Χ. στην πόλη Νίζνιυ-Νόβγκοροντ της Ρωσίας, μια μικρή πόλη τοποθετημένη στην συμβολή των ποταμών Βόλγα και Όκα, στο πριγκιπάτο της Σουζδαλίας.
Ήταν τα χρόνια του ταταρικού ζυγού και των εσωτερικών πολέμων ανάμεσα στους Ρώσους πρίγκιπες.
Ο Όσιος από την παιδική του ηλικία εξεδήλωσε την δίψα του για τα γράμματα και την αγάπη του προς τον μοναχικό βίο. Στην παιδική του ηλικία, υπό την καθοδήγηση του εφημέριου του χωριού του, άρχισε να μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, για να είναι σε θέση να διαβάζει τις θείες Γραφές και τα έργα των Αγίων Πατέρων.
Με το πέρασμα του καιρού, στην ψυχή του νεαρού ωρίμασε η απόφαση να αφιερώσει τελείως την ζωή του στον Θεό. Αναζήτησε, λοιπόν, έναν πνευματικό καθοδηγητή που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην οδό της τελειώσεως. Την πνευματική καθοδήγησή του ανέλαβε ο Άγιος Διονύσιος, μοναχός στη μονή των Σπηλαίων του Νιζνέγκοροντ και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας (15 Οκτωβρίου).
Ο τελευταίος πρίγκιπας της Σουζδαλίας, Μπόρις, το έτος 1351 μ.Χ. αποφάσισε να ιδρύσει στην γενέτειρά του ένα μοναστήρι και για τον σκοπό αυτό επιθυμούσε να λάβει την ευλογία του ηγουμένου της μονής της Αναλήψεως, Αγίου Διονυσίου. Αφού έλαβε την ευλογία, ο πρίγκιπας ζήτησε να του αποστείλουν ένα μοναχό για να επιτηρεί την κατασκευή και την οργάνωση του μοναστηριού. Ο πρίγκιπας επέστρεψε στη Σουζδαλία, με την ευλογία και την υπόσχεση του Αγίου Διονυσίου ότι θα τον βοηθήσει.
Στο μεταξύ, ο Άγιος Διονύσιος επέλεξε ανάμεσα από τους μαθητές του όχι μόνο αυτόν που θα έστελνε στη Σουζδαλία, αλλά και άλλους μοναχούς για να τους στείλει σε άλλα μέρη, ώστε να διακονήσουν την Εκκλησία και τον λαό και να διαδοθεί ο μοναχισμός. Αφού κλήθηκε η αδελφότητα, ο Άγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχούς από τους πιο δυνατούς στην πίστη και ζηλωτές και τους απέστειλε σε όλες τις βορειοανατολικές περιοχές της Ρωσίας. Ο Όσιος Ευθύμιος, που ήταν την εκείνη την εποχή τριάντα έξι ετών, ανέλαβε την υποχρέωση αν πάει στη Σουζδαλία, στον πρίγκιπα Μπόρις.
Η κατασκευή του ναού ολοκληρώθηκε το έτος 1352 μ.Χ. και ήταν τόσο περίλαμπρος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων. Ο πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εικονογραφικά το ναό με δικά του έξοδα. Ο ναός εγκαινιάσθηκε επίσημα, αλλά η κατασκευή του ήταν μονάχα η αρχή του καθήκοντος που είχε ανατεθεί στον Όσιο Ευθύμιο. Πράγματι, απέμενε να κατασκευασθούν τα κελιά για τους μοναχούς, η τραπεζαρία, διάφορα άλλα προσκτίσματα, καθώς και τα τείχη που θα ξεχώριζαν τη μονή από τον λοιπό κόσμο. Μέχρι εκείνη την στιγμή ο Ευθύμιος ήταν ένας απλός μοναχός, αλλά τώρα που θα γινόταν ο πνευματικός οδηγός της μονής, χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο πρώτα διάκονος και έπειτα πρεσβύτερος, για να τοποθετηθεί αργότερα αρχιμανδρίτης της μονής.
Ο πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε με γενναιοδωρία στην κατασκευή της μονής, δωρίζοντας χρυσό και ασήμι για το επιχρύσωμα των τρούλων του ναού και άλλα υλικά. Ο Όσιος φρόντιζε για το ιερό αυτό έργο με την εργασία, την άσκηση, τα δάκρυα και την αδιάλειπτη προσευχή.
Όσο αυστηρός ήταν με τον εαυτό του, ο Όσιος Ευθύμιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ήταν προς τους άλλους. Το μοναστήρι του, τοποθετημένο στα περίχωρα μια μεγάλης πόλεως, που ήταν σταυροδρόμι πολλών οδών, ήταν ανοικτό για όλους. Ο ηγούμενος δεν αρνιόταν ποτέ να βοηθήσει όποιον του το ζητούσε. Ο ξένος εύρισκε κοντά του καταφύγιο, ο φτωχός ελεημοσύνη, ο πεινασμένος τροφή. Η ελεημοσύνη και γενναιοδωρία του σε ορισμένους φαινόταν υπερβολική και έτσι αναγκαζόταν να ελεεί στα κρυφά, για να μην διεγείρει παράπονα εκ μέρους της αδελφότητας και την οδηγήσει σε πειρασμούς. Εξαγόρασε τα χρέη αυτών που δεν είχαν τα μέσα να αποπληρώσουν τους οφειλέτες τους και συχνά χάριζε τα χρέη που άλλοι όφειλαν στη μονή. Εξέθετε τους άδικους και διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας από καταχρήσεις όλους όσοι είχαν άδικα καταδικασθεί και παρακαλούσε να συμπεριφέρονται στους αληθινούς εγκληματίες με επιείκεια και φιλευσπλαχνία. Κάθε αμαρτωλός που αναζητούσε την σωτηρία, εύρισκε σε αυτόν τον οδηγό της μετάνοιας. Με την προσευχή του θεράπευε ασθενείς και δίωκε τα δαιμόνια.
Όταν ο Όσιος ένιωσε ότι το τέλος του είναι πλέον κοντά, κάλεσε όλους τους μοναχούς και ευλόγησε τον καθένα ξεχωριστά. Τους εμπιστεύθηκε όλους στα χέρια του Θεού. Τους ασπάσθηκε πατρικά και ζήτησε συγγνώμη από όλους. Στην συνέχεια κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παράδωσε την ψυχή του στον Άγιο Θεό. Ο Όσιος Ευθύμιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1404 μ.Χ., σε ηλικία ογδόντα οκτώ ετών. Οι μοναχοί ενταφίασαν το ιερό λείψανό του κάτω από τα τείχη του ναού της Μεταμορφώσεως, στο μνήμα που κατά την κατασκευή του ναού, ο Όσιος είχε κτίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Μετά την κοίμησή του, ο Όσιος Ευθύμιος συνέχισε να προστατεύει το μοναστήρι, όπως μαρτυρούν τα πολλά θαύματα που έλαβαν χώρα πλησίον του τάφου του. Στις 4 Ιουλίου 1507 μ.Χ., με την ευκαιρία της ανακατασκευής του ναού, τα ιερά λείψανά του βράθηκαν άφθαρτα.
Ήταν τα χρόνια του ταταρικού ζυγού και των εσωτερικών πολέμων ανάμεσα στους Ρώσους πρίγκιπες.
Ο Όσιος από την παιδική του ηλικία εξεδήλωσε την δίψα του για τα γράμματα και την αγάπη του προς τον μοναχικό βίο. Στην παιδική του ηλικία, υπό την καθοδήγηση του εφημέριου του χωριού του, άρχισε να μαθαίνει να διαβάζει και να γράφει, για να είναι σε θέση να διαβάζει τις θείες Γραφές και τα έργα των Αγίων Πατέρων.
Με το πέρασμα του καιρού, στην ψυχή του νεαρού ωρίμασε η απόφαση να αφιερώσει τελείως την ζωή του στον Θεό. Αναζήτησε, λοιπόν, έναν πνευματικό καθοδηγητή που θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην οδό της τελειώσεως. Την πνευματική καθοδήγησή του ανέλαβε ο Άγιος Διονύσιος, μοναχός στη μονή των Σπηλαίων του Νιζνέγκοροντ και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Σουζδαλίας (15 Οκτωβρίου).
Ο τελευταίος πρίγκιπας της Σουζδαλίας, Μπόρις, το έτος 1351 μ.Χ. αποφάσισε να ιδρύσει στην γενέτειρά του ένα μοναστήρι και για τον σκοπό αυτό επιθυμούσε να λάβει την ευλογία του ηγουμένου της μονής της Αναλήψεως, Αγίου Διονυσίου. Αφού έλαβε την ευλογία, ο πρίγκιπας ζήτησε να του αποστείλουν ένα μοναχό για να επιτηρεί την κατασκευή και την οργάνωση του μοναστηριού. Ο πρίγκιπας επέστρεψε στη Σουζδαλία, με την ευλογία και την υπόσχεση του Αγίου Διονυσίου ότι θα τον βοηθήσει.
Στο μεταξύ, ο Άγιος Διονύσιος επέλεξε ανάμεσα από τους μαθητές του όχι μόνο αυτόν που θα έστελνε στη Σουζδαλία, αλλά και άλλους μοναχούς για να τους στείλει σε άλλα μέρη, ώστε να διακονήσουν την Εκκλησία και τον λαό και να διαδοθεί ο μοναχισμός. Αφού κλήθηκε η αδελφότητα, ο Άγιος Διονύσιος διάλεξε δώδεκα μοναχούς από τους πιο δυνατούς στην πίστη και ζηλωτές και τους απέστειλε σε όλες τις βορειοανατολικές περιοχές της Ρωσίας. Ο Όσιος Ευθύμιος, που ήταν την εκείνη την εποχή τριάντα έξι ετών, ανέλαβε την υποχρέωση αν πάει στη Σουζδαλία, στον πρίγκιπα Μπόρις.
Η κατασκευή του ναού ολοκληρώθηκε το έτος 1352 μ.Χ. και ήταν τόσο περίλαμπρος που προκαλούσε τον θαυμασμό όλων. Ο πρίγκιπας Μπόρις διακόσμησε εικονογραφικά το ναό με δικά του έξοδα. Ο ναός εγκαινιάσθηκε επίσημα, αλλά η κατασκευή του ήταν μονάχα η αρχή του καθήκοντος που είχε ανατεθεί στον Όσιο Ευθύμιο. Πράγματι, απέμενε να κατασκευασθούν τα κελιά για τους μοναχούς, η τραπεζαρία, διάφορα άλλα προσκτίσματα, καθώς και τα τείχη που θα ξεχώριζαν τη μονή από τον λοιπό κόσμο. Μέχρι εκείνη την στιγμή ο Ευθύμιος ήταν ένας απλός μοναχός, αλλά τώρα που θα γινόταν ο πνευματικός οδηγός της μονής, χειροτονήθηκε από τον Επίσκοπο πρώτα διάκονος και έπειτα πρεσβύτερος, για να τοποθετηθεί αργότερα αρχιμανδρίτης της μονής.
Ο πρίγκιπας Μπόρις συνεισέφερε με γενναιοδωρία στην κατασκευή της μονής, δωρίζοντας χρυσό και ασήμι για το επιχρύσωμα των τρούλων του ναού και άλλα υλικά. Ο Όσιος φρόντιζε για το ιερό αυτό έργο με την εργασία, την άσκηση, τα δάκρυα και την αδιάλειπτη προσευχή.
Όσο αυστηρός ήταν με τον εαυτό του, ο Όσιος Ευθύμιος, τόσο φιλεύσπλαχνος ήταν προς τους άλλους. Το μοναστήρι του, τοποθετημένο στα περίχωρα μια μεγάλης πόλεως, που ήταν σταυροδρόμι πολλών οδών, ήταν ανοικτό για όλους. Ο ηγούμενος δεν αρνιόταν ποτέ να βοηθήσει όποιον του το ζητούσε. Ο ξένος εύρισκε κοντά του καταφύγιο, ο φτωχός ελεημοσύνη, ο πεινασμένος τροφή. Η ελεημοσύνη και γενναιοδωρία του σε ορισμένους φαινόταν υπερβολική και έτσι αναγκαζόταν να ελεεί στα κρυφά, για να μην διεγείρει παράπονα εκ μέρους της αδελφότητας και την οδηγήσει σε πειρασμούς. Εξαγόρασε τα χρέη αυτών που δεν είχαν τα μέσα να αποπληρώσουν τους οφειλέτες τους και συχνά χάριζε τα χρέη που άλλοι όφειλαν στη μονή. Εξέθετε τους άδικους και διεφθαρμένους δικαστές, προστατεύοντας από καταχρήσεις όλους όσοι είχαν άδικα καταδικασθεί και παρακαλούσε να συμπεριφέρονται στους αληθινούς εγκληματίες με επιείκεια και φιλευσπλαχνία. Κάθε αμαρτωλός που αναζητούσε την σωτηρία, εύρισκε σε αυτόν τον οδηγό της μετάνοιας. Με την προσευχή του θεράπευε ασθενείς και δίωκε τα δαιμόνια.
Όταν ο Όσιος ένιωσε ότι το τέλος του είναι πλέον κοντά, κάλεσε όλους τους μοναχούς και ευλόγησε τον καθένα ξεχωριστά. Τους εμπιστεύθηκε όλους στα χέρια του Θεού. Τους ασπάσθηκε πατρικά και ζήτησε συγγνώμη από όλους. Στην συνέχεια κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και παράδωσε την ψυχή του στον Άγιο Θεό. Ο Όσιος Ευθύμιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 1404 μ.Χ., σε ηλικία ογδόντα οκτώ ετών. Οι μοναχοί ενταφίασαν το ιερό λείψανό του κάτω από τα τείχη του ναού της Μεταμορφώσεως, στο μνήμα που κατά την κατασκευή του ναού, ο Όσιος είχε κτίσει με τα ίδια του τα χέρια.
Μετά την κοίμησή του, ο Όσιος Ευθύμιος συνέχισε να προστατεύει το μοναστήρι, όπως μαρτυρούν τα πολλά θαύματα που έλαβαν χώρα πλησίον του τάφου του. Στις 4 Ιουλίου 1507 μ.Χ., με την ευκαιρία της ανακατασκευής του ναού, τα ιερά λείψανά του βράθηκαν άφθαρτα.