Ὁ Γέροντας προέβλεπε ποιοί ἄνθρωποι θά ἔλθουν νά ζητήσουν τήν βοήθειά του.
Ἕνας ἄνθρωπος ἔγινε ἀλκοολικός. Ἔκλεβε πράγματα ἀπό τό σπίτι του καί τά πουλοῦσε γιά νά ἱκανοποιεῖ τό πάθος του.
Τόν ἄφησε ἡ γυναίκα του ἐπειδή δέν μπόρεσε νά ζεῖ μαζί του, καί πῆρε καί τό παιδί. Ἕνας φίλος του ἔμαθε πώς στήν Βίριτσα ζεῖ μοναχός πού μπορεῖ νά θεραπεύσει αὐτό τό πάθος του καί ἄρχισε νά τόν παρακαλᾶ νά πᾶνε νά τόν δοῦν. Αὐτός στήν ἀρχή δέν τό δεχόταν ἀλλά μετά συμφώνησε. Μιά μέρα, λοιπόν, πῆραν τό τρένο καί πῆγαν στό Λένιγκραντ. Ἔκεῖ ὅταν ὁ φίλος του πῆγε νά πάρει εἰσιτήρια γιά Βίριτσα αὐτός πῆγε στήν τουαλέτα καί ἐκεῖ γιά ἕνα ποτήρι βότκα πούλησε καί τό πουκάμισό του καί τό ἐσώρουχο καί ὁ ἴδιος ἔμεινε μέ τήν ζακέτα καί τό παντελόνι. Ὁ φίλος του, ὅταν τόν βρῆκε, δέν μπόρεσε νά καταλάβει πῶς καί ποῦ βρῆκε βότκα. Πῆραν λοιπόν τό τρένο καί πῆγαν στήν Βίριτσα.
Ὅταν ἔφτασαν στό σπίτι τοῦ Γέροντα καί μπῆκαν μέσα, ὁ πατήρ Σεραφείμ ἐξηγοῦσε τήν παραβολή τοῦ Κυρίου γιά τό χαμένο πρόβατο. Ὁ ἀλκοολικός ὅταν τό ἄκουσε εἶπε στόν φίλο του:
Ποῦ μέ ἔφερες, ἐδῶ δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, μόνο πρόβατα. Καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα ἀλλά προσπάθησε νά φύγει.
Δέν ἔχω τί νά κάνω ἐδῶ, θέλω νά φύγω.
Ξαφνικά ἄκουσε τόν Γέροντα νά τόν φωνάζει:
Σέργιε, ἔλα ἐδῶ.
Ἐκεῖνος τά ἔχασε. Ἀμέσως ξεμέθυσε καί ρώτησε τόν φίλο του.
Ἀπό πού μέ ξέρει;
Ὁ Γέροντας πάλι φώναξε δυνατά:
Σέργιε, πού ἦλθες μαζί μέ τόν φίλο σου, ἔλα μπές μέσα.
Ὅταν ὁ Σέργιος μπῆκε μέσα στό κελί εἶδε ἐκεῖ πολύ κόσμο. Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Τόν ἔδιωξε ἡ μητέρα του καί τόν ἄφησε ἡ γυναίκα του. Εἶναι σέ μία ἐλεεινή κατάσταση. Μόλις τώρα στό σιδηροδρομικό σταθμό πούλησε γιά ἕνα ποτήρι βότκα τό ἐσώρουχο καί τό πουκάμισό του καί ἦλθε ἐδῶ σέ μᾶς μόνο μέ τήν ζακέτα. Τόν ἐγκατέλειψαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά δέν τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, τοῦ ἔστειλε ἕναν φίλο πού τόν ἔφερε ἐδῶ μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τόν βοηθήσουμε. Ὁ Κύριος τόν βοήθησε διότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού προσεύχονται γι᾿ αὐτόν. Τώρα μέσα του γίνεται μάχη, σφοδρή μάχη. Τό πονηρό πνεῦμα πού τόν ἔχει κυριέψει τόν παρακινεῖ νά μέ χτυπήσει, νά χτυπήσει τόν φίλο του καί νά φύγει ἀπό δῶ. Καί εἶναι πολύ δύσκολο νά τόν συγκρατήσουμε. Τό πονηρό πνεῦμα μισεῖ αὐτό τό μέρος γιατί ἐδῶ προσεύχονται, ἐδῶ ὑπάρχουν εἰκόνες. Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται τώρα πού θά πάει αὐτός ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος καί τί θά γίνει μ᾿ αὐτόν. Ἐλᾶτε ὅλοι νά προσευχηθοῦμε γι᾿ αὐτόν στόν Κύριο καί τήν Παναγία γιά νά τόν βοηθήσουν.
Ὅλοι πού ἦταν τότε μέσα στό κελί γονάτισαν μαζί μέ τόν Γέροντα καί ἄρχισαν νά προσεύχονται, μερικοί μέ δάκρυα. Ξαφνικά ὁ ἀλκοολικός ἔπεσε κάτω καί ξέσπασε σέ λυγμούς χτυπώντας τό κεφάλι του στό πάτωμα. Καί ἔτσι πολλή ὥρα ἔκλαιε ξαπλωμένος κάτω στό πάτωμα καί ὁ λαός γύρω του προσευχόταν.
Μετά ὁ Γέροντας εἶπε:
Ὅταν ἔφτασαν στό σπίτι τοῦ Γέροντα καί μπῆκαν μέσα, ὁ πατήρ Σεραφείμ ἐξηγοῦσε τήν παραβολή τοῦ Κυρίου γιά τό χαμένο πρόβατο. Ὁ ἀλκοολικός ὅταν τό ἄκουσε εἶπε στόν φίλο του:
Ποῦ μέ ἔφερες, ἐδῶ δέν ὑπάρχουν ἄνθρωποι, μόνο πρόβατα. Καί δέν ἤθελε νά μπεῖ μέσα ἀλλά προσπάθησε νά φύγει.
Δέν ἔχω τί νά κάνω ἐδῶ, θέλω νά φύγω.
Ξαφνικά ἄκουσε τόν Γέροντα νά τόν φωνάζει:
Σέργιε, ἔλα ἐδῶ.
Ἐκεῖνος τά ἔχασε. Ἀμέσως ξεμέθυσε καί ρώτησε τόν φίλο του.
Ἀπό πού μέ ξέρει;
Ὁ Γέροντας πάλι φώναξε δυνατά:
Σέργιε, πού ἦλθες μαζί μέ τόν φίλο σου, ἔλα μπές μέσα.
Ὅταν ὁ Σέργιος μπῆκε μέσα στό κελί εἶδε ἐκεῖ πολύ κόσμο. Τότε ὁ Γέροντας εἶπε:
Βλέπετε, ἀδελφοί μου, αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Τόν ἔδιωξε ἡ μητέρα του καί τόν ἄφησε ἡ γυναίκα του. Εἶναι σέ μία ἐλεεινή κατάσταση. Μόλις τώρα στό σιδηροδρομικό σταθμό πούλησε γιά ἕνα ποτήρι βότκα τό ἐσώρουχο καί τό πουκάμισό του καί ἦλθε ἐδῶ σέ μᾶς μόνο μέ τήν ζακέτα. Τόν ἐγκατέλειψαν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά δέν τόν ἐγκατέλειψε ὁ Θεός, τοῦ ἔστειλε ἕναν φίλο πού τόν ἔφερε ἐδῶ μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τόν βοηθήσουμε. Ὁ Κύριος τόν βοήθησε διότι ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού προσεύχονται γι᾿ αὐτόν. Τώρα μέσα του γίνεται μάχη, σφοδρή μάχη. Τό πονηρό πνεῦμα πού τόν ἔχει κυριέψει τόν παρακινεῖ νά μέ χτυπήσει, νά χτυπήσει τόν φίλο του καί νά φύγει ἀπό δῶ. Καί εἶναι πολύ δύσκολο νά τόν συγκρατήσουμε. Τό πονηρό πνεῦμα μισεῖ αὐτό τό μέρος γιατί ἐδῶ προσεύχονται, ἐδῶ ὑπάρχουν εἰκόνες. Λοιπόν, ἀγαπητοί μου, ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται τώρα πού θά πάει αὐτός ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος καί τί θά γίνει μ᾿ αὐτόν. Ἐλᾶτε ὅλοι νά προσευχηθοῦμε γι᾿ αὐτόν στόν Κύριο καί τήν Παναγία γιά νά τόν βοηθήσουν.
Ὅλοι πού ἦταν τότε μέσα στό κελί γονάτισαν μαζί μέ τόν Γέροντα καί ἄρχισαν νά προσεύχονται, μερικοί μέ δάκρυα. Ξαφνικά ὁ ἀλκοολικός ἔπεσε κάτω καί ξέσπασε σέ λυγμούς χτυπώντας τό κεφάλι του στό πάτωμα. Καί ἔτσι πολλή ὥρα ἔκλαιε ξαπλωμένος κάτω στό πάτωμα καί ὁ λαός γύρω του προσευχόταν.
Μετά ὁ Γέροντας εἶπε:
Ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς ὁ Σέργιος δέν θά πίνει.
Ὑπῆρχαν στιγμές στή ζωή του πού ἤθελε νά αὐτοκτονήσει ἀλλά δέν τό ἔκανε, γιατί οἱ ἄλλοι προσεύχονταν γι᾿ αὐτόν.
Ἅγιος Σεραφείμ τῆς Βίριτσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου