Ὁ ὅσιος Σεραφείμ, τὸ ὁλοφώτεινο ἀστέρι τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας, ἔζησε, ἔδρασε καὶ ἔλαμψε στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα (1759-1833).
Γεννήθηκε στὶς 19 Ἰουλίου τοῦ 1759 στὴν πόλη Κοὺρκ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὰ δεκαεννέα του χρόνια. Στὴν ἡλικία αὐτὴ πῆρε τὴ γενναία ἀπόφαση ν᾿ ἀφοσιωθεῖ ὁλόψυχα στὸ Θεό· κι Ἐκεῖνος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ.
Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη δόκιμος, ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ ὑδρωπικία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἀσθενείας, θεραπεύθηκε θαυματουργικὰ μὲ ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου.
Στὴ μοναχική του κουρὰ (1786) ὀνομάστηκε Σεραφείμ -προηγουμένως εἶχε τὸ ὄνομα Πρόχορος. Τὸ ἴδιο ἔτος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν, ἱερεύς. Ὅταν λειτουργοῦσε, πετοῦσε στὰ οὐράνια, καὶ πολλὲς φορὲς ἀξιωνόταν νὰ βλέπει θαυμαστὰ ὁράματα καὶ ν᾿ ἀκούει ἀγγελικὲς μελῳδίες.
Διψώντας νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸ Θεό, Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀξιώσει ν᾿ ἀποσυρθεῖ σὲ κάποια ἐρημικὴ περιοχή. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ χειροτονία του σὲ ἱερέα, ἔλαβε ἄδεια ἀπὸ τὴ μονὴ ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὴ μελέτη, στὴ σιωπή, στὴν ἄσκηση, στὴν ἔντονη προσευχή. Γιὰ δεκαέξι χρόνια, βαθιὰ μέσα στὸ δάσος, ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀνεβαίνει, μέρα μὲ τὴ μέρα, τὴν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Τότε ἔκανε καὶ τὴ γνωστὴ ἄσκηση, τὶς «χίλιες νύχτες προσευχῆς»: Πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ξαγρύπνησε προσευχόμενος ἐπὶ χίλιες νύχτες.
Μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, διάβαζε ἀκατάπαυστα τὴν Ἁγία Γραφή. «Πρέπει νὰ τρέφεις, ἔλεγε, τὴν ψυχὴ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ εἶναι ὁ «ἄρτος τῶν ἀγγέλων». Μ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ τρέφονται οἱ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ Θεό». Εὐλαβεῖτο ἀφάνταστα τὴ Θεοτόκο. Στὸ πρόσωπό Της ἔβρισκε ἀνέκφραστη πνευματικὴ ἀγαλλίαση. Συχνὰ ἔλεγε: «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς χαρές».
Στὸ διάστημα ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, δέχθηκε ἐπίθεση λῃστῶν, ποὺ τὸν τραυμάτισαν βαριά, θεραπεύθηκε καὶ πάλι θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο.
Τὸ 1810 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελλί του, ἀσκούμενος στὴ σιωπή. Στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε τὸν κόσμο. Ἀργότερα ὅμως, τὸ 1815, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, ἄνοιξε τὸ κελλί του καὶ δεχόταν κάθε ἐπισκέπτη. Εἶχε ἀποκτήσει πιὰ φήμη ἁγίου καὶ φωτισμένου ἀνδρὸς καὶ ὁ κόσμος ἔτρεχε κοντά του νὰ ξεδιψάσει. Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του γιὰ ἄλλα δέκα χρόνια.
Σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν, κατόπιν ὁράματος καὶ προσταγῆς τῆς Θεοτόκου, ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ πλησίον καὶ ἄρχισε στὸ ἑξῆς τὸ ἔργο τοῦ «στάρετς», τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ.
Ἡ δράση τοῦ ὡς «στάρετς» ὑπῆρξε καταπληκτική. Ἀναρίθμητες ψυχὲς ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴ γαλήνη, τὴ χάρη, τὴ σωτηρία. Καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν νὰ φθάσουν μέχρι τὸ κελλί του, τὸν κατέκλυζαν μὲ ἐπιστολές.
Οἱ ἐπισκέπτες του ἐπέστρεφαν ἄλλοι ἄνθρωποι. Καθὼς προσευχόταν γι᾿ αὐτούς, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς μύρωνε τὸ μέτωπό τους μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, καθὼς τοὺς ἔδινε πνευματικὲς συμβουλές..., μιὰ μυστικὴ δύναμη ἁπλωνόταν στὶς ψυχές τους. «Ὁποιοσδήποτε ἐρχόταν στὸν στάρετς Σεραφείμ, ἔνιωθε νὰ τὸν ἀγγίζει ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὸν καὶ ν᾿ ἀγκαλιάζει τὴν ψυχή του». Σ᾿ ὅλους μοίραζε εἰρήνη, χαρά, θεϊκὲς εὐλογίες.
Συνιστοῦσε συχνὰ τὴν εἰρήνη: «Ἀπόκτησε τὴν πνευματικὴ εἰρήνη καὶ τότε χιλιάδες ψυχὲς ὁλόγυρά σου θὰ βροῦν τὴ λύτρωση». Σχετικὰ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, δίδασκε: «Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μιλοῦσε πολὺ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Χαιρετοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες του μὲ τὰ λόγια: «Χαρά μου, Χριστὸς ἀνέστη!». Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦσε, ἀπήγγελλε τὸν πασχαλινὸ κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...».
Ἀπὸ τὰ πνευματικά του χαρίσματα, τί νὰ πρωτοαναφέρουμε; Τὸ μάτι του διέσχιζε τὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Εἶχε βλέμμα προφήτου. Προέβλεπε τὰ μέλλοντα. Ἀπαντοῦσε σὲ ἐπιστολὲς χωρὶς νὰ τὶς ἀνοίξει, γιατὶ γνώριζε τὸ περιεχόμενό τους. Θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του πλῆθος ἀρρώστων. Πολλὲς φορὲς τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Καὶ μέσα στὸ δάσος, ὅταν ἀσκήτευε, εἶχε φιλίες μὲ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ ζῷα, καὶ μάλιστα μὲ μιὰ πελώρια ἀρκούδα, ποὺ κάθε μέρα ἐρχόταν νὰ φιλευτεῖ ἀπὸ τὸ χέρι του! Ζωὴ προπτωτική, παραδεισένια!
Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε ὁσιακός. Στὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1833 βρέθηκε νεκρός, γονατισμένος, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν προηγούμενη μέρα εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εἶχε ἀποχαιρετήσει τοὺς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ θὰ μείνει ἀξέχαστο. Ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λίγες παρόμοιες μορφὲς γνώρισε. Τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του θὰ δυναμώνουν πάντα τοὺς πιστούς.
Ἅγιος ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα τὸ 1903. Ἢ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 2 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ καὶ στὶς 19 Ἰουλίου -ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Ἡ ἁγιότητά του γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο γνωστὴ στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ κόσμο.
Συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴ Ρωσία ὑπῆρξε ἡ εὕρεση τῆς σοροῦ του, τὸ 1990, καὶ ἡ μεταφορά της στὴ γυναικεία Μονὴ τοῦ Ντιβέγιεβο (τὴν ὁποία ὁ ὅσιος εἶχε ὑπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση καὶ προστασία).
Εἴθε οἱ πρεσβεῖες του νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς ἐμπνέει.
Γεννήθηκε στὶς 19 Ἰουλίου τοῦ 1759 στὴν πόλη Κοὺρκ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ μέχρι τὰ δεκαεννέα του χρόνια. Στὴν ἡλικία αὐτὴ πῆρε τὴ γενναία ἀπόφαση ν᾿ ἀφοσιωθεῖ ὁλόψυχα στὸ Θεό· κι Ἐκεῖνος ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ.
Ἐνῷ ἦταν ἀκόμη δόκιμος, ἀρρώστησε βαριὰ ἀπὸ ὑδρωπικία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἀσθενείας, θεραπεύθηκε θαυματουργικὰ μὲ ἐπίσκεψη τῆς Θεοτόκου.
Στὴ μοναχική του κουρὰ (1786) ὀνομάστηκε Σεραφείμ -προηγουμένως εἶχε τὸ ὄνομα Πρόχορος. Τὸ ἴδιο ἔτος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ μετὰ ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, σὲ ἡλικία 34 ἐτῶν, ἱερεύς. Ὅταν λειτουργοῦσε, πετοῦσε στὰ οὐράνια, καὶ πολλὲς φορὲς ἀξιωνόταν νὰ βλέπει θαυμαστὰ ὁράματα καὶ ν᾿ ἀκούει ἀγγελικὲς μελῳδίες.
Διψώντας νὰ πλησιάσει περισσότερο τὸ Θεό, Τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀξιώσει ν᾿ ἀποσυρθεῖ σὲ κάποια ἐρημικὴ περιοχή. Ἕνα χρόνο μετὰ τὴ χειροτονία του σὲ ἱερέα, ἔλαβε ἄδεια ἀπὸ τὴ μονὴ ν᾿ ἀφοσιωθεῖ στὴ μελέτη, στὴ σιωπή, στὴν ἄσκηση, στὴν ἔντονη προσευχή. Γιὰ δεκαέξι χρόνια, βαθιὰ μέσα στὸ δάσος, ἀγωνιζόταν ν᾿ ἀνεβαίνει, μέρα μὲ τὴ μέρα, τὴν κλίμακα ποὺ ὁδηγεῖ στὸν οὐρανό. Τότε ἔκανε καὶ τὴ γνωστὴ ἄσκηση, τὶς «χίλιες νύχτες προσευχῆς»: Πάνω σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα, ξαγρύπνησε προσευχόμενος ἐπὶ χίλιες νύχτες.
Μαζὶ μὲ τὴν προσευχή, διάβαζε ἀκατάπαυστα τὴν Ἁγία Γραφή. «Πρέπει νὰ τρέφεις, ἔλεγε, τὴν ψυχὴ μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ ὁ λόγος τοῦ θεοῦ εἶναι ὁ «ἄρτος τῶν ἀγγέλων». Μ᾿ αὐτὸν πρέπει νὰ τρέφονται οἱ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν μὲ πάθος τὸ Θεό». Εὐλαβεῖτο ἀφάνταστα τὴ Θεοτόκο. Στὸ πρόσωπό Της ἔβρισκε ἀνέκφραστη πνευματικὴ ἀγαλλίαση. Συχνὰ ἔλεγε: «Ἡ Παναγία εἶναι ἡ χαρά, ἡ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες τὶς χαρές».
Στὸ διάστημα ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, δέχθηκε ἐπίθεση λῃστῶν, ποὺ τὸν τραυμάτισαν βαριά, θεραπεύθηκε καὶ πάλι θαυματουργικὰ ἀπὸ τὴ Θεοτόκο.
Τὸ 1810 ἐπέστρεψε ἀπὸ τὴν ἔρημο στὴ Μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἔμεινε ἔγκλειστος στὸ κελλί του, ἀσκούμενος στὴ σιωπή. Στὴν ἀρχὴ ἀπέφευγε τὸν κόσμο. Ἀργότερα ὅμως, τὸ 1815, σὲ ἡλικία 56 ἐτῶν, ἄνοιξε τὸ κελλί του καὶ δεχόταν κάθε ἐπισκέπτη. Εἶχε ἀποκτήσει πιὰ φήμη ἁγίου καὶ φωτισμένου ἀνδρὸς καὶ ὁ κόσμος ἔτρεχε κοντά του νὰ ξεδιψάσει. Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, δὲν βγῆκε ποτὲ ἀπὸ τὸ κελλί του γιὰ ἄλλα δέκα χρόνια.
Σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν, κατόπιν ὁράματος καὶ προσταγῆς τῆς Θεοτόκου, ἀφιερώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴ διακονία τοῦ πλησίον καὶ ἄρχισε στὸ ἑξῆς τὸ ἔργο τοῦ «στάρετς», τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγητοῦ.
Ἡ δράση τοῦ ὡς «στάρετς» ὑπῆρξε καταπληκτική. Ἀναρίθμητες ψυχὲς ἔτρεχαν κοντά του, γιὰ νὰ βροῦν τὴ γαλήνη, τὴ χάρη, τὴ σωτηρία. Καὶ ὅσοι δὲν μποροῦσαν νὰ φθάσουν μέχρι τὸ κελλί του, τὸν κατέκλυζαν μὲ ἐπιστολές.
Οἱ ἐπισκέπτες του ἐπέστρεφαν ἄλλοι ἄνθρωποι. Καθὼς προσευχόταν γι᾿ αὐτούς, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καθὼς μύρωνε τὸ μέτωπό τους μὲ λάδι ἀπὸ τὸ καντήλι τῆς Παναγίας, καθὼς τοὺς ἔδινε πνευματικὲς συμβουλές..., μιὰ μυστικὴ δύναμη ἁπλωνόταν στὶς ψυχές τους. «Ὁποιοσδήποτε ἐρχόταν στὸν στάρετς Σεραφείμ, ἔνιωθε νὰ τὸν ἀγγίζει ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ὑπῆρχε σ᾿ αὐτὸν καὶ ν᾿ ἀγκαλιάζει τὴν ψυχή του». Σ᾿ ὅλους μοίραζε εἰρήνη, χαρά, θεϊκὲς εὐλογίες.
Συνιστοῦσε συχνὰ τὴν εἰρήνη: «Ἀπόκτησε τὴν πνευματικὴ εἰρήνη καὶ τότε χιλιάδες ψυχὲς ὁλόγυρά σου θὰ βροῦν τὴ λύτρωση». Σχετικὰ μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας, δίδασκε: «Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Μιλοῦσε πολὺ γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Χαιρετοῦσε τοὺς ἐπισκέπτες του μὲ τὰ λόγια: «Χαρά μου, Χριστὸς ἀνέστη!». Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κοινωνοῦσε, ἀπήγγελλε τὸν πασχαλινὸ κανόνα «Ἀναστάσεως ἡμέρα...».
Ἀπὸ τὰ πνευματικά του χαρίσματα, τί νὰ πρωτοαναφέρουμε; Τὸ μάτι του διέσχιζε τὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Εἶχε βλέμμα προφήτου. Προέβλεπε τὰ μέλλοντα. Ἀπαντοῦσε σὲ ἐπιστολὲς χωρὶς νὰ τὶς ἀνοίξει, γιατὶ γνώριζε τὸ περιεχόμενό τους. Θεράπευε μὲ τὴν προσευχή του πλῆθος ἀρρώστων. Πολλὲς φορὲς τὸ πρόσωπό του ἄστραφτε σὰν ἥλιος. Καὶ μέσα στὸ δάσος, ὅταν ἀσκήτευε, εἶχε φιλίες μὲ τὰ ἄγρια πουλιὰ καὶ ζῷα, καὶ μάλιστα μὲ μιὰ πελώρια ἀρκούδα, ποὺ κάθε μέρα ἐρχόταν νὰ φιλευτεῖ ἀπὸ τὸ χέρι του! Ζωὴ προπτωτική, παραδεισένια!
Ὁ θάνατός του ὑπῆρξε ὁσιακός. Στὶς 2 Ἰανουαρίου τοῦ 1833 βρέθηκε νεκρός, γονατισμένος, μὲ τὰ μάτια προσηλωμένα στὴν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τὴν προηγούμενη μέρα εἶχε κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ εἶχε ἀποχαιρετήσει τοὺς πατέρες τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴ γῆ θὰ μείνει ἀξέχαστο. Ἢ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ λίγες παρόμοιες μορφὲς γνώρισε. Τὰ λόγια του καὶ τὰ ἔργα του θὰ δυναμώνουν πάντα τοὺς πιστούς.
Ἅγιος ἀνακηρύχθηκε ἐπίσημα τὸ 1903. Ἢ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 2 Ἰανουαρίου, ἀλλὰ καὶ στὶς 19 Ἰουλίου -ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τοῦ ἁγίου λειψάνου του. Ἡ ἁγιότητά του γίνεται ὅλο καὶ περισσότερο γνωστὴ στὸν ὀρθόδοξο χριστιανικὸ κόσμο.
Συγκλονιστικὸ γεγονὸς γιὰ τὴ Ρωσία ὑπῆρξε ἡ εὕρεση τῆς σοροῦ του, τὸ 1990, καὶ ἡ μεταφορά της στὴ γυναικεία Μονὴ τοῦ Ντιβέγιεβο (τὴν ὁποία ὁ ὅσιος εἶχε ὑπὸ τὴν πνευματική του καθοδήγηση καὶ προστασία).
Εἴθε οἱ πρεσβεῖες του νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὸ δρόμο τῆς ζωῆς μας, καὶ τὸ παράδειγμά του νὰ μᾶς ἐμπνέει.