Ο Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης έζησε τον απόλυτο μοναχισμό με διαρκή προσφορά. Ανέδειξε με δυναμισμό και σοφία το Περιβόλι της Παναγιάς, αφήνοντας τα δικά του ίχνη στον Άθω κατά τον 10ο αιώνα.
Ο Αθανάσιος ο ονομαζόμενος και Αθωνίτης, από την προσφορά του στο Όρος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 927, αν και η ακριβής χρονολογία δεν έχει γίνει γνωστή, από γονείς πλούσιους.
Ο πατέρας καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και η μητέρα από την Κολχίδα του Πόντου.
Ο Αθανάσιος ο ονομαζόμενος και Αθωνίτης, από την προσφορά του στο Όρος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα το 927, αν και η ακριβής χρονολογία δεν έχει γίνει γνωστή, από γονείς πλούσιους.
Ο πατέρας καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας και η μητέρα από την Κολχίδα του Πόντου.
Πριν ακόμη γεννηθεί, ο πατέρας του πέθανε, ενώ μετά τη γέννησή του πέθανε και η μητέρα του. Βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Αβραάμιος, ενώ την επιμέλειά του ανέλαβε μια μοναχή συγγενής του. Η μοναχή ήταν αυτή που σημάδεψε τη ζωή του, δίνοντάς του τα εφόδια εκείνα τα οποία αργότερα τον οδήγησαν στον μοναχισμό. Ως παιδί ξεχώριζε για τη θέλησή του για μόρφωση, αλλά και για την αφιέρωσή του στον Θεό. Όταν, δε, πέθανε η μοναχή που τον φρόντιζε, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη, επί αυτοκράτορος Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (920-944).
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Αβραάμιος έγινε κάτοχος και δάσκαλος «πάσης φιλοσοφίας και ρητορικής», με τη φήμη του να φτάνει μέχρι και τα βασιλικά ανάκτορα.
Η όλη του πορεία, το ήθος του, η πραότητα, ο πλούτος της γνώσεως, το δε έντιμον και χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητό σε όλους. Εξαιτίας των χαρισμάτων του, οι μαθητές και διδάσκαλοι της Σχολής, «κοινή ψήφω», ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκλεγεί διδάσκαλος αυτής. Έτσι, με αυτοκρατορική υπόδειξη, τιμάται με το αξίωμα του διδασκάλου.
Ο Αβραάμιος σύντομα απέδειξε τις ικανότητές του. Απέκτησε πολλούς μαθητές και συγχρόνως τη φήμη του σοφού διδασκάλου. Γι’ αυτό, χρόνο με τον χρόνο, ο αριθμός των μαθητών μεγάλωνε, ενώ η ζωή του είχε ταυτιστεί με τις αρχές του Χριστιανισμού. Επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό, μέσα από τον μοναχισμό.
Η όλη πορεία του Αθανασίου, το ήθος του, η πραότητα, ο πλούτος της γνώσεως, το δε έντιμον και χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητό σε όλους
Εκείνη την περίοδο ο συγγενής του στρατηγός Ζεφιναζέρ ανέλαβε τη ναυτική διοίκηση στο Αιγαίο, παίρνοντας μαζί του και τον Αβραάμιο. Όταν ο στόλος κατέπλευσε στη Λήμνο, ο Αβραάμιος είδε από μακριά το Άγιο Όρος, γεγονός που επηρέασε στη συνέχεια τις επιλογές του. Όταν επέστρεψε στην Πόλη, συναντήθηκε με τον Όσιο Μιχαήλ Μαλεΐνον, ιδρυτή και ηγούμενο της Λαύρας του Κυμινά, ενός βουνού στη Βιθυνία. Στον Μιχαήλ για πρώτη φορά επίσημα εξομολογήθηκε την επιθυμία να ασπαστεί τον μοναχικό βίο. Στην Κωνσταντινούπολη είχε την τύχη να συναντηθεί και με τον Νικηφόρο Φωκά, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Μιχαήλ, ο οποίος έκρινε ότι ήταν άξιος να ακολουθήσει βίο πιο ησυχαστικό και ασκητικό, ώστε να επιδοθεί στους δικούς του πλέον πνευματικούς αγώνες και να αναδειχτούν τα πνευματικά του χαρίσματα υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο Αβραάμιος μετέβη, λοιπόν, στο όρος Κυμινά, όπου έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Όσιο Μιχαήλ και εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Μετά την κουρά του, ο Αθανάσιος, με την καθοδήγηση του Μιχαήλ, επιδόθηκε στην άσκηση των μοναχικών αρετών. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών κατέκτησε «πάσαν ασκητικήν πολιτείαν» και συνέλεξε σε βραχύ χρόνο πλούτο αρετών, ώστε «να καθάρει την διάνοιαν» και να δει «θεία θεωρήματα», όπως αναφέρουν όσοι ασχολήθηκαν με τον βίο του και την πορεία του ως μοναχού.
Με το όνομα "Βαρνάβας"
Παρά την ηρεμία που του εξασφάλιζε ο χώρος και, βεβαίως, ο Μιχαήλ, η μοίρα του Αθανάσιου ήταν άλλη. Έφυγε από το όρος Κυμινά, και για πρώτη φορά επισκέφθηκε το Άγιο Όρος. Από την πρώτη στιγμή της άφιξής του περιόδευσε σε πολλά σκηνώματα της αθωνικής χερσονήσου και γνώρισε πολλούς και ενάρετους μοναχούς και ασκητές. Εντυπωσιάστηκε από τη σκληρή ασκητική ζωή, τον λιτό βίο και τις πολλές στερήσεις. Αρχικά έγινε υποτακτικός σε έναν απλό γέροντα, χωρίς να αποκαλύψει ποιος ήταν, κοντά στη Μονή Ζυγού.
Επειδή ήθελε να περάσει απαρατήρητος, δεν φανέρωσε το πραγματικό του όνομα, αλλά σε όσους τον ρωτούσαν έλεγε ότι ονομαζόταν Βαρνάβας. Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τους μοναχούς του Όρους και να ακολουθήσει ένα υψηλότερο στάδιο μοναχικού βίου, αυτό του ερημίτη. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τυπικό του, την περίοδο αυτή οι Αρχές του Άθω δεν επέτρεπαν σε κανέναν μοναχό να ζήσει ως ερημίτης, εάν δεν είχε παραμείνει στο Όρος δύο ή τρία χρόνια. Με τον τρόπο, αυτό υπήρχε ένας έλεγχος για όσους ήθελαν να γίνουν ερημίτες.
Ο Αθανάσιος, όπως έλεγαν αργότερα όσοι τον γνώρισαν, θεωρούσε καθήκον του να μην αποκαλύψει τον εαυτό του και να υποταχθεί σε κάποιο αναχωρητή. Κρύβοντας τις γνώσεις του αλλά και τις πνευματικές του ικανότητες από σεβασμό στον γέροντά του, που ήταν σχεδόν αμόρφωτος, είχε τη δυνατότητα να μαθαίνει τον κόσμο του μοναχισμού και της υποταγής και παράλληλα να διδάσκεται τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να εκδηλώνει «πρακτικά» την αφοσίωσή του στο θείο.
Ενώ, λοιπόν, ο Αθανάσιος δοκιμαζόταν στον Άθω ως υποψήφιος ασκητής, ο δομέστικος των Σχολών της Ανατολής, Νικηφόρος Φωκάς, τον αναζητούσε σε διάφορα μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, χωρίς αποτέλεσμα. Θυμήθηκε, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ότι ο Αθανάσιος του είχε μιλήσει για πιθανή αναχώρηση και των δύο στο Άγιο Όρος. Έτσι, έγραψε στον κριτή-έπαρχο της Θεσσαλονίκης και του ζήτησε να μεταβεί στον Άθω προς αναζήτηση του Αθανασίου, περιγράφοντας τα προσωπικά χαρακτηριστικά του.
Ο κριτής μετέβη στο Όρος, συναντήθηκε με τον Πρώτο του Όρους, Στέφανο, και του μετέφερε το αίτημα. Ο Στέφανος άρχισε και τον αναζητά, ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα – η σύναξη των γερόντων του Όρους γινόταν τρεις φορές τον χρόνο: τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου, εορτή της κοιμήσεως της Παναγίας. Στις συνάξεις, υπό την προεδρία του Πρώτου, συμμετείχαν οι πατέρες οι οποίοι ασκούνταν στην περιοχή της Λαύρας των Καρυών.
Κατά τα Χριστούγεννα, λοιπόν, του έτους εκείνου, έγινε τελικά η αναγνώριση του Αθανασίου. Όλοι οι Αθωνίτες ήξεραν πλέον ότι ο Βαρνάβας ήταν ένας μορφωμένος μοναχός, αλλά δεν γνώριζαν ποιος ήταν στην πραγματικότητα, γιατί ζήτησε από τον Πρώτο να κρατήσει το μυστικό του, διαφορετικά θα έφευγε από τον Άθω. Ο Πρώτος τού παραχώρησε ένα αναχωρητικό κελί κοντά στις Καρυές. Ο Αθανάσιος εγκαταστάθηκε με έναν μαθητή ονόματι Λουκίτζη και ασκούσε το επάγγελμα του καλλιγράφου. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 959.
Περί το έτος 960 ήρθε στο Όρος ο αδελφός του Νικηφόρου και δομέστικος των Σχολών της Δύσεως Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του κατά των Σκυθών, για να ευχαριστήσει από ευγνωμοσύνη τον Θεό. Τότε ήταν που συνάντησε τον Αθανάσιο, με αποτέλεσμα όλοι να μάθουν ποιος ήταν πραγματικά ο Βαρνάβας και ποιες οι σχέσεις του με την οικογένεια Φωκά. Το ασκητικό περιβάλλον, η όλη προσωπικότητα και η σχέση του με την ένδοξη οικογένεια της αυτοκρατορίας προκάλεσαν αίσθηση στους Αθωνίτες και πολλοί έσπευσαν να τον πλησιάσουν και να μείνουν μαζί του.
Ο Αθανάσιος, θέλοντας να αποφύγει την προσέλευση και σύγχυση, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο που είχε όταν αφίχθη στο Όρος: να αποσυρθεί στα ενδότερα του Όρους, στην ησυχία. Έτσι, με την ευλογία του Πρώτου και της Συνάξεως, αφού έμεινε δύο χρόνια στις Καρυές, έλαβε έναν τόπο εξαιρετικά απρόσιτο και ερημικό, που λεγόταν Μελανά, στη θέση όπου έκτισε τη Λαύρα. Εκεί έστησε την ασκητική του καλύβη, σαν «άλλο αρετής εργαστήριον», και επιδόθηκε σε νέους πνευματικούς αγώνες αφοσιωμένος στις «κατά Θεόν μελέτες και θείες θεωρίες».
Από το Περιβόλι της Παναγίας στην Κρήτη
Την περίοδο εκείνη ο Νικηφόρος Φωκάς διηύθυνε την εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού, περί το 960, για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές και αμφίρροπες. Η βυζαντινή στρατιά υπέφερε από το κρύο και την έλλειψη τροφών, σε αντίθεση με τον στρατό των Αράβων.
Επιθυμώντας να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών, ο Φωκάς υπενθύμιζε ότι σκοπός της εκστρατείας ήταν η απελευθέρωση εδαφών και πληθυσμού χριστιανικού. Άλλωστε, οι Άραβες ή Σαρακηνοί, έχοντες ως ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν επιδρομές σε όλο το Αιγαίο, ακόμα και το Άγιο Όρος, από το οποίο, πέραν των λαφύρων, είχαν αιχμαλωτίσει και μοναχούς.
Στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό του στρατού, αποφάσισε να αποστείλει γράμματα σε μοναστήρια της Μ. Ασίας και στο Άγιον Όρος, ζητώντας να στείλουν μερικούς μοναχούς κοντά στο στρατό. Μεταξύ των μοναχών, έγραψε και στον Αθανάσιο και στον Πρώτο του Όρους. Οι Αθωνίτες απάντησαν θετικά. Με την ευλογία του Πρώτου και των γερόντων του Όρους, αποφάσισε να μεταβεί στην Κρήτη ο Αθανάσιος συνοδευόμενος από ένα μοναχό, το Θεόδοτο.
Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν συγκινητική. Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Πέτυχε να βοηθήσει στην εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί και διασωθεί και την επανασύνδεση του φιλικού του δεσμού με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.
Εκεί καταστρώθηκε η ιδέα της ιδρύσεως ενός μοναστηριού στον Άθω, υπό την ηγουμενία του Αθανασίου, στο οποίο θα μόναζε και ο Φωκάς. Για τον σκοπό αυτό ο Φωκάς πρότεινε στον Αθανάσιο να του διαθέσει τα χρήματα που θα απαιτούνταν για την ανέγερση της μονής. Αφού οι δύο άνδρες έμειναν σύμφωνοι, ο μεν Αθανάσιος αναχώρησε για τον Άθωνα, ο δε Φωκάς επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Επιστρέφοντας ο Αθανάσιος στο Όρος, είχε αποφασίσει να αρχίσει την ίδρυση της Λαύρας. Στο μεταξύ ο Νικηφόρος Φωκάς απέστειλε στον Άθω τον έμπιστό του μοναχό Μεθόδιο, με επιστολή και τα αναγκαία χρήματα για την έναρξη των εργασιών. Ο Μεθόδιος παρέμεινε στο κελί του Αθανασίου έξι μήνες και δεν αναχώρησε παρά αφού έπεισε τον Αθανάσιο να αρχίσει την κατασκευή της Λαύρας και αφού είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες.
Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Πέτυχε να βοηθήσει στην εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί
Πράγματι, ο Αθανάσιος άρχισε με την ανέγερση του ησυχαστηρίου, όπου θα μόναζε ο Νικηφόρος, και του ναού επ' ονόματι του Τιμίου Προδρόμου. Στη συνέχεια προχώρησε στην ανέγερση του καθολικού και άλλων κτισμάτων. Ενώ, λοιπόν, προχωρούσαν οι εργασίες ανεγέρσεως του καθολικού και των κελιών, έφθασε η είδηση της ανόδου του Νικηφόρου στον αυτοκρατορικό θρόνο. Η είδηση αυτή πίκρανε τον Αθανάσιο, ο οποίος ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Λαύρας έπειτα από επίμονες παρακλήσεις του Νικηφόρου και την υπόσχεσή του να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Τότε ήταν που απεφάσισε να εγκαταλείψει την ηγουμενία της Λαύρας και να φύγει από το Όρος.
Στη Μονή Ιερέων στην Κύπρο
Ο Αθανάσιος έφυγε από το Όρος και αποβιβάστηκε στην Άβυδο της Μικράς Ασίας. Φθάνοντας εκεί, έστειλε πίσω στον Άθωνα το πλοίο της Λαύρας με τους περισσότερους εκ των συνοδών του. Έναν μοναχό απέστειλε στη Βασιλεύουσα με σκοπό να επιδώσει στον αυτοκράτορα επιστολή και ο ίδιος με τρεις εμπίστους μοναχούς επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο. Με το γράμμα στον αυτοκράτορα τον πληροφορούσε ότι παραιτούνταν από την ηγουμενία, αλλά συγχρόνως του υποδείκνυε τον μοναχό Ευθύμιο, ώστε να αναλάβει το αξίωμα.
Φθάνοντας στην Κύπρο, διέμεινε στη Μονή των Ιερέων και απέστειλε τον μοναχό Θεόδοτο στη Λαύρα, με εντολή να παρακολουθεί την εξέλιξη των υποθέσεων της Μονής. Μόλις η πορεία των πραγμάτων της Μονής πήρε αρνητική τροπή, ο Θεόδοτος επέστρεψε στην Κύπρο και ενημέρωσε τον Αθανάσιο για την κατάσταση. Ο αυτοκράτωρ, διαβάζοντας την επιστολή, κατέστησε τον μοναχό Ευθύμιο ηγούμενο της Λαύρας και πάραυτα απέστειλε γράμματα προς αναζήτηση του Αθανασίου, ο οποίος κρυβόταν στη Μονή των Ιερέων.
Τα γράμματα έφθασαν και στον ηγούμενο της Μονής των Ιερέων, ο οποίος κάλεσε τον Αθανάσιο και τον συνοδό του μοναχό Αντώνιο προς εξακρίβωση. Ο Αθανάσιος απέφυγε να αποκαλύψει τον εαυτό του. Αναχώρησε με τον Αντώνιο και έφτασε στην πόλη Αττάλεια της Μ. Ασίας, όπου έφτασε επίσης ο μοναχός Θεόδοτος, ο οποίος πληροφόρησε τον Αθανάσιο για τη θλιβερή κατάσταση της Λαύρας. Έτσι, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσισε να επιστρέψει στη μονή. Η επάνοδός του έδωσε χαρά και ικανοποίηση στους πατέρες, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν αρκετά κατά το διάστημα της απουσίας του, κατά την οποία διακινδύνεψε και η ίδια η ύπαρξη της μονής.
Η επιστροφή στη Βασιλεύουσα
Αφού ετακτοποίησε καλώς όλα τα πράγματα της Λαύρας, απεφάσισε να μεταβεί στη Βασιλεύουσα προς συνάντηση με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Η συνάντηση των δύο ανδρών υπήρξε συγκινητική και, ακόμη περισσότερο, σημαντική και χρήσιμη, καθώς όχι μόνο είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των παρεξηγήσεων, αλλά και αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία της Λαύρας, αλλά και για αυτή του Αγίου Όρους.
Ο Αθανάσιος εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Νικηφόρος Φωκάς από τη θέση την οποία πλέον κατείχε θα βοηθούσε αποτελεσματικά τη Λαύρα. Πράγματι, ο αυτοκράτωρ εξέδωσε, χάρη του Αθανασίου, υπέρ της Λαύρας τρία χρυσόβουλα, τα οποία, εκτός από τη θεσμική τους διάσταση, παραχωρούσαν στη νεόδμητη Λαύρα σημαντικές δωρεές. Στο χρυσόβουλό του, το οποίο είχε χαρακτήρα Τυπικού για τη Λαύρα, ο Φωκάς συμπεριέλαβε μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στη Λαύρα εκτός από τον αυτοκράτορα. Η Λαύρα, η οποία από ιδιωτική κατέστη βασιλική-αυτοκρατορική, με την ανάρρηση του Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο καθιερώθηκε ως ελευθέρα και αυτοδέσποτος από κάθε κοσμική ή εκκλησιαστική Αρχή.
Ο Νικηφόρος, κτήτωρ της μονής, είχε την κυριότητά της σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και, μετά τον θάνατό του, αυτή περιήλθε στον Αθανάσιο, ο οποίος ήταν ισόβιος ηγούμενος. Ο Φωκάς με το χρυσόβουλό του απαγόρευσε την παραχώρηση της Λαύρας σε πρόσωπο ξένο προς αυτήν, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, ή σε άλλη μονή. Παράλληλα, χορηγούσε στη Λαύρα χρηματικές παροχές σε ετήσια βάση, αναγκαίες για τη συντήρησή της. Έτσι, η Λαύρα κατέστη αυτοκρατορικό μοναστήρι, με κοινοβιακό χαρακτήρα, πλούτο και ευμάρεια.
Ο αυτοκράτωρ εξέδωσε, χάρη του Αθανασίου, υπέρ της Λαύρας τρία χρυσόβουλα, τα οποία, εκτός από τη θεσμική τους διάσταση, παραχωρούσαν στη νεόδμητη Λαύρα σημαντικές δωρεές
Την ίδια περίοδο, λόγω της φήμης του Αθανασίου και της εντυπωσιακής εξελίξεως της Λαύρας, μοναχοί από πολλές περιοχές προσέρχονταν να υποταχθούν. Μεταξύ αυτών έρχονταν από τη Ρώμη, την Καλαβρία, την ευρύτερη Ιταλία, την Ιβηρία, την Αρμενία κ.α. Όλοι αυτοί έβρισκαν καταφύγιο στη Λαύρα, η οποία την περίοδο εκείνη (964 972) ήταν το μόνο σημαντικό μοναστικό ίδρυμα, εκτός του Πρωτάτου, στον Άθω.
Αυτή η πρωτόγνωρη άνοδος της Λαύρας προκάλεσε ορισμένες αντιδράσεις από πολλούς Αθωνίτες ασκητές, ερημίτες και ηγουμένους μονυδρίων. Η βασική διαμαρτυρία ήταν ότι με τη μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, τις άφθονες χρηματικές δωρεές κ.λπ. αλλοιώνονταν η μοναχική παράδοση του Όρους και ο χαρακτήρας του αγιορείτικου ασκητικού πνεύματος, όπως τότε υπήρχε στον Άθω.
Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά δημιούργησε μια νέα εποχή και έφερε μια καινούργια τροπή στα αγιορείτικα πράγματα. Όσοι αντιδρούσαν ή διαφωνούσαν με τον Αθανάσιο θεώρησαν κατάλληλη την ευκαιρία να ανακόψουν την πορεία του. Έτσι, έστειλαν αντιπροσωπία στον νέο αυτοκράτορα, στον οποίο διετύπωσαν τις αιτιάσεις τους.
Νέα πορεία
Ο νέος αυτοκράτωρ, Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), προσκάλεσε τον Αθανάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη συνάντηση, ο αυτοκράτωρ, παρ’ ότι εγνώριζε τον στενό δεσμό του Αθανασίου με τον δολοφονηθέντα Νικηφόρο Φωκά (963-969), όχι μόνον δεν έδειξε αντιπάθεια ή εχθρότητα προς αυτόν, όπως ανέμεναν οι αντιφρονούντες, αλλά επέδειξε φιλική στάση και πραγματοποίησε όλα του τα αιτήματα. Η στάση αυτή άμβλυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε στη συμφιλίωση των δύο πλευρών.
Αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων ήταν να αποσταλεί στον Άθω ο ηγούμενος της Μονής Στουδίου, Ευθύμιος, προκειμένου να λυθεί οριστικά το αγιορείτικο ζήτημα. Με την ευκαιρία εκείνης της συναντήσεως, ο Ιωάννης Τσιμισκής εξέδωσε χρυσόβουλο υπέρ της Λαύρας και επικύρωσε όλες τις διατάξεις αυτού του προκατόχου του.
Ο ηγούμενος Ευθύμιος πήγε να συναντήσει τον Αθανάσιο. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των Αγιορειτών, συνετάγη ένα κείμενο, το οποίο ενέκριναν όλοι οι ηγούμενοι και το υπέγραψαν ο Πρώτος, 57 ηγούμενοι του Άθω και άλλοι πρόκριτοι αγιορείτες. Το κείμενο αυτό, γνωστό ως Τυπικό του Τσιμισκή, φέρει επίσης την ονομασία «Τράγος», γιατί είχε γραφεί «επί αιγείου (κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ο «Τράγος» από της καθιερώσεώς του φυλάσσεται στο Σκευοφυλάκιο του Πρωτάτου και της Ιεράς Κοινότητος. Μετά την κύρωση και εφαρμογή του, ο Αθανάσιος ασχολήθηκε απερίσπαστος με τη διοίκηση της Λαύρας και τα πνευματικά του καθήκοντα. Ιδιαίτερα εμερίμνησε για τη διοικητική οργάνωση της μονής, την ορθή διαχείριση των οικονομικών, τη λειτουργική ευταξία και διάφορα άλλα προσωπικά θέματα της καθημερινής ζωής και γενικότερα.
Το Τυπικό του
To Τυπικό που συνέταξε ο Αθανάσιος διακρίνεται σε τρία μέρη: Το Τυπικό, το οποίο αναφέρεται σε θέματα διοικητικά, όπως η εκλογή ηγουμένου, τα καθήκοντα, οι εξουσίες, οι υποχρεώσεις, η διαδοχή, τα καθήκοντα των προκρίτων αδελφών κ.ά. Η Διατύπωση, που αποτελεί ένα σύντομο κείμενο, αναφερόμενο κυρίως στον τρόπο εκλογής του ηγουμένου, τον διορισμό επιτρόπων κ.ά. Τέλος, η Υποτύπωση, ένα είδος λειτουργικού τυπικού, που αναφέρεται στην τέλεση των Ιερών Ακολουθιών όλου του εκκλησιαστικού έτους.
Ο Αθανάσιος ανεγνωρίσθη και καθιερώθη ως ο αναμορφωτής αρχηγέτης και πατριάρχης του αθωνικού μοναχισμού. Η συμβολή του στην καθιέρωση και την αναγνώριση του μοναχικού καθεστώτος της αθωνικής πολιτείας υπήρξε καταλυτική και πανθομολογούμενη.
Ο Αθανάσιος εκοιμήθη περί το 1000 μ.Χ. Πάνδημος υπήρξε η εκφορά του ιερού σκηνώματός του, όπου παρέστη η του Όρους Γερουσία. Ανεγνωρίσθη Όσιος και η μνήμη του εορτάζεται την 5η Ιουλίου.
Τα θαύματά του
Ο μοναχός Αθανάσιος ο αποθηκάριος, στην αρχή της μοναχικής του ζωής, ευρισκόμενος κάποτε στον Μυλοπόταμο, έπαθε υδρωπικία. Βλέποντας την κατάστασή του, ο Όσιος του υπέδειξε να μεταβεί στη Λαύρα, για να θεραπευθεί από τον ιατρό της μονής. Όταν έφθασε εκεί, οι ιατροί που τον εξέτασαν δεν πίστευαν ότι θα θεραπευόταν. Τότε ο πατήρ τον λυπήθηκε για την κατάστασή του και, αφού άγγιξε με το χέρι του την κοιλιά του, είπε: «Ύπαγε, τέκνον, της χάριτος του Θεού. Ουδέν κακόν έχεις». Αμέσως με τον λόγο ο μοναχός θεραπεύτηκε.
H εμφάνιση της Παναγίας
Κατά το έτος 963 εκδηλώθηκε λιμός στην αυτοκρατορία, ένεκα του οποίου επροκλήθη έλλειψη τροφών και στο Άγιον Όρος. Επειδή είχε ξεκινήσει η οικοδομή της Λαύρας και η εξάντληση υλικών και τροφίμων, ο Όσιος απεφάσισεν να μεταβεί στις Καρυές, για να συμβουλευθεί τον Πρώτο και τους γέροντες επί του πρακτέου. Ενώ λοιπόν επορεύετο προς τις Καρυές, σε αρκετή απόσταση από τη μονή συνάντησε μια σεμνοτάτην και ωραιοτάτην γυναίκα. Από τη θέα της εταράχθη. Αλλά πρώτη η γυνή ρώτησε τον Αθανάσιον: «Πόθεν έρχεσαι, Αθανάσιε, και πού πορεύεσαι;». Έκπληκτος ο Όσιος απάντησε: «Ποία είσαι εσύ η οποία μου ομιλείς και γνωρίζεις το όνομά μου;». «Εγώ είμαι η Μήτηρ του Κυρίου και προστάτις σου», απάντησε εκείνη και συνέχισε: «Αλλ’ ειπέ μοι, διατί εγκατέλιπες την Λαύραν και πού μεταβαίνεις;». Και ο Όσιος απάντησε: «Δεν πιστεύω ότι είσαι η Κεχαριτωμένη εάν δεν ιδώ κάποιο σημείον». «Δίκαιον έχεις, Αθανάσιε. Διά να πιστεύσεις, ιδού», απάντησε. «Χτύπησε σταυροειδώς με τη ράβδο σου αυτήν την πέτρα, επικαλούμενος το όνομα της Παναγίας Τριάδος, και θα ιδείς ευθύς να αναβλύζει άφθονον και αστείρευτον ύδωρ».
Πεισθείς ο Όσιος, εκτύπησε την ενώπιόν του πέτρα και αμέσως ανέβλυσεν ύδωρ και το σημείον εκείνο έκτοτε ονομάσθηκε ύδωρ του αγιάσματος, ένθα εκτίσθη ναΰδριον της Ζωοδόχου Πηγής.
Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Αβραάμιος έγινε κάτοχος και δάσκαλος «πάσης φιλοσοφίας και ρητορικής», με τη φήμη του να φτάνει μέχρι και τα βασιλικά ανάκτορα.
Η όλη του πορεία, το ήθος του, η πραότητα, ο πλούτος της γνώσεως, το δε έντιμον και χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητό σε όλους. Εξαιτίας των χαρισμάτων του, οι μαθητές και διδάσκαλοι της Σχολής, «κοινή ψήφω», ζήτησαν από τον αυτοκράτορα να εκλεγεί διδάσκαλος αυτής. Έτσι, με αυτοκρατορική υπόδειξη, τιμάται με το αξίωμα του διδασκάλου.
Ο Αβραάμιος σύντομα απέδειξε τις ικανότητές του. Απέκτησε πολλούς μαθητές και συγχρόνως τη φήμη του σοφού διδασκάλου. Γι’ αυτό, χρόνο με τον χρόνο, ο αριθμός των μαθητών μεγάλωνε, ενώ η ζωή του είχε ταυτιστεί με τις αρχές του Χριστιανισμού. Επιθυμία του ήταν να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό, μέσα από τον μοναχισμό.
Η όλη πορεία του Αθανασίου, το ήθος του, η πραότητα, ο πλούτος της γνώσεως, το δε έντιμον και χρηστόν του χαρακτήρος του τον έκαναν αγαπητό σε όλους
Εκείνη την περίοδο ο συγγενής του στρατηγός Ζεφιναζέρ ανέλαβε τη ναυτική διοίκηση στο Αιγαίο, παίρνοντας μαζί του και τον Αβραάμιο. Όταν ο στόλος κατέπλευσε στη Λήμνο, ο Αβραάμιος είδε από μακριά το Άγιο Όρος, γεγονός που επηρέασε στη συνέχεια τις επιλογές του. Όταν επέστρεψε στην Πόλη, συναντήθηκε με τον Όσιο Μιχαήλ Μαλεΐνον, ιδρυτή και ηγούμενο της Λαύρας του Κυμινά, ενός βουνού στη Βιθυνία. Στον Μιχαήλ για πρώτη φορά επίσημα εξομολογήθηκε την επιθυμία να ασπαστεί τον μοναχικό βίο. Στην Κωνσταντινούπολη είχε την τύχη να συναντηθεί και με τον Νικηφόρο Φωκά, τον μετέπειτα αυτοκράτορα. Παρών στη συνάντηση ήταν και ο Μιχαήλ, ο οποίος έκρινε ότι ήταν άξιος να ακολουθήσει βίο πιο ησυχαστικό και ασκητικό, ώστε να επιδοθεί στους δικούς του πλέον πνευματικούς αγώνες και να αναδειχτούν τα πνευματικά του χαρίσματα υπέρ της Ορθοδοξίας.
Ο Αβραάμιος μετέβη, λοιπόν, στο όρος Κυμινά, όπου έγινε δεκτός από τον ηγούμενο Όσιο Μιχαήλ και εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Μετά την κουρά του, ο Αθανάσιος, με την καθοδήγηση του Μιχαήλ, επιδόθηκε στην άσκηση των μοναχικών αρετών. Μέσα σε διάστημα τεσσάρων ετών κατέκτησε «πάσαν ασκητικήν πολιτείαν» και συνέλεξε σε βραχύ χρόνο πλούτο αρετών, ώστε «να καθάρει την διάνοιαν» και να δει «θεία θεωρήματα», όπως αναφέρουν όσοι ασχολήθηκαν με τον βίο του και την πορεία του ως μοναχού.
Με το όνομα "Βαρνάβας"
Παρά την ηρεμία που του εξασφάλιζε ο χώρος και, βεβαίως, ο Μιχαήλ, η μοίρα του Αθανάσιου ήταν άλλη. Έφυγε από το όρος Κυμινά, και για πρώτη φορά επισκέφθηκε το Άγιο Όρος. Από την πρώτη στιγμή της άφιξής του περιόδευσε σε πολλά σκηνώματα της αθωνικής χερσονήσου και γνώρισε πολλούς και ενάρετους μοναχούς και ασκητές. Εντυπωσιάστηκε από τη σκληρή ασκητική ζωή, τον λιτό βίο και τις πολλές στερήσεις. Αρχικά έγινε υποτακτικός σε έναν απλό γέροντα, χωρίς να αποκαλύψει ποιος ήταν, κοντά στη Μονή Ζυγού.
Επειδή ήθελε να περάσει απαρατήρητος, δεν φανέρωσε το πραγματικό του όνομα, αλλά σε όσους τον ρωτούσαν έλεγε ότι ονομαζόταν Βαρνάβας. Επιθυμία του ήταν να γνωρίσει τους μοναχούς του Όρους και να ακολουθήσει ένα υψηλότερο στάδιο μοναχικού βίου, αυτό του ερημίτη. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο Τυπικό του, την περίοδο αυτή οι Αρχές του Άθω δεν επέτρεπαν σε κανέναν μοναχό να ζήσει ως ερημίτης, εάν δεν είχε παραμείνει στο Όρος δύο ή τρία χρόνια. Με τον τρόπο, αυτό υπήρχε ένας έλεγχος για όσους ήθελαν να γίνουν ερημίτες.
Ο Αθανάσιος, όπως έλεγαν αργότερα όσοι τον γνώρισαν, θεωρούσε καθήκον του να μην αποκαλύψει τον εαυτό του και να υποταχθεί σε κάποιο αναχωρητή. Κρύβοντας τις γνώσεις του αλλά και τις πνευματικές του ικανότητες από σεβασμό στον γέροντά του, που ήταν σχεδόν αμόρφωτος, είχε τη δυνατότητα να μαθαίνει τον κόσμο του μοναχισμού και της υποταγής και παράλληλα να διδάσκεται τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να εκδηλώνει «πρακτικά» την αφοσίωσή του στο θείο.
Ενώ, λοιπόν, ο Αθανάσιος δοκιμαζόταν στον Άθω ως υποψήφιος ασκητής, ο δομέστικος των Σχολών της Ανατολής, Νικηφόρος Φωκάς, τον αναζητούσε σε διάφορα μοναστικά κέντρα της Μ. Ασίας, χωρίς αποτέλεσμα. Θυμήθηκε, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, ότι ο Αθανάσιος του είχε μιλήσει για πιθανή αναχώρηση και των δύο στο Άγιο Όρος. Έτσι, έγραψε στον κριτή-έπαρχο της Θεσσαλονίκης και του ζήτησε να μεταβεί στον Άθω προς αναζήτηση του Αθανασίου, περιγράφοντας τα προσωπικά χαρακτηριστικά του.
Ο κριτής μετέβη στο Όρος, συναντήθηκε με τον Πρώτο του Όρους, Στέφανο, και του μετέφερε το αίτημα. Ο Στέφανος άρχισε και τον αναζητά, ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα – η σύναξη των γερόντων του Όρους γινόταν τρεις φορές τον χρόνο: τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και στις 15 Αυγούστου, εορτή της κοιμήσεως της Παναγίας. Στις συνάξεις, υπό την προεδρία του Πρώτου, συμμετείχαν οι πατέρες οι οποίοι ασκούνταν στην περιοχή της Λαύρας των Καρυών.
Κατά τα Χριστούγεννα, λοιπόν, του έτους εκείνου, έγινε τελικά η αναγνώριση του Αθανασίου. Όλοι οι Αθωνίτες ήξεραν πλέον ότι ο Βαρνάβας ήταν ένας μορφωμένος μοναχός, αλλά δεν γνώριζαν ποιος ήταν στην πραγματικότητα, γιατί ζήτησε από τον Πρώτο να κρατήσει το μυστικό του, διαφορετικά θα έφευγε από τον Άθω. Ο Πρώτος τού παραχώρησε ένα αναχωρητικό κελί κοντά στις Καρυές. Ο Αθανάσιος εγκαταστάθηκε με έναν μαθητή ονόματι Λουκίτζη και ασκούσε το επάγγελμα του καλλιγράφου. Εκεί παρέμεινε μέχρι το 959.
Περί το έτος 960 ήρθε στο Όρος ο αδελφός του Νικηφόρου και δομέστικος των Σχολών της Δύσεως Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του κατά των Σκυθών, για να ευχαριστήσει από ευγνωμοσύνη τον Θεό. Τότε ήταν που συνάντησε τον Αθανάσιο, με αποτέλεσμα όλοι να μάθουν ποιος ήταν πραγματικά ο Βαρνάβας και ποιες οι σχέσεις του με την οικογένεια Φωκά. Το ασκητικό περιβάλλον, η όλη προσωπικότητα και η σχέση του με την ένδοξη οικογένεια της αυτοκρατορίας προκάλεσαν αίσθηση στους Αθωνίτες και πολλοί έσπευσαν να τον πλησιάσουν και να μείνουν μαζί του.
Ο Αθανάσιος, θέλοντας να αποφύγει την προσέλευση και σύγχυση, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο που είχε όταν αφίχθη στο Όρος: να αποσυρθεί στα ενδότερα του Όρους, στην ησυχία. Έτσι, με την ευλογία του Πρώτου και της Συνάξεως, αφού έμεινε δύο χρόνια στις Καρυές, έλαβε έναν τόπο εξαιρετικά απρόσιτο και ερημικό, που λεγόταν Μελανά, στη θέση όπου έκτισε τη Λαύρα. Εκεί έστησε την ασκητική του καλύβη, σαν «άλλο αρετής εργαστήριον», και επιδόθηκε σε νέους πνευματικούς αγώνες αφοσιωμένος στις «κατά Θεόν μελέτες και θείες θεωρίες».
Από το Περιβόλι της Παναγίας στην Κρήτη
Την περίοδο εκείνη ο Νικηφόρος Φωκάς διηύθυνε την εκστρατεία του Βυζαντινού στρατού, περί το 960, για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές και αμφίρροπες. Η βυζαντινή στρατιά υπέφερε από το κρύο και την έλλειψη τροφών, σε αντίθεση με τον στρατό των Αράβων.
Επιθυμώντας να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών, ο Φωκάς υπενθύμιζε ότι σκοπός της εκστρατείας ήταν η απελευθέρωση εδαφών και πληθυσμού χριστιανικού. Άλλωστε, οι Άραβες ή Σαρακηνοί, έχοντες ως ορμητήριο την Κρήτη, έκαναν επιδρομές σε όλο το Αιγαίο, ακόμα και το Άγιο Όρος, από το οποίο, πέραν των λαφύρων, είχαν αιχμαλωτίσει και μοναχούς.
Στην προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό του στρατού, αποφάσισε να αποστείλει γράμματα σε μοναστήρια της Μ. Ασίας και στο Άγιον Όρος, ζητώντας να στείλουν μερικούς μοναχούς κοντά στο στρατό. Μεταξύ των μοναχών, έγραψε και στον Αθανάσιο και στον Πρώτο του Όρους. Οι Αθωνίτες απάντησαν θετικά. Με την ευλογία του Πρώτου και των γερόντων του Όρους, αποφάσισε να μεταβεί στην Κρήτη ο Αθανάσιος συνοδευόμενος από ένα μοναχό, το Θεόδοτο.
Η συνάντηση των δύο αντρών ήταν συγκινητική. Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Πέτυχε να βοηθήσει στην εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί και διασωθεί και την επανασύνδεση του φιλικού του δεσμού με τον στρατηγό Νικηφόρο Φωκά.
Εκεί καταστρώθηκε η ιδέα της ιδρύσεως ενός μοναστηριού στον Άθω, υπό την ηγουμενία του Αθανασίου, στο οποίο θα μόναζε και ο Φωκάς. Για τον σκοπό αυτό ο Φωκάς πρότεινε στον Αθανάσιο να του διαθέσει τα χρήματα που θα απαιτούνταν για την ανέγερση της μονής. Αφού οι δύο άνδρες έμειναν σύμφωνοι, ο μεν Αθανάσιος αναχώρησε για τον Άθωνα, ο δε Φωκάς επέστρεψε στη Βασιλεύουσα. Επιστρέφοντας ο Αθανάσιος στο Όρος, είχε αποφασίσει να αρχίσει την ίδρυση της Λαύρας. Στο μεταξύ ο Νικηφόρος Φωκάς απέστειλε στον Άθω τον έμπιστό του μοναχό Μεθόδιο, με επιστολή και τα αναγκαία χρήματα για την έναρξη των εργασιών. Ο Μεθόδιος παρέμεινε στο κελί του Αθανασίου έξι μήνες και δεν αναχώρησε παρά αφού έπεισε τον Αθανάσιο να αρχίσει την κατασκευή της Λαύρας και αφού είχαν αρχίσει οι οικοδομικές εργασίες.
Ο Αθανάσιος έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές από τον πνευματικό του φίλο Νικηφόρο Φωκά. Η αποστολή και παραμονή του στην Κρήτη στέφθηκε με πλήρη επιτυχία. Πέτυχε να βοηθήσει στην εκδίωξη των Αράβων από την Κρήτη, την απελευθέρωση όσων Αθωνιτών είχαν συλληφθεί
Πράγματι, ο Αθανάσιος άρχισε με την ανέγερση του ησυχαστηρίου, όπου θα μόναζε ο Νικηφόρος, και του ναού επ' ονόματι του Τιμίου Προδρόμου. Στη συνέχεια προχώρησε στην ανέγερση του καθολικού και άλλων κτισμάτων. Ενώ, λοιπόν, προχωρούσαν οι εργασίες ανεγέρσεως του καθολικού και των κελιών, έφθασε η είδηση της ανόδου του Νικηφόρου στον αυτοκρατορικό θρόνο. Η είδηση αυτή πίκρανε τον Αθανάσιο, ο οποίος ανέλαβε την ανοικοδόμηση της Λαύρας έπειτα από επίμονες παρακλήσεις του Νικηφόρου και την υπόσχεσή του να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Τότε ήταν που απεφάσισε να εγκαταλείψει την ηγουμενία της Λαύρας και να φύγει από το Όρος.
Στη Μονή Ιερέων στην Κύπρο
Ο Αθανάσιος έφυγε από το Όρος και αποβιβάστηκε στην Άβυδο της Μικράς Ασίας. Φθάνοντας εκεί, έστειλε πίσω στον Άθωνα το πλοίο της Λαύρας με τους περισσότερους εκ των συνοδών του. Έναν μοναχό απέστειλε στη Βασιλεύουσα με σκοπό να επιδώσει στον αυτοκράτορα επιστολή και ο ίδιος με τρεις εμπίστους μοναχούς επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Κύπρο. Με το γράμμα στον αυτοκράτορα τον πληροφορούσε ότι παραιτούνταν από την ηγουμενία, αλλά συγχρόνως του υποδείκνυε τον μοναχό Ευθύμιο, ώστε να αναλάβει το αξίωμα.
Φθάνοντας στην Κύπρο, διέμεινε στη Μονή των Ιερέων και απέστειλε τον μοναχό Θεόδοτο στη Λαύρα, με εντολή να παρακολουθεί την εξέλιξη των υποθέσεων της Μονής. Μόλις η πορεία των πραγμάτων της Μονής πήρε αρνητική τροπή, ο Θεόδοτος επέστρεψε στην Κύπρο και ενημέρωσε τον Αθανάσιο για την κατάσταση. Ο αυτοκράτωρ, διαβάζοντας την επιστολή, κατέστησε τον μοναχό Ευθύμιο ηγούμενο της Λαύρας και πάραυτα απέστειλε γράμματα προς αναζήτηση του Αθανασίου, ο οποίος κρυβόταν στη Μονή των Ιερέων.
Τα γράμματα έφθασαν και στον ηγούμενο της Μονής των Ιερέων, ο οποίος κάλεσε τον Αθανάσιο και τον συνοδό του μοναχό Αντώνιο προς εξακρίβωση. Ο Αθανάσιος απέφυγε να αποκαλύψει τον εαυτό του. Αναχώρησε με τον Αντώνιο και έφτασε στην πόλη Αττάλεια της Μ. Ασίας, όπου έφτασε επίσης ο μοναχός Θεόδοτος, ο οποίος πληροφόρησε τον Αθανάσιο για τη θλιβερή κατάσταση της Λαύρας. Έτσι, χωρίς χρονοτριβή, αποφάσισε να επιστρέψει στη μονή. Η επάνοδός του έδωσε χαρά και ικανοποίηση στους πατέρες, οι οποίοι δοκιμάσθηκαν αρκετά κατά το διάστημα της απουσίας του, κατά την οποία διακινδύνεψε και η ίδια η ύπαρξη της μονής.
Η επιστροφή στη Βασιλεύουσα
Αφού ετακτοποίησε καλώς όλα τα πράγματα της Λαύρας, απεφάσισε να μεταβεί στη Βασιλεύουσα προς συνάντηση με τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά. Η συνάντηση των δύο ανδρών υπήρξε συγκινητική και, ακόμη περισσότερο, σημαντική και χρήσιμη, καθώς όχι μόνο είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση των παρεξηγήσεων, αλλά και αποτέλεσε σταθμό για την ιστορία της Λαύρας, αλλά και για αυτή του Αγίου Όρους.
Ο Αθανάσιος εγνώριζε πολύ καλά ότι ο Νικηφόρος Φωκάς από τη θέση την οποία πλέον κατείχε θα βοηθούσε αποτελεσματικά τη Λαύρα. Πράγματι, ο αυτοκράτωρ εξέδωσε, χάρη του Αθανασίου, υπέρ της Λαύρας τρία χρυσόβουλα, τα οποία, εκτός από τη θεσμική τους διάσταση, παραχωρούσαν στη νεόδμητη Λαύρα σημαντικές δωρεές. Στο χρυσόβουλό του, το οποίο είχε χαρακτήρα Τυπικού για τη Λαύρα, ο Φωκάς συμπεριέλαβε μία ρήτρα μεγάλης σημασίας: Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να επεμβαίνει στη Λαύρα εκτός από τον αυτοκράτορα. Η Λαύρα, η οποία από ιδιωτική κατέστη βασιλική-αυτοκρατορική, με την ανάρρηση του Φωκά στον αυτοκρατορικό θρόνο καθιερώθηκε ως ελευθέρα και αυτοδέσποτος από κάθε κοσμική ή εκκλησιαστική Αρχή.
Ο Νικηφόρος, κτήτωρ της μονής, είχε την κυριότητά της σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και, μετά τον θάνατό του, αυτή περιήλθε στον Αθανάσιο, ο οποίος ήταν ισόβιος ηγούμενος. Ο Φωκάς με το χρυσόβουλό του απαγόρευσε την παραχώρηση της Λαύρας σε πρόσωπο ξένο προς αυτήν, κοσμικό ή εκκλησιαστικό, ή σε άλλη μονή. Παράλληλα, χορηγούσε στη Λαύρα χρηματικές παροχές σε ετήσια βάση, αναγκαίες για τη συντήρησή της. Έτσι, η Λαύρα κατέστη αυτοκρατορικό μοναστήρι, με κοινοβιακό χαρακτήρα, πλούτο και ευμάρεια.
Ο αυτοκράτωρ εξέδωσε, χάρη του Αθανασίου, υπέρ της Λαύρας τρία χρυσόβουλα, τα οποία, εκτός από τη θεσμική τους διάσταση, παραχωρούσαν στη νεόδμητη Λαύρα σημαντικές δωρεές
Την ίδια περίοδο, λόγω της φήμης του Αθανασίου και της εντυπωσιακής εξελίξεως της Λαύρας, μοναχοί από πολλές περιοχές προσέρχονταν να υποταχθούν. Μεταξύ αυτών έρχονταν από τη Ρώμη, την Καλαβρία, την ευρύτερη Ιταλία, την Ιβηρία, την Αρμενία κ.α. Όλοι αυτοί έβρισκαν καταφύγιο στη Λαύρα, η οποία την περίοδο εκείνη (964 972) ήταν το μόνο σημαντικό μοναστικό ίδρυμα, εκτός του Πρωτάτου, στον Άθω.
Αυτή η πρωτόγνωρη άνοδος της Λαύρας προκάλεσε ορισμένες αντιδράσεις από πολλούς Αθωνίτες ασκητές, ερημίτες και ηγουμένους μονυδρίων. Η βασική διαμαρτυρία ήταν ότι με τη μεγάλη οικονομική δραστηριότητα, τις άφθονες χρηματικές δωρεές κ.λπ. αλλοιώνονταν η μοναχική παράδοση του Όρους και ο χαρακτήρας του αγιορείτικου ασκητικού πνεύματος, όπως τότε υπήρχε στον Άθω.
Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκά δημιούργησε μια νέα εποχή και έφερε μια καινούργια τροπή στα αγιορείτικα πράγματα. Όσοι αντιδρούσαν ή διαφωνούσαν με τον Αθανάσιο θεώρησαν κατάλληλη την ευκαιρία να ανακόψουν την πορεία του. Έτσι, έστειλαν αντιπροσωπία στον νέο αυτοκράτορα, στον οποίο διετύπωσαν τις αιτιάσεις τους.
Νέα πορεία
Ο νέος αυτοκράτωρ, Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), προσκάλεσε τον Αθανάσιο στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη συνάντηση, ο αυτοκράτωρ, παρ’ ότι εγνώριζε τον στενό δεσμό του Αθανασίου με τον δολοφονηθέντα Νικηφόρο Φωκά (963-969), όχι μόνον δεν έδειξε αντιπάθεια ή εχθρότητα προς αυτόν, όπως ανέμεναν οι αντιφρονούντες, αλλά επέδειξε φιλική στάση και πραγματοποίησε όλα του τα αιτήματα. Η στάση αυτή άμβλυνε τις αντιθέσεις και οδήγησε στη συμφιλίωση των δύο πλευρών.
Αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων ήταν να αποσταλεί στον Άθω ο ηγούμενος της Μονής Στουδίου, Ευθύμιος, προκειμένου να λυθεί οριστικά το αγιορείτικο ζήτημα. Με την ευκαιρία εκείνης της συναντήσεως, ο Ιωάννης Τσιμισκής εξέδωσε χρυσόβουλο υπέρ της Λαύρας και επικύρωσε όλες τις διατάξεις αυτού του προκατόχου του.
Ο ηγούμενος Ευθύμιος πήγε να συναντήσει τον Αθανάσιο. Μετά από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των Αγιορειτών, συνετάγη ένα κείμενο, το οποίο ενέκριναν όλοι οι ηγούμενοι και το υπέγραψαν ο Πρώτος, 57 ηγούμενοι του Άθω και άλλοι πρόκριτοι αγιορείτες. Το κείμενο αυτό, γνωστό ως Τυπικό του Τσιμισκή, φέρει επίσης την ονομασία «Τράγος», γιατί είχε γραφεί «επί αιγείου (κατσικίσιου) δέρματος» (περγαμηνή). Ο «Τράγος» από της καθιερώσεώς του φυλάσσεται στο Σκευοφυλάκιο του Πρωτάτου και της Ιεράς Κοινότητος. Μετά την κύρωση και εφαρμογή του, ο Αθανάσιος ασχολήθηκε απερίσπαστος με τη διοίκηση της Λαύρας και τα πνευματικά του καθήκοντα. Ιδιαίτερα εμερίμνησε για τη διοικητική οργάνωση της μονής, την ορθή διαχείριση των οικονομικών, τη λειτουργική ευταξία και διάφορα άλλα προσωπικά θέματα της καθημερινής ζωής και γενικότερα.
Το Τυπικό του
To Τυπικό που συνέταξε ο Αθανάσιος διακρίνεται σε τρία μέρη: Το Τυπικό, το οποίο αναφέρεται σε θέματα διοικητικά, όπως η εκλογή ηγουμένου, τα καθήκοντα, οι εξουσίες, οι υποχρεώσεις, η διαδοχή, τα καθήκοντα των προκρίτων αδελφών κ.ά. Η Διατύπωση, που αποτελεί ένα σύντομο κείμενο, αναφερόμενο κυρίως στον τρόπο εκλογής του ηγουμένου, τον διορισμό επιτρόπων κ.ά. Τέλος, η Υποτύπωση, ένα είδος λειτουργικού τυπικού, που αναφέρεται στην τέλεση των Ιερών Ακολουθιών όλου του εκκλησιαστικού έτους.
Ο Αθανάσιος ανεγνωρίσθη και καθιερώθη ως ο αναμορφωτής αρχηγέτης και πατριάρχης του αθωνικού μοναχισμού. Η συμβολή του στην καθιέρωση και την αναγνώριση του μοναχικού καθεστώτος της αθωνικής πολιτείας υπήρξε καταλυτική και πανθομολογούμενη.
Ο Αθανάσιος εκοιμήθη περί το 1000 μ.Χ. Πάνδημος υπήρξε η εκφορά του ιερού σκηνώματός του, όπου παρέστη η του Όρους Γερουσία. Ανεγνωρίσθη Όσιος και η μνήμη του εορτάζεται την 5η Ιουλίου.
Τα θαύματά του
Ο μοναχός Αθανάσιος ο αποθηκάριος, στην αρχή της μοναχικής του ζωής, ευρισκόμενος κάποτε στον Μυλοπόταμο, έπαθε υδρωπικία. Βλέποντας την κατάστασή του, ο Όσιος του υπέδειξε να μεταβεί στη Λαύρα, για να θεραπευθεί από τον ιατρό της μονής. Όταν έφθασε εκεί, οι ιατροί που τον εξέτασαν δεν πίστευαν ότι θα θεραπευόταν. Τότε ο πατήρ τον λυπήθηκε για την κατάστασή του και, αφού άγγιξε με το χέρι του την κοιλιά του, είπε: «Ύπαγε, τέκνον, της χάριτος του Θεού. Ουδέν κακόν έχεις». Αμέσως με τον λόγο ο μοναχός θεραπεύτηκε.
H εμφάνιση της Παναγίας
Κατά το έτος 963 εκδηλώθηκε λιμός στην αυτοκρατορία, ένεκα του οποίου επροκλήθη έλλειψη τροφών και στο Άγιον Όρος. Επειδή είχε ξεκινήσει η οικοδομή της Λαύρας και η εξάντληση υλικών και τροφίμων, ο Όσιος απεφάσισεν να μεταβεί στις Καρυές, για να συμβουλευθεί τον Πρώτο και τους γέροντες επί του πρακτέου. Ενώ λοιπόν επορεύετο προς τις Καρυές, σε αρκετή απόσταση από τη μονή συνάντησε μια σεμνοτάτην και ωραιοτάτην γυναίκα. Από τη θέα της εταράχθη. Αλλά πρώτη η γυνή ρώτησε τον Αθανάσιον: «Πόθεν έρχεσαι, Αθανάσιε, και πού πορεύεσαι;». Έκπληκτος ο Όσιος απάντησε: «Ποία είσαι εσύ η οποία μου ομιλείς και γνωρίζεις το όνομά μου;». «Εγώ είμαι η Μήτηρ του Κυρίου και προστάτις σου», απάντησε εκείνη και συνέχισε: «Αλλ’ ειπέ μοι, διατί εγκατέλιπες την Λαύραν και πού μεταβαίνεις;». Και ο Όσιος απάντησε: «Δεν πιστεύω ότι είσαι η Κεχαριτωμένη εάν δεν ιδώ κάποιο σημείον». «Δίκαιον έχεις, Αθανάσιε. Διά να πιστεύσεις, ιδού», απάντησε. «Χτύπησε σταυροειδώς με τη ράβδο σου αυτήν την πέτρα, επικαλούμενος το όνομα της Παναγίας Τριάδος, και θα ιδείς ευθύς να αναβλύζει άφθονον και αστείρευτον ύδωρ».
Πεισθείς ο Όσιος, εκτύπησε την ενώπιόν του πέτρα και αμέσως ανέβλυσεν ύδωρ και το σημείον εκείνο έκτοτε ονομάσθηκε ύδωρ του αγιάσματος, ένθα εκτίσθη ναΰδριον της Ζωοδόχου Πηγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου