Ο Άγιος Αμβρόσιος αναδείχτηκε σκεύος εκλογής αγιότατο της Εκκλησίας του Χριστού πάνω στη γη. Ο Θεός τον δόξασε με δόξα διπλή, αφού και ηγεμόνας της Ιταλίας χρημάτισε και «τον της ιεραρχίας θρόνον εξ επιπνοίας θείας προσφόρως εκομίσατο», όπως ο υμνογράφος του μας αναφέρει.
Σκήνωμα της χάρης του Αγίου Πνεύματος απέδιωχνε τα πνεύματα της πλάνης που απειλούσαν την Εκκλησία, τον θεομάχο Αρειανισμό, επιστρέφοντας πολλούς από την πλάνη με τις διδαχές αλλά κυρίως με την ένθεη πολιτεία και τα θαύματά του.
Η ορθόδοξη υμνολογία τιμώντας την μνήμη του Οσίου τον ονομάζει «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου, το μέγα όργανον του Θεού, αξιέπαινον σάλπιγγα της Εκκλησίας» και μας υπενθυμίζει ότι ο θαυμαστός βίος του «εν εγκρατεία και πόνοις και αγρυπνίαις πολλαίς και προσευχαίς εγένετο».
Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς στα Μεδιόλανα της Ιταλίας το 340 μ.Χ. και από μικρός φανέρωνε την θεοπρεπή συμπεριφορά και πολιτεία του. Αναφέρεται ότι μετά τον θάνατο των γονέων του έζησε με μιαν αδελφή μεγαλύτερή του. Κάποτε βλέποντάς την να ασπάζεται το δεξί χέρι ενός επισκόπου της έδωσε αυτός και το δικό του, λέγοντας: «Φίλησέ το και αυτό διότι και εγώ πρόκειται να γίνω επίσκοπος». Αυτή, όπως ήταν φυσικό, τον μάλλωσε μη μπορώντας να καταλάβει την προφητεία του. Όταν όμως αργότερα εκπληρώθηκε, θαύμασε η αδελφή του και μιμούμενη τον Άγιο έζησε ζωή ενάρετη, φυλάσσοντας την παρθενία.
Όταν έφτασε στην νόμιμη ηλικία ήταν ήδη κάτοχος πολλών επιστημών της εποχής του, ιδιαίτερα της ρητορικής. Γιαυτό και τον ψήφισαν αβοκάτο, δηλαδή δικηγόρο των ανακτόρων. Επιτελούσε το έργο του με σοφία και σύνεση και γινόταν αντικείμενο θαυμασμού για την ευγλωτία, τη δικαιοσύνη του και τις πλούσιες αρετές που ήταν στολισμένος.
Σκήνωμα της χάρης του Αγίου Πνεύματος απέδιωχνε τα πνεύματα της πλάνης που απειλούσαν την Εκκλησία, τον θεομάχο Αρειανισμό, επιστρέφοντας πολλούς από την πλάνη με τις διδαχές αλλά κυρίως με την ένθεη πολιτεία και τα θαύματά του.
Η ορθόδοξη υμνολογία τιμώντας την μνήμη του Οσίου τον ονομάζει «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου, το μέγα όργανον του Θεού, αξιέπαινον σάλπιγγα της Εκκλησίας» και μας υπενθυμίζει ότι ο θαυμαστός βίος του «εν εγκρατεία και πόνοις και αγρυπνίαις πολλαίς και προσευχαίς εγένετο».
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
1. Καταγωγή — Μόρφωση
Γεννήθηκε από γονείς ευσεβείς στα Μεδιόλανα της Ιταλίας το 340 μ.Χ. και από μικρός φανέρωνε την θεοπρεπή συμπεριφορά και πολιτεία του. Αναφέρεται ότι μετά τον θάνατο των γονέων του έζησε με μιαν αδελφή μεγαλύτερή του. Κάποτε βλέποντάς την να ασπάζεται το δεξί χέρι ενός επισκόπου της έδωσε αυτός και το δικό του, λέγοντας: «Φίλησέ το και αυτό διότι και εγώ πρόκειται να γίνω επίσκοπος». Αυτή, όπως ήταν φυσικό, τον μάλλωσε μη μπορώντας να καταλάβει την προφητεία του. Όταν όμως αργότερα εκπληρώθηκε, θαύμασε η αδελφή του και μιμούμενη τον Άγιο έζησε ζωή ενάρετη, φυλάσσοντας την παρθενία.
Όταν έφτασε στην νόμιμη ηλικία ήταν ήδη κάτοχος πολλών επιστημών της εποχής του, ιδιαίτερα της ρητορικής. Γιαυτό και τον ψήφισαν αβοκάτο, δηλαδή δικηγόρο των ανακτόρων. Επιτελούσε το έργο του με σοφία και σύνεση και γινόταν αντικείμενο θαυμασμού για την ευγλωτία, τη δικαιοσύνη του και τις πλούσιες αρετές που ήταν στολισμένος.
Ο Ουαλεντινιανός που εξουσίαζε τότε τη Ρώμη και όλη την Ευρώπη βλέποντας τα πολλά του χαρίσματα τον διόρισε ηγεμόνα όχι μόνο των Μεδιολάνων αλλά ολόκληρης της Ιταλίας. Όταν διορίστηκε, ο Πρόβος που ήταν επίτροπος του βασιλιά λέγει στον Αμβρόσιο: «Πάρε την εξουσία που σου έδωσε ο βασιλιάς και κυβέρνα όχι σαν κριτής αλλά σαν επίσκοπος». Με αυτά τα λόγια ο Πρόβος εννοούσε να κυβερνά το λαό με επιείκεια και όχι με αυστηρότητα. Και ο μακάριος Αμβρόσιος κυβερνούσε με γνώση και διάκριση, ώστε όλος ο λαός ήταν ευχαριστημένος.
Ο Ουαλεντινιανός έδωσε την κυβέρνηση όλης της Ανατολής στον αδελφό του Ουάλεντα, να ορίζει το Βυζάντιο, τη Θράκη, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε τη Δύση και κήρυττε παντού την ευσέβεια, εξοστρακίζοντας την αίρεση του Αρείου που ακολουθούσε και ο τότε αρχιερέας των Μεδιολάνων, Αυξέντιος.
Όταν πέθανε ο Αυξέντιος, ο βασιλιάς προσκάλεσε όλους τους επισκόπους της Ιταλίας και τους είπε: «Ξέρετε καλά, πώς πρέπει να είναι ο αρχιερέας, για να οδηγεί το ποίμνιο του στη σωτηρία». Τότε όλη η Σύνοδος αποφάσισε να ψηφίσει, εκείνος τον αρχιερέα, γιατί ήταν ευσεβέστατος και σοφός. Κι εκείνος απάντησε: «Εσάς με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αξίωσε ο Πανάγαθος να ψηφίζετε αρχιερέα».
Οι επίσκοποι, λοιπόν, σκέφτονταν ποιον να ψηφίσουν. Οι λαϊκοί που, κατοικούσαν στα Μεδιόλανα μάλωναν μεταξύ τους. οι Αρειανοί ήθελαν ομόφρονά τους και οι Ορθόδοξοι, Ορθόδοξο. Όταν ο ιερός Αμβρόσιος άκουσε τη φιλονικία του λαού, ήλθε στα Μεδιόλανα για να προλάβει τα σκάνδαλα. Τους συμβούλεψε να εκλέξουν τον πιο ενάρετο απ’ όλους και τους είπε και πολλά σωτήρια λόγια. Εκείνοι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, του απάντησαν ότι δεν υπάρχει άλλος αξιότερός του και είπαν στον βασιλιά ότι διάλεξαν τον Αμβρόσιο για ποιμένα και οδηγό τους.
Όταν το έμαθε ο λαός, καταλήφθηκε από μεγάλο ενθουσιασμό και παραλήρημα και όλοι μαζί άρχισαν να αναφωνούν: «άξιος!! άξιος!! Ο Αμβρόσιος είναι άξιος για επίσκοπος». Ήταν θέλημα Θεού. σ’ αυτό ακόμα και οι αιρετικοί δεν είχαν τρόπο να στηρίξουν τις αντιρρήσεις τους.
Ο Αμβρόσιος στο απροσδόκητο αυτό ξέσπασμα του ηφαιστείου ταράχτηκε κι έτρεξε να κρυφτεί. Η παράδοση αναφέρει πως όταν άκουσε ότι θα τον χειροτονούσαν επίσκοπο, αποφάσισε να φύγει. Αλλ’ ο Κύριος ήθελε να μπει ο λύχνος στην κατάλληλη θέση, για να φωτίζει τους «εν σκότει καθεύδοντας». Ενώ περπάτησε όλη τη νύκτα βρέθηκε πάλι το πρωί έξω από τα τείχη της πόλης των Μεδιολάνων!
Οι ευσεβείς χριστιανοί που τον αναζητούσαν τον βρήκαν και τον οδήγησαν στη Μητρόπολη. Επειδή ο Άγιος κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού δέχτηκε να χειροτονηθεί. Έτσι, μέσα σε επτά μέρες βαπτίστηκε και χειροτονήθηκε επίσκοπος Μεδιολάνων στις 7 Δεκεμβρίου του 374.
3. Εποχή μεγάλης τρικυμίας
Ο τρομερός αιρεσιάρχης Άρειος είχε καταδικαστεί από την Εκκλησία μα η αίρεσή του εξακολουθούσε να συνταράζει την εκκλησιαστική ειρήνη. Του Αμβρόσιου η αρχιερατική του ζωή δεν ήταν λοιπόν τίποτε άλλο, παρά μια ατέλειωτη πάλη, ένας σκληρός αγώνας εναντίον των αιρέσεων, μαζί με ευσπλαχνία και προστασία των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Μερικοί άρχοντες έκαναν ορισμένα σφάλματα και ο Αμβρόσιος δε δίστασε να ελέγξει αυστηρά τον βασιλιά. Ο ευσεβής βασιλιάς όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκε αλλά τον επαίνεσε λέγοντας: «Γνώριζα το ζήλο σου, γιαυτό επέμενα να γίνεις αρχιερέας, γιάτρευε λοιπόν όπως ορίζει ο νόμος του Θεού, τις αμαρτίες μας».
Αφού ο ευσεβής Ουαλεντινανός κυβέρνησε για δεκαοκτώ χρόνια το βασίλειο παράδωσε την ψυχή του στον Κύριο κι άφησε διαδόχους του τα παιδιά του. Ο Ουάλης που ήταν Αρειανός και βασίλευε στο Ανατολικό μέρος πέθανε. Έμεινε όλη η βασιλεία στον Γρατιανό που ήταν ευσεβής όπως ο πατέρας του Ουαλεντινιανός. Ο Γρατιανός ανακάλεσε όλους τους αρχιερείς που ο Θείος του Ουάλης είχε εξορίσει.
Ανάδειξε αρχιστράτηγο τον Μ. Θεοδόσιο και τον έστειλε εναντίον των βαρβάρων και ο Θεοδόσιος με όπλο τον σταυρό νίκησε. Τότε ο Γρατιανός τον έστειλε να κυβερνά στην Ανατολή μένοντας ο ίδιος στη Δύση. Και οι δύο αγωνίζονταν εναντίον των Αρειανών. περισσότερο ο Θεοδόσιος, γιατί στην Ανατολή ήταν πολλοί εξαιτίας του Ουάλεντα.
2. Λαοπρόβλητος επίσκοπος
Ο Ουαλεντινιανός έδωσε την κυβέρνηση όλης της Ανατολής στον αδελφό του Ουάλεντα, να ορίζει το Βυζάντιο, τη Θράκη, την Αίγυπτο και την Ελλάδα. Ο ίδιος πήρε τη Δύση και κήρυττε παντού την ευσέβεια, εξοστρακίζοντας την αίρεση του Αρείου που ακολουθούσε και ο τότε αρχιερέας των Μεδιολάνων, Αυξέντιος.
Όταν πέθανε ο Αυξέντιος, ο βασιλιάς προσκάλεσε όλους τους επισκόπους της Ιταλίας και τους είπε: «Ξέρετε καλά, πώς πρέπει να είναι ο αρχιερέας, για να οδηγεί το ποίμνιο του στη σωτηρία». Τότε όλη η Σύνοδος αποφάσισε να ψηφίσει, εκείνος τον αρχιερέα, γιατί ήταν ευσεβέστατος και σοφός. Κι εκείνος απάντησε: «Εσάς με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος αξίωσε ο Πανάγαθος να ψηφίζετε αρχιερέα».
Οι επίσκοποι, λοιπόν, σκέφτονταν ποιον να ψηφίσουν. Οι λαϊκοί που, κατοικούσαν στα Μεδιόλανα μάλωναν μεταξύ τους. οι Αρειανοί ήθελαν ομόφρονά τους και οι Ορθόδοξοι, Ορθόδοξο. Όταν ο ιερός Αμβρόσιος άκουσε τη φιλονικία του λαού, ήλθε στα Μεδιόλανα για να προλάβει τα σκάνδαλα. Τους συμβούλεψε να εκλέξουν τον πιο ενάρετο απ’ όλους και τους είπε και πολλά σωτήρια λόγια. Εκείνοι φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, του απάντησαν ότι δεν υπάρχει άλλος αξιότερός του και είπαν στον βασιλιά ότι διάλεξαν τον Αμβρόσιο για ποιμένα και οδηγό τους.
Όταν το έμαθε ο λαός, καταλήφθηκε από μεγάλο ενθουσιασμό και παραλήρημα και όλοι μαζί άρχισαν να αναφωνούν: «άξιος!! άξιος!! Ο Αμβρόσιος είναι άξιος για επίσκοπος». Ήταν θέλημα Θεού. σ’ αυτό ακόμα και οι αιρετικοί δεν είχαν τρόπο να στηρίξουν τις αντιρρήσεις τους.
Ο Αμβρόσιος στο απροσδόκητο αυτό ξέσπασμα του ηφαιστείου ταράχτηκε κι έτρεξε να κρυφτεί. Η παράδοση αναφέρει πως όταν άκουσε ότι θα τον χειροτονούσαν επίσκοπο, αποφάσισε να φύγει. Αλλ’ ο Κύριος ήθελε να μπει ο λύχνος στην κατάλληλη θέση, για να φωτίζει τους «εν σκότει καθεύδοντας». Ενώ περπάτησε όλη τη νύκτα βρέθηκε πάλι το πρωί έξω από τα τείχη της πόλης των Μεδιολάνων!
Οι ευσεβείς χριστιανοί που τον αναζητούσαν τον βρήκαν και τον οδήγησαν στη Μητρόπολη. Επειδή ο Άγιος κατάλαβε ότι ήταν θέλημα Θεού δέχτηκε να χειροτονηθεί. Έτσι, μέσα σε επτά μέρες βαπτίστηκε και χειροτονήθηκε επίσκοπος Μεδιολάνων στις 7 Δεκεμβρίου του 374.
3. Εποχή μεγάλης τρικυμίας
Ο τρομερός αιρεσιάρχης Άρειος είχε καταδικαστεί από την Εκκλησία μα η αίρεσή του εξακολουθούσε να συνταράζει την εκκλησιαστική ειρήνη. Του Αμβρόσιου η αρχιερατική του ζωή δεν ήταν λοιπόν τίποτε άλλο, παρά μια ατέλειωτη πάλη, ένας σκληρός αγώνας εναντίον των αιρέσεων, μαζί με ευσπλαχνία και προστασία των φτωχών και των δυστυχισμένων.
Μερικοί άρχοντες έκαναν ορισμένα σφάλματα και ο Αμβρόσιος δε δίστασε να ελέγξει αυστηρά τον βασιλιά. Ο ευσεβής βασιλιάς όχι μόνο δεν δυσαρεστήθηκε αλλά τον επαίνεσε λέγοντας: «Γνώριζα το ζήλο σου, γιαυτό επέμενα να γίνεις αρχιερέας, γιάτρευε λοιπόν όπως ορίζει ο νόμος του Θεού, τις αμαρτίες μας».
Αφού ο ευσεβής Ουαλεντινανός κυβέρνησε για δεκαοκτώ χρόνια το βασίλειο παράδωσε την ψυχή του στον Κύριο κι άφησε διαδόχους του τα παιδιά του. Ο Ουάλης που ήταν Αρειανός και βασίλευε στο Ανατολικό μέρος πέθανε. Έμεινε όλη η βασιλεία στον Γρατιανό που ήταν ευσεβής όπως ο πατέρας του Ουαλεντινιανός. Ο Γρατιανός ανακάλεσε όλους τους αρχιερείς που ο Θείος του Ουάλης είχε εξορίσει.
Ανάδειξε αρχιστράτηγο τον Μ. Θεοδόσιο και τον έστειλε εναντίον των βαρβάρων και ο Θεοδόσιος με όπλο τον σταυρό νίκησε. Τότε ο Γρατιανός τον έστειλε να κυβερνά στην Ανατολή μένοντας ο ίδιος στη Δύση. Και οι δύο αγωνίζονταν εναντίον των Αρειανών. περισσότερο ο Θεοδόσιος, γιατί στην Ανατολή ήταν πολλοί εξαιτίας του Ουάλεντα.
Όταν πέθανε ο Γρατιανός άφησε διάδοχο τον μικρό αδελφό του Ουαλεντινιανό Β’, του οποίου την ηλικία καταφρονώντας κάποιος Μάξιμος άρπαζε την κυβέρνηση της Δύσης. Η μητέρα του βασιλιά Ιουστίνη υποστήριζε τους αιρετικούς γιατί ήταν αιρετική, και όσο ζούσε ο σύζυγός της δεν το φανέρωσε. Αυτή συμβούλευε το γιο της και τον έκαμε Αρειανό.
Αφού χειροτονήθηκε ο μέγας Αμβρόσιος διερχόμενος πολιτεία αγγελική, νήστευε όλη την εβδομάδα, μόνο Σάββατο και Κυριακή έτρωγε, έκανε πολλές ελεημοσύνες στους φτωχούς και φυλακισμένους. Μοίρασε όλη την περιουσία του πατέρα του στους άπορους και έδωσε ακίνητα, χωράφια, αμπέλια στην Εκκλησία, μιμούμενος το Δεσπότη Χριστό στην ακτημοσύνη.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο νέος βασιλιάς εξαπατήθηκε από την μητέρα του και υποστήριζε τους Αρειανούς, φρόντισε να τον λυτρώσει. Το συμβούλευε κάθε μέρα, ο βασιλιάς όμως επειδή ήταν άπειρος πίστευε πιο πολύ στα λόγια της μητέρας του και τον έδιωχνε από την εκκλησία. Ο Άγιος όμως του είπε: «Εγώ θεληματικά δεν βγαίνω. Δεν παραδίνω την μάντρα των λογικών προβάτων, που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος έστω κι’ αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου».
Όταν κάποτε για την εξαγορά αιχμαλώτων διάταξε να πουλήσουν χρυσά σκεύη της εκκλησίας που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στο θυσιαστήριο, κατηγορήθηκε γιαυτό από τους Αρειανούς. Αυτός όμως δεν πτοήθηκε, αλλά απάντησε ότι μόνο με αυτό το μέσο ήταν δυνατό να σωθεί η ζωή και η πίστη των ανθρώπων αυτών, που θεωρούσε ασύγκριτα πολυτιμότερη από τα χρυσά σκεύη.
Οι αγώνες του κατά των Αρειανών πήραν μεγάλες διαστάσεις, γιατί η αίρεση αυτή κατάφερε να αποκτήσει αρκετούς οπαδούς στα Μεδιόλανα και να εισχωρήσει μέσα στα βασιλικά ανάκτορα. Η χήρα του Ουαλεντινιανού Α’ δεν δίσταζε να ραδιουργεί εναντίον του έχοντας πειθήνιο όργανο τον γιο της Ουαλεντινιανό Β’. Η Ιουστίνη, το 385 ζήτησε πρώτα μικρό ναό για να τον χρησιμοποιούν οι Αρειανοί, αλλ’ ο Άγιος αντιστάθηκε λέγοντας: «Στον αυτοκράτορα ανήκουν τα παλάτια, στον ιερέα οι ναοί». Αργότερα όταν η Ιουστίνη ξαναζήτησε τον ναό έγιναν συμπλοκές μεταξύ των Ορθοδόξων και του στρατού, που στάλθηκε για να τον συλλάβει. Με την επέμβαση όμως του Πνευματοφόρου Πατρός ειρήνευσαν τα πνεύματα: «Δεν ήλθαμε στον ναό είπε, για να πολεμήσουμε αλλά για να προσευχηθούμε. θα προσευχηθούμε, χωρίς να φοβηθούμε».
Τέλος το 386 ο νεαρός αυτοκράτορας επέμενε ξανά να δοθή ένας ναός. Ο Αμβρόσιος όμως του διαμήνυσε ότι ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι «εν τη εκκλησία και ουχί υπέρ την Εκκλησίαν».
4. Ελεήμονας αλλά και ασκητικός
Αφού χειροτονήθηκε ο μέγας Αμβρόσιος διερχόμενος πολιτεία αγγελική, νήστευε όλη την εβδομάδα, μόνο Σάββατο και Κυριακή έτρωγε, έκανε πολλές ελεημοσύνες στους φτωχούς και φυλακισμένους. Μοίρασε όλη την περιουσία του πατέρα του στους άπορους και έδωσε ακίνητα, χωράφια, αμπέλια στην Εκκλησία, μιμούμενος το Δεσπότη Χριστό στην ακτημοσύνη.
Όταν πληροφορήθηκε ότι ο νέος βασιλιάς εξαπατήθηκε από την μητέρα του και υποστήριζε τους Αρειανούς, φρόντισε να τον λυτρώσει. Το συμβούλευε κάθε μέρα, ο βασιλιάς όμως επειδή ήταν άπειρος πίστευε πιο πολύ στα λόγια της μητέρας του και τον έδιωχνε από την εκκλησία. Ο Άγιος όμως του είπε: «Εγώ θεληματικά δεν βγαίνω. Δεν παραδίνω την μάντρα των λογικών προβάτων, που μου εμπιστεύτηκε ο Κύριος έστω κι’ αν πρόκειται να χύσω το αίμα μου».
5. Οι αγώνες του εναντίον των αιρετικών
Όταν κάποτε για την εξαγορά αιχμαλώτων διάταξε να πουλήσουν χρυσά σκεύη της εκκλησίας που δεν είχαν χρησιμοποιηθεί στο θυσιαστήριο, κατηγορήθηκε γιαυτό από τους Αρειανούς. Αυτός όμως δεν πτοήθηκε, αλλά απάντησε ότι μόνο με αυτό το μέσο ήταν δυνατό να σωθεί η ζωή και η πίστη των ανθρώπων αυτών, που θεωρούσε ασύγκριτα πολυτιμότερη από τα χρυσά σκεύη.
Οι αγώνες του κατά των Αρειανών πήραν μεγάλες διαστάσεις, γιατί η αίρεση αυτή κατάφερε να αποκτήσει αρκετούς οπαδούς στα Μεδιόλανα και να εισχωρήσει μέσα στα βασιλικά ανάκτορα. Η χήρα του Ουαλεντινιανού Α’ δεν δίσταζε να ραδιουργεί εναντίον του έχοντας πειθήνιο όργανο τον γιο της Ουαλεντινιανό Β’. Η Ιουστίνη, το 385 ζήτησε πρώτα μικρό ναό για να τον χρησιμοποιούν οι Αρειανοί, αλλ’ ο Άγιος αντιστάθηκε λέγοντας: «Στον αυτοκράτορα ανήκουν τα παλάτια, στον ιερέα οι ναοί». Αργότερα όταν η Ιουστίνη ξαναζήτησε τον ναό έγιναν συμπλοκές μεταξύ των Ορθοδόξων και του στρατού, που στάλθηκε για να τον συλλάβει. Με την επέμβαση όμως του Πνευματοφόρου Πατρός ειρήνευσαν τα πνεύματα: «Δεν ήλθαμε στον ναό είπε, για να πολεμήσουμε αλλά για να προσευχηθούμε. θα προσευχηθούμε, χωρίς να φοβηθούμε».
Τέλος το 386 ο νεαρός αυτοκράτορας επέμενε ξανά να δοθή ένας ναός. Ο Αμβρόσιος όμως του διαμήνυσε ότι ο αυτοκράτορας πρέπει να είναι «εν τη εκκλησία και ουχί υπέρ την Εκκλησίαν».
Ο Άγιος έχοντας ο ίδιος την εμπειρία της καθαρότητας που προκαλεί στην καρδία των πιστών η παρουσία σ’ αυτήν του Αγίου Πνεύματος, γνώριζε ότι η παραχώρηση του μικρού ναού στους Αρειανούς θα συντελούσε στη διαιώνιση της Θεότητας του Ιησού, με αποτέλεσμα τον μη αγιασμό των Χριστιανών. Διότι οι Χριστιανοί αγιάζονται με το Άγιο Πνεύμα που φέρει σε προσωπική επαφή τον άνθρωπο με τον Θεό και που η παρουσία του στον πιστό προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα πίστη στα αποκαλυμμένα δόγματα. Γιαυτό αντιστάθηκε θαρραλέα και όταν του εσύστησαν να φύγει απάντησε ότι δεν συνηθίζει να εγκαταλείπει το ποίμνιό του. Τέλος η Αυλή υποχώρησε και η Ορθοδοξία υπερίσχυσε.
Όταν το 383 δολοφονήθηκε στην Λυών από το στασιαστή Μάξιμο ο 24χρονος αυτοκράτορας Γρατιανός, που τον εκτιμούσε πολύ, μετάβηκε αυτοπροσώπως στα Τρέβηρα προς το δολοφόνο και μνηστήρα του θρόνου Μάξιμο και τον έπεισε να μην στραφεί κατά της Ιταλίας και προσβάλει τα δικαιώματα για τον θρόνο του δωδεκάχρονου Ουαλεντινιανού Β’, αλλά να αρκεσθεί στο αξίωμα του συνάρχοντα για τη Γαλλία, Ισπανία και Βρεττανία. Και αργότερα ξαναπήγε στα Τρέβηρα με αποστολή προς τον Μάξιμο το 386. Με σύστασή του ο αυτοκράτορας Γρατιανός (375-383) απομάκρυνε από την Ρωμαϊκή γερουσία το άγαλμα της Νίκης που τοποθέτησε ο αυτοκράτορας Αύγουστος. Όταν η γερουσία ζήτησε στη βασιλεία του Ουαλεντινιανού Β’ (385-392) να ξαναστηθεί το άγαλμα, ο Αμβρόσιος ήταν εκείνος που έπεισε τον αυτοκράτορα να απορρίψει την αίτηση.
Αλλά και ο Θεοδόσιος ο Α’ (379-395) τον εκτιμούσε πολύ. Η μεγάλη επιρροή του Αγίου στον Θεοδόσιο φαίνεται από το αιματηρό δράμα της Θεσσαλονίκης το 390. Μετά από διαταγη του Βουθερίκου που ήταν διοικητής του Ιλλυρικού στρατού της πόλεως, συνελήφθη κάποιος ηνίοχος του ιπποδρόμου και φυλακίστηκε.
6. Ποιμένας, διδάσκαλος και συγγραφέας
Όταν το 383 δολοφονήθηκε στην Λυών από το στασιαστή Μάξιμο ο 24χρονος αυτοκράτορας Γρατιανός, που τον εκτιμούσε πολύ, μετάβηκε αυτοπροσώπως στα Τρέβηρα προς το δολοφόνο και μνηστήρα του θρόνου Μάξιμο και τον έπεισε να μην στραφεί κατά της Ιταλίας και προσβάλει τα δικαιώματα για τον θρόνο του δωδεκάχρονου Ουαλεντινιανού Β’, αλλά να αρκεσθεί στο αξίωμα του συνάρχοντα για τη Γαλλία, Ισπανία και Βρεττανία. Και αργότερα ξαναπήγε στα Τρέβηρα με αποστολή προς τον Μάξιμο το 386. Με σύστασή του ο αυτοκράτορας Γρατιανός (375-383) απομάκρυνε από την Ρωμαϊκή γερουσία το άγαλμα της Νίκης που τοποθέτησε ο αυτοκράτορας Αύγουστος. Όταν η γερουσία ζήτησε στη βασιλεία του Ουαλεντινιανού Β’ (385-392) να ξαναστηθεί το άγαλμα, ο Αμβρόσιος ήταν εκείνος που έπεισε τον αυτοκράτορα να απορρίψει την αίτηση.
Αλλά και ο Θεοδόσιος ο Α’ (379-395) τον εκτιμούσε πολύ. Η μεγάλη επιρροή του Αγίου στον Θεοδόσιο φαίνεται από το αιματηρό δράμα της Θεσσαλονίκης το 390. Μετά από διαταγη του Βουθερίκου που ήταν διοικητής του Ιλλυρικού στρατού της πόλεως, συνελήφθη κάποιος ηνίοχος του ιπποδρόμου και φυλακίστηκε.
Επειδή ο λαός απαιτούσε την αποφυλάκισή του και ο Βουθερίκος αρνιόταν, εξερράγη επανάσταση και φονεύθηκε ο Βουθερίκος και άλλοι αξιωματούχοι του. Όταν έμαθε αυτό ο Θεοδόσιος οργίσθηκε υπερβολικά και διάταξε να τιμωρηθεί ο λαός με σφαγή. έγινε πρόσκληση στο λαό να παρακολουθήσει τις ιπποδρομίες και ξαφνικά οι στρατιώτες επιτέθηκαν και σκότωσαν επτά χιλιάδες άτομα.
Ο Αμβρόσιος όταν έμαθε το έγκλημα, ταράχτηκε και ανεχώρησε σ’ ένα ησυχαστήριο, όπου αναλύθηκε στην προσευχή και έκλαψε για τον αδικοσφαγέντα λαό και τον αυτοκράτορα. Έγραψε στον Θεοδόσιο και ελέγχοντάς τον του συνιστούσε μετάνοια ειλικρινή, χωρίς την οποία δεν θα του επέτρεπε να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια.
Ο Αμβρόσιος όταν έμαθε το έγκλημα, ταράχτηκε και ανεχώρησε σ’ ένα ησυχαστήριο, όπου αναλύθηκε στην προσευχή και έκλαψε για τον αδικοσφαγέντα λαό και τον αυτοκράτορα. Έγραψε στον Θεοδόσιο και ελέγχοντάς τον του συνιστούσε μετάνοια ειλικρινή, χωρίς την οποία δεν θα του επέτρεπε να κοινωνήσει τα Άχραντα Μυστήρια.
Ο Θεοδόσιος, χωρίς να δώσει σημασία στην επιστολή προσήλθε μετά από λίγες μέρες στο ναό. Ο Αμβρόσιος όμως, όπως μας διασώζει ο ιστορικός Θεοδώρητος, στάθηκε στα πρόθυρα του ναού και εμποδίζοντάς του την είσοδο, έλεγε προς αυτόν, όπως μιμήθηκε τον Δαυίδ στην αμαρτία, να τον μιμηθεί και στη μετάνοια.
Ο Αυτοκράτορας υποχώρησε και υπέβαλε τον εαυτό του σε οκτάμηνη μετάνοια. Καθ’ όλο τούτο το διάστημα «βασιλικώ κόσμω ουκ εχρήσατο». Τότε με την υπόδειξη του Αμβροσίου, εξέδωσε διάταγμα, με το οποίον όριζε ότι οι θανατικές εκτελέσεις των καταδίκων να μην εκτελούνται πριν από την προέλευση ενός μήνα από την καταδίκη, ώστε να μένει καιρός ψύχραιμης αναψηλάφησης των αποφάσεων.
Τέλος ο Αμβρόσιος όταν είδε την ειλικρινή μετάνοια του αυτοκράτορα ο οποίος όταν ήλθε στο ναό, έπεσε μπρούμυτα και τραβούσε τις τρίχες της κεφαλής και κτυπούσε το πρόσωπό του με δάκρυα, τον συγχώρεσε τα Χριστούγεννα και του επέτρεψε την Θεία Κοινωνία. Ο Θεοδώρητος μας αναφέρει και άλλο μάθημα που έδωσε ο Αμβρόσιος στον Θεοδόσιο, μη επιτρέποντας σ’ αυτόν να εισέλθει με το ιερατείο μέσα στο ιερό, αλλά υποδεικνύοντάς του ξεχωριστή θέση ανάμεσα στο λαό.
Ο Αμβρόσιος συγχρόνως φημίστηκε σαν ένας από τους περιφημότερους διαφωτιστές του λαού με τους λόγους του και τα συγγράμματά του. Δεν παρέλειπε καθημερινά να διδάσκει ώστε και από παντού συνέρρεαν οι πιστοί για να ωφεληθούν από τη διδασκαλία του. Αυτός ο ιερός Αυγουστίνος, μετά από ένα κήρυγμα του Αγίου επέστρεψε το 387 στον Χριστιανισμό, οριστικά.
Πέρα από τα αρχιερατικά του καθήκοντα και τους άλλους περισπασμούς εύρισκε καιρό για μια πλούσια σε ποιότητα και ποσότητα συγγραφική δράση. Κάτοχος της αρχαίας παιδείας και πλήρης Πνεύματος Αγίου ώστε ο υμνογράφος να τον εγκωμιάζει σαν «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου» έγραψε έργα ερμηνευτικά της Αγίας Γραφής, ηθικά, δογματικά, επιστολές και ύμνους.
Πηγαίνοντας προς την Ρώμη κάποια μέρα ο Αμβρόσιος για μια υπόθεση, νυκτώθηκε και έμεινε στην οικία κάποιου πλούσιου της περιοχής ο οποίος φιλοξένησε πλουσιοπάροχα τον Αρχιερέα και τους κληρικούς που τον συνόδευαν. Το πρωί τον ερώτησε ο Άγιος εάν δοκίμασε καθόλου θλίψεις στην ζωή του. Τον ερώτησε γιατί πρόσεξε ότι είχε πολλά πλούτη. Αυτός του αποκρίθηκε: «Με τις ευχές σου Δέσποτα Άγιε, ουδέποτε με λύπησε ο Θεός, ούτε με ζημίωσε, ούτε γνωρίζω τι είναι ασθένεια. αλλά και πολλές δωρεές μου απέστειλε ο Πανάγαθος, πλούτη, δόξα και κάθε άλλη απόλαυση». Όταν άκουσε αυτά ο Άγιος δάκρυσε και είπε προς τους κληρικούς: «Σηκωθείτε γρήγορα να φύγουμε από την καταραμένη αυτήν οικία πριν μας προλάβει ο θυμός του Θεού». Βλέποντας ότι αμελούσαν να ετοιμάσουν τα άλογα τους πρόσταζε εντονώτερα να φύγουν το συντομώτερο. Μόλις αναχώρησαν και προχώρησαν λίγη απόσταση, άνοιξε η γη και κατάπιε την οικία με τον πλούσιο, τους συγγενείς και τα πλούτη του.
Αυτοί που ακολουθούσαν εθαύμασαν για το φοβερό γεγονός και ερώτησαν τον Άγιο πώς το γνώρισε. Αυτός τους αποκρίθηκε: «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχει κάποιος θλίψεις, διάφορους πειρασμούς και βάσανα, ο Κύριος είναι μαζί του και τον παιδεύει σαν παιδί του αγαπημένο, για να το ετοιμάσει για την αιώνια του Βασιλεία. Όταν κάποιος έχει σ’ αυτόν τον κόσμο απολαύσεις, υγεία, ευημερία, χωρίς θλίψεις, αυτό είναι σημείο της απώλειας του αψευδέστατο, διότι είναι παροργισμένος, μαζί του ο Κύριος για τις πράξεις του και τον έχει αποφασισμένο για την αιώνια κόλαση. Γιαυτό του δίνει τώρα πρόσκαιρη απόλαυση. Αλήθεια σας λέγω αδελφοί έπρεπε να θρηνούμε απαρηγόρητα όταν δεν μας έρχονται πειρασμοί και βάσανα και όταν μας παιδεύει ο Κύριος σαν δίκαιος κριτής και πάνσοφος γιατρός, όχι μόνο να υπομένουμε τους πόνους καρτερικά, αλλά και να τον ευχαριστούμε με υποχρέωση, όπως και τους σωματικούς γιατρούς που πληρώνουμε να κόψουν και να κάψουν τα μέλη μας για την ποθούμενη υγεία και σωτηρία μας».
Αυτά έλεγε ο ποιμένας ο καλός και έτρεφε το ποίμνιό του. Αφού έφθασαν στη Ρώμη τον παρακάλεσε η αδελφή του να λειτουργήσει στην εκκλησία μιας αρχόντισσας που του είχε αρκετή ευλάβεια και καθώς λειτουργούσε του έφεραν μια γυναίκα παράλυτη να την θεραπεύσει. Ο Άγιος την σπλαχνίσθηκε και δεόμενος προς τον Κύριο την θεράπευσε.
Αφού έκαμε πολλά θαύματα στη Ρώμη επέστρεψε στα Μεδιόλανα. Οι αιρετικοί έλεγαν ότι με μαντική τέχνη τα έκαμνε. Ένας όμως απ’ αυτούς που κατηγορούσε τον Άγιο περισσότερο, δαιμονίστηκε μπροστά σε όλους που παρευρίσκονταν, και όταν τον ετάρασσε το δαιμόνιο, ομολογούσε παρά την θέλησή του την αλήθεια, λέγοντας ότι ο Αμβρόσιος είναι Άγιος και τα δόγματά του Ορθόδοξα, και των Αρειανών ψεύτικα και μάταια. Κάποιος άλλος αιρετικός από τους πρώτους πίστεψε και βαπτίστηκε. Όταν τον ερώτησαν την αιτία για την οποία πίστεψε τόσο γρήγορα, αποκρίθηκε ότι εγνώρισε με τα μάτια του την αλήθεια, διότι όταν δίδασκε ο Αμβρόσιος έβλεπε ένα ωραιότατο άγγελο, που του μιλούσε στα αυτιά και τον νουθετούσε όταν κήρυττε.
Πολλά και άλλα θαυμάσια έκανε ο Παντοδύναμος Θεός με τις προσευχές του Αγίου, ώστε απλώθηκε παντού η φήμη του. Από μακρινά μέρη έρχονταν πολλοί για να ακούσουν τα μελίρρυτα λόγια του. Η βασίλισσα των Μαρκομάννων (Γερμανικός λαός) που πίστευε στα είδωλα, όταν άκουσε την ένθεη πολιτεία του, τον επισκέφθηκε και τόσο ευφράνθηκε από τα λόγια του, ώστε πίστεψε στον Χριστό. Ο Άγιος την βάπτισε, της έδωσε γραπτώς την ορθόδοξη πίστη και την δίδαξε πώς να ζει για την σωτηρία της. Την παρακάλεσε ακόμα να μην αφήσει τον άνδρα της ποτέ να επιτεθεί εναντίον των Ρωμαίων.
Ήλθε όμως η ώρα να πάει στον ποθούμενο Χριστό. Αρρώστησε και έμεινε στο κρεββάτι. Ο Στηλίχων, ο ηγεμόνας, αφού άκουσε ότι πέθανε ο Αμβρόσιος λυπήθηκε πολύ και έλεγε ότι ο θάνατός του θα ήταν απώλεια ολόκληρης της Ιταλίας.
Έστειλε ανθρώπους να πουν στον Άγιο να παρακαλέσει τον Θεό να του δώσει ακόμη λίγη ζωή για το συμφέρο του λαού, αυτός όμως αρνήθηκε λέγοντας ότι όταν ο Κύριος ορίσει να τον πάρει θα παραδώσει το πνεύμα του ευχαριστώντας και δοξάζοντάς Τον.
Κοντά στο κελλί του Αγίου, δύο διάκονοι συνομιλούσαν μυστικά και απορούσαν ποιος θα γίνει επίσκοπος μετά το τέλος του Αγίου. Όταν ο ένας διατύπωσε την γνώμη ότι κάποιος Συμπλίκιος, ηγούμενος ενός μοναστηριού θα τον διαδεχθεί, ο ετοιμοθάνατος Αμβρόσιος γνωρίζοντας από το Άγιο Πνεύμα τα λεγόμενα αποκρίθηκε δυνατά λέγοντας: «Καλός είναι ο Συμπλίκιος, αλλά έχει γεράσει». Οι διάκονοι έμειναν έκπληκτοι και το είπαν στον λαό και έτσι εψήφισαν τον Συμπλίκιο Αρχιερέα.
Ο Άγιος προσευχόμενος παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού στις 4 Απριλίου του 397, παραμονή του Πάσχα. Αλλά επειδή τα περισσότερα χρόνια συμπίπτει με την Ανάσταση ή τη Μεγάλη Εβδομάδα, η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του στις 7 Δεκεμβρίου που χειροτονήθηκε Επίσκοπος.
Τέλος ο Αμβρόσιος όταν είδε την ειλικρινή μετάνοια του αυτοκράτορα ο οποίος όταν ήλθε στο ναό, έπεσε μπρούμυτα και τραβούσε τις τρίχες της κεφαλής και κτυπούσε το πρόσωπό του με δάκρυα, τον συγχώρεσε τα Χριστούγεννα και του επέτρεψε την Θεία Κοινωνία. Ο Θεοδώρητος μας αναφέρει και άλλο μάθημα που έδωσε ο Αμβρόσιος στον Θεοδόσιο, μη επιτρέποντας σ’ αυτόν να εισέλθει με το ιερατείο μέσα στο ιερό, αλλά υποδεικνύοντάς του ξεχωριστή θέση ανάμεσα στο λαό.
Ο Αμβρόσιος συγχρόνως φημίστηκε σαν ένας από τους περιφημότερους διαφωτιστές του λαού με τους λόγους του και τα συγγράμματά του. Δεν παρέλειπε καθημερινά να διδάσκει ώστε και από παντού συνέρρεαν οι πιστοί για να ωφεληθούν από τη διδασκαλία του. Αυτός ο ιερός Αυγουστίνος, μετά από ένα κήρυγμα του Αγίου επέστρεψε το 387 στον Χριστιανισμό, οριστικά.
Πέρα από τα αρχιερατικά του καθήκοντα και τους άλλους περισπασμούς εύρισκε καιρό για μια πλούσια σε ποιότητα και ποσότητα συγγραφική δράση. Κάτοχος της αρχαίας παιδείας και πλήρης Πνεύματος Αγίου ώστε ο υμνογράφος να τον εγκωμιάζει σαν «εύηχον κιθάρα του Παρακλήτου» έγραψε έργα ερμηνευτικά της Αγίας Γραφής, ηθικά, δογματικά, επιστολές και ύμνους.
7. Θαύματα του Αγίου
Αυτοί που ακολουθούσαν εθαύμασαν για το φοβερό γεγονός και ερώτησαν τον Άγιο πώς το γνώρισε. Αυτός τους αποκρίθηκε: «Γνωρίζετε βέβαια, ότι όταν έχει κάποιος θλίψεις, διάφορους πειρασμούς και βάσανα, ο Κύριος είναι μαζί του και τον παιδεύει σαν παιδί του αγαπημένο, για να το ετοιμάσει για την αιώνια του Βασιλεία. Όταν κάποιος έχει σ’ αυτόν τον κόσμο απολαύσεις, υγεία, ευημερία, χωρίς θλίψεις, αυτό είναι σημείο της απώλειας του αψευδέστατο, διότι είναι παροργισμένος, μαζί του ο Κύριος για τις πράξεις του και τον έχει αποφασισμένο για την αιώνια κόλαση. Γιαυτό του δίνει τώρα πρόσκαιρη απόλαυση. Αλήθεια σας λέγω αδελφοί έπρεπε να θρηνούμε απαρηγόρητα όταν δεν μας έρχονται πειρασμοί και βάσανα και όταν μας παιδεύει ο Κύριος σαν δίκαιος κριτής και πάνσοφος γιατρός, όχι μόνο να υπομένουμε τους πόνους καρτερικά, αλλά και να τον ευχαριστούμε με υποχρέωση, όπως και τους σωματικούς γιατρούς που πληρώνουμε να κόψουν και να κάψουν τα μέλη μας για την ποθούμενη υγεία και σωτηρία μας».
Αυτά έλεγε ο ποιμένας ο καλός και έτρεφε το ποίμνιό του. Αφού έφθασαν στη Ρώμη τον παρακάλεσε η αδελφή του να λειτουργήσει στην εκκλησία μιας αρχόντισσας που του είχε αρκετή ευλάβεια και καθώς λειτουργούσε του έφεραν μια γυναίκα παράλυτη να την θεραπεύσει. Ο Άγιος την σπλαχνίσθηκε και δεόμενος προς τον Κύριο την θεράπευσε.
Αφού έκαμε πολλά θαύματα στη Ρώμη επέστρεψε στα Μεδιόλανα. Οι αιρετικοί έλεγαν ότι με μαντική τέχνη τα έκαμνε. Ένας όμως απ’ αυτούς που κατηγορούσε τον Άγιο περισσότερο, δαιμονίστηκε μπροστά σε όλους που παρευρίσκονταν, και όταν τον ετάρασσε το δαιμόνιο, ομολογούσε παρά την θέλησή του την αλήθεια, λέγοντας ότι ο Αμβρόσιος είναι Άγιος και τα δόγματά του Ορθόδοξα, και των Αρειανών ψεύτικα και μάταια. Κάποιος άλλος αιρετικός από τους πρώτους πίστεψε και βαπτίστηκε. Όταν τον ερώτησαν την αιτία για την οποία πίστεψε τόσο γρήγορα, αποκρίθηκε ότι εγνώρισε με τα μάτια του την αλήθεια, διότι όταν δίδασκε ο Αμβρόσιος έβλεπε ένα ωραιότατο άγγελο, που του μιλούσε στα αυτιά και τον νουθετούσε όταν κήρυττε.
Πολλά και άλλα θαυμάσια έκανε ο Παντοδύναμος Θεός με τις προσευχές του Αγίου, ώστε απλώθηκε παντού η φήμη του. Από μακρινά μέρη έρχονταν πολλοί για να ακούσουν τα μελίρρυτα λόγια του. Η βασίλισσα των Μαρκομάννων (Γερμανικός λαός) που πίστευε στα είδωλα, όταν άκουσε την ένθεη πολιτεία του, τον επισκέφθηκε και τόσο ευφράνθηκε από τα λόγια του, ώστε πίστεψε στον Χριστό. Ο Άγιος την βάπτισε, της έδωσε γραπτώς την ορθόδοξη πίστη και την δίδαξε πώς να ζει για την σωτηρία της. Την παρακάλεσε ακόμα να μην αφήσει τον άνδρα της ποτέ να επιτεθεί εναντίον των Ρωμαίων.
8. Το τέλος του Αγίου
Ήλθε όμως η ώρα να πάει στον ποθούμενο Χριστό. Αρρώστησε και έμεινε στο κρεββάτι. Ο Στηλίχων, ο ηγεμόνας, αφού άκουσε ότι πέθανε ο Αμβρόσιος λυπήθηκε πολύ και έλεγε ότι ο θάνατός του θα ήταν απώλεια ολόκληρης της Ιταλίας.
Έστειλε ανθρώπους να πουν στον Άγιο να παρακαλέσει τον Θεό να του δώσει ακόμη λίγη ζωή για το συμφέρο του λαού, αυτός όμως αρνήθηκε λέγοντας ότι όταν ο Κύριος ορίσει να τον πάρει θα παραδώσει το πνεύμα του ευχαριστώντας και δοξάζοντάς Τον.
Κοντά στο κελλί του Αγίου, δύο διάκονοι συνομιλούσαν μυστικά και απορούσαν ποιος θα γίνει επίσκοπος μετά το τέλος του Αγίου. Όταν ο ένας διατύπωσε την γνώμη ότι κάποιος Συμπλίκιος, ηγούμενος ενός μοναστηριού θα τον διαδεχθεί, ο ετοιμοθάνατος Αμβρόσιος γνωρίζοντας από το Άγιο Πνεύμα τα λεγόμενα αποκρίθηκε δυνατά λέγοντας: «Καλός είναι ο Συμπλίκιος, αλλά έχει γεράσει». Οι διάκονοι έμειναν έκπληκτοι και το είπαν στον λαό και έτσι εψήφισαν τον Συμπλίκιο Αρχιερέα.
Ο Άγιος προσευχόμενος παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού στις 4 Απριλίου του 397, παραμονή του Πάσχα. Αλλά επειδή τα περισσότερα χρόνια συμπίπτει με την Ανάσταση ή τη Μεγάλη Εβδομάδα, η Εκκλησία μας γιορτάζει την μνήμη του στις 7 Δεκεμβρίου που χειροτονήθηκε Επίσκοπος.