Κάποιο πρωινό πριν μερικά χρόνια καθως περπατούσα σ έναν δρόμο της Λαρισας ένιωσα την ανάγκη να παρω τηλέφωνο τον μακαριστό γέροντα μου Γρηγόριο τον Ηγούμενο της Ιερας Μονής Δοχειαριου .
Αυτή τη φορά δεν ήθελα να του ζητήσω κάτι .
Μόνο μια καλημερα .
Το σήκωσε αμέσως πράγμα που δε συνέβαινε συχνά γιατί συνήθως το πρωί επέβλεπε τις διακονίες - δουλειές των μοναχών .
-Ευλόγησον Γέροντα .
- χαϊδεμένε .( έτσι με αποκαλούσε )·
-Θέλω να μου στείλεις τώρα δέκα κιλά αλεύρι .
-Ενταξει γέροντα μου .
Δεν ειπαμε τίποτε άλλο .
Που θα βρω αλεύρι σκέφτηκα .
Παρακάτω βρίσκω ένα μαγαζί που είχε κλουβάκια με πουλιά έξω .
Μπαίνω και ρωτάω .
-Καλημέρα , έχετε αλεύρι ;
-έχουμε δεκάκιλα (μου λέει ο καταστηματάρχης ).
Πάγωσα προς στιγμήν .
Σάστισα .
Το αγοράζω και πάω κατ ευθείαν στα ΚΤΕΛ .
Το στέλνω Θεσσαλονίκη και παίρνω τηλέφωνο τον Δημήτρη τον οδηγό που μπαίνει στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου . Του λέω στις δυο θα έρθει ένα δεκάκιλο αλεύρι . Να το πάρεις και να το πας στον Γέροντα . Εντάξει μου λέει .
Κλείνω και σ ένα δευτερόλεπτο παίρνω τον Γέροντα .
Το σηκώνει πάλι αμέσως και μου λέει :
«Κλείσε τα ξέρω όλα».
Μα Γέροντα ...
( το έκλεισε ).
Πάγωσα ξανά .
Πως ήταν δυνατόν να ξέρει ...
Παίρνω τον Δημήτρη και του λέω ότι μου είπε ο Γέροντας και πως αποκλείεται να πρόλαβαν να μιλήσουν .
Ο Δημήτρης γέλασε και είπε ότι έζησε πολλά μεγαλύτερα θαυμαστα γεγονότα με τον Γέροντα !....
Τώρα σκέφτομαι γιατί ο Γεροντας να είχε ανάγκη από δέκα κιλά αλεύρι ;
Μια τόσο μεγάλη Ιερά Μονή είχε ανάγκη άμεσα από δέκα κιλά αλεύρι ;
Το αλεύρι σήμαινε μια λέξη μόνο :
ΥΠΑΚΟΗ .