«Τὰ παιδιὰ τῶν διαλυμένων οἰκογενειῶν»
-Γέροντα, ὅταν ὁ ἄνδρας ἔχη κάποιο πάθος, ἀναγνωρίζη ὅτι φταίει, ἐξομολογῆται κ.λ.π., ἀλλὰ δέχεται ἀκόμη ἐπιδράσεις καὶ λέη στὴν γυναίκα του : «σᾶς παιδεύω, κι ἐσένα καὶ τὰ παιδά· καλύτερα νὰ φύγω, νὰ σᾶς στέλνω χρήματα ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωρῆσθε», τί πρέπει νὰ κάνη ἡ γυναίκα;
-Ἄν ὁ ἄνδρας νιώθη πράγματι ἔτσι ὅπως λέει, αὐτὸ δείχνει ὅτι ἔχει πολὺ φιλότιμο καὶ ἡ γυναίκα πρέπει νὰ κάνη ὑπομονή. Ὅμως καλὸ εἶναι νὰ μὴ πιστεύη εὔκολα αὐτὰ ποὺ ἀκούει· νὰ βλέπη βαθύτερα. Γιατὶ καιμμιὰ φορὰ μπορεῖ ὁ ἄνδρας νὰ λέη δῆθεν ἀπὸ ἀρχοντιά: «νὰ φύγω, νὰ μὴ σᾶς παιδεύω», ἐνῶ θέλει στὰ ἀλήθεια νὰ φύγη, γιατὶ ἔχει μπλέξει μὲ ἄλλη.
Σήμερα ὁ γάμος, ὅπως κατήντησε, ἔχει χάσει τὸ νόημά του. Διαλύονται οἰκογένειες στὰ καλὰ καθούμενα. Ἦρθε τὶς προάλλες στὸ Καλύβι κάποιος τελείως ζαλισμένος. Εἶχε δὺο παιδιὰ ἀπὸ μία φιλενάδα.
Παντρεύτηκε μία ἄλλη, ἔκανε ἕνα παιδὶ καὶ τὴν χώρισε. Μετὰ ξαναπαντρεύτηκε κάποια ἄλλη, ἡ ὁποία ἦταν χωρισμένη καὶ εἶχε δύο παιδιὰ ἀπὸ τὸν πρῶτο γάμο της καὶ ἕνα παιδὶ ἀπὸ ἕναν φίλο. Ἔκανε μ’ αὐτὴν ἄλλα δύο. «Γιά βάστα, τοῦ λέω, ἀπὸ πόσες μανάδες εἶναι αὐτὰ τὰ παιδιὰ καὶ ἀπὸ πόσους πατεράδες;»
Ἔτσι καταστρέφονται τὰ ταλαίπρωα τὰ παιδιά. Ὅσα εἶναι εὐαίσθητα καὶ δὲν μποροῦν νὰ ξεπεράσουν τὴν στενοχώρια, ἀπελπίζονται καὶ μερικὰ αὐτοκτονοῦν. Ἄλλα πίνουν, γιὰ νὰ ξεχνοῦν, ἄλλα μπλέκονται μὲ τὰ νακρωτικὰ.
Ποῦ τὰ βρίσκουν τὰ χρήματα; Ἡ πιὸ μικρὴ δόη ἡρωίνης στοιχίζει τέσσερις χιλιάδες δραχμές. Ἡ μεγάλη ἕξι ἤ ἑπτὰ χιλιάδες[9]. Καὶ αὐτὰ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀπὸ τὰ ζωηρὰ τῆς προηγουμένης γενιᾶς. Τὰ ἄλλα ἀπὸ τὸ αὐτόματο διαζύγιο, ποὺ εἶναι ἀκόμη μικρά, τί θὰ γίνουν; Φέτος τὸ καλοκαίρι πόσα παιδιὰ πέρασαν ἀπὸ τὸ Καλύβι ποὺ ἔπαιρναν νακρωτικά! Τὰ περισσότερα, τὰ κακόμοιρα, ἦταν ἀπὸ διαλυμένες οἰκογένειες.
Νὰ βρίσκωνται σὲ τέτοια κατάσταση στὴν ἠλικία τῶν εἴκοσι ἑπτὰ ἐτῶν καὶ νὰ ζητοῦν βοήθεια! Καὶ νὰ δῆς, τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὶς διαλυμένες οἰκογένειες φαίνονται ἀπὸ μακριά. Στὸ Καλύβι ἔχω τὰ λουκούμια ἔξω.
Ὅταν ἔρχωνται, πρὶν προλάβουν νὰ φᾶνε τὸ λουκούμι, τρέχουν νὰ μὲ φιλήσουν. Μὲ κάνουν μὲ τὴν ζάχαρη χάλια! Τοὺς ἔχει λείψει ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή. Αὐτὰ τὰ παιδιὰ εἴτε ἔχουν τὰ καημένα γονεῖς, εἴτε δὲν ἔχουν, τὸ ἴδιο τοὺς εἶναι. Εἴτε ἔρχεται ὁ πατέρα στὸ σπίτι, εἴτε φεύγει, εἴτε εἶναι ἐκεῖ, εἴτε δὲν εἶναι, τὸ ἴδιο τοὺς κάνει.
«Τὸ «φταίξιμο» καὶ τὸ «δίκαιο» τῶν συζύγων»
Ἔχω παρατηρήσει ὅτι μερικοὶ Πνευματικοὶ λένε στοὺς ἄνδρες ποὺ ἔχουν προβλήματα μὲ τὶς γυναῖκες τους: «Κάνε ὑπομονή, αὐτὸς εἶναι ὁ σταυρός σου. Τί νὰ κάνουμε; Θὰ ἔχης μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεό». Πᾶνε μετὰ οἱ γυναῖκες καὶ λένε καὶ σ’ αὐτές: «Κάνε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔχης μισθὸ ἀπὸ τὸν Θεὸ».
Δηλαδὴ μπορεῖ νὰ φταῖνε καὶ οἱ δύο καὶ νὰ λέη καὶ στοὺς δύο ὁ Πνευματικός: «Κάνε ὑπομονή». Ἤ μπορεῖ νὰ φταίη ὁ ἕνας καὶ νὰ τοῦ λέη ὁ Πνευματικός : «Κάνε ὑπομονή». Ὁπότε αὐτὸς ποὺ φταίει ἀναπαύει τὸν λογισμό του ὅτι ἀνέχεται τὸν ἄλλον, ἐνῶ κάθε μέρα τὸν σκάζει.
Μιὰ φορὰ ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶχε προβλήματα μὲ τὴν γυναίκα του. Πήγαιναν γιὰ χωρισμό. Δὲν ἤθελε νὰ δῆ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἦταν καὶ οἱ δύο δάσκαλοι, εἶχαν καὶ δύο παιδιάκια. Δὲν ἔτρωγαν ποτὲ στὸ σπίτι.
Σὲ ἄλλο ἑστιατόριο ἔτρωγε ὁ ἕνας μετὰ τὸ σχολεῖο, σὲ ἄλλο ὁ ἄλλος, καὶ ἀγόραζαν καὶ κάτι σάντουϊτς, γιὰ νὰ φᾶνε τὰ παιδιά. Τὰ καημένα, ὅταν οἱ γονεῖς γύριζαν στὸ σπίτι, πήγαιναν καὶ ἔψαχναν στὶς τσέπες καὶ στὶς τσάντες τους, γιὰ νὰ δοῦν τί τοὺς ἔφεραν ἀπ’ ἔξω νὰ φᾶνε. Περνοῦσαν μεγάλο δράμα! Αὐτὸς ἔκανε καὶ τὸν ψάλτη.
Σὲ ἄλλη ἐκκλησία πήγαινε ἡ γυναίκα του, σὲ ἄλλη ἔψαλλε αὐτός. Τόσο πολύ! «Τί νὰ κάνω, Πάτερ, μοῦ λέει, σηκώνω μεγάλο σταυρό, πολὺ μεγάλο. Κάθε μέρα ἔχουμε φασαρίες στὸ σπίτι». «Πῆγες στὸν Πνευματικό;», τὸν ρωτάω. «Ναί, πῆγα, μοῦ λέει, καὶ μοῦ εἶπε: ‘‘Ὑπομονὴ νὰ κάνης· σηκώνεις μεγάλο σταυρὸ’’».
«Γιά νὰ δῶ, τοῦ λέω, ποιός σηκώνει μεγάλο σταυρό. Νὰ πάρουμε τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὅταν παντρευτήκατε, μαλώνατε ἔτσι;». «Ὄχι, μοῦ λέει. Ὀκτώ χρόνια ἤμασταν πολὺ ἀγαπημένοι. Λάτρευα τὴν γυναίκα μου περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! Μετὰ ἐκείνη ἄλλαξε. Ἔγινε γκρινιάρα, ἰδιότροπη...». Ἀκοῦς;
Τὴν λάτρευε περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! «Ἔλα ἐδῶ, τοῦ λέω. Λάτρευες τὴν γυναίκα σου περισσότερο ἀπὸ τὸν Θεό! Ἡ γυναίκα σου φταίει τώρα ἤ ἐσύ, ποὺ φθάσατε σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση; Ἐξ αἰτίας σου πῆρε τῆν Χάρη Του ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴν γυναίκα σου. Καὶ τί σκέφτεσαι νὰ κάνης τώρα;», τὸν ρωτάω. «Μᾶλλον νὰ χωρίσουμε», μοῦ λέει. «Μήπως ἔμπλεξες καὶ μὲ καμμιὰ ἄλλη;» . «Ναί, ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου κάποια», μοῦ λέει. «Βρέ, δὲν καταλαβαίνεις ὅτι ἐσὺ εἶσαι ὁ φταίχτης; Νὰ ζητήσης πρῶτα συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό, γιατὶ λάτρευες τὴν γυναίκα σου περισσότερο ἀπὸ Ἐκεῖνον. Μετὰ νὰ πᾶς νὰ ζητήσης συγχώρεση ἀπὸ τὴν γυναίκα σου . ‘‘Νὰ μὲ συγχωρέσης, νὰ τῆς πῆς, ἐγὼ ἔγινα αἰτία νὰ δημιουργηθῆ αὐτὴ ἡ κατάσταση στὸ σπίτι καὶ νὰ ταλαιπωροῦνται καὶ τὰ παιδιὰ’’.
Ἔπειτα νὰ πᾶς νὰ ἐξομολογηθῆς καὶ νὰ λατρεύης τὸν Θεὸ σὰν Θεὸ καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὴν γυναίκα στου σὰν γυναίκα σου, καὶ θὰ δῆς, τὰ πράγματα θὰ πᾶνε καλὰ». Τὸν τράνταξα. Ἄρχισε νὰ κλαίη. Μοῦ ὑποσχέθηκε πώς θὰ μὲ ἀκούση. Ἦρθε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό χαρούμενος. «Σ’ εὐχαριστῶ, Πάτερ, μᾶς ἔσωσες, μοῦ λέει.
Εἴμαστε μιὰ χαρά, κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιὰ μας». Βλέπεις; Νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ φταίχτης καὶ νὰ νομίζη κιόλας ὅτι σηκώνει πολὺ μεγάλο σταυρό!
Κι ἐσεῖς ποτὲ νὰ μὴ δικαιολογῆτε τὶς γυναῖκες ποῦ ἔρχονται καὶ σᾶς κάνουν παράπονα γιὰ τοὺς ἄνδρες. Ἐγὼ οὔτε τοὺς ἄνδρες δικαιολογῶ οὔτε τὶς γυναῖες, ἀλλὰ τοὺς προβληματίζω. Μοῦ λέει, ἄς ὑποθέσουμε, ἡ γυναίκα: «Ὁ ἄνδρας μου πίνει, γυρίζει στὸ σπίτι ἀργὰ τὸ βράδυ, βρίζει..». «Κοίταξε, τῆς λέω, ὅταν γυρίζη στὸ σπίτι τὴν νύχτα μεθυσμένος, νὰ τοῦ φέρεσαι μὲ καλωσύνη. Ἄν ἀρχίζης ἐσὺ καὶ γκρινιάζης ‘‘γιατὶ ἄργησες; τί ὥρα εἶναι αὐτὴ ποὺ ἦρθες; δὲν θὰ ἀλλάξης ἐπιτέλους; τί κατάσταση εἶναι αὐτὴ; δὲν εἶναι μιὰ μέρα, δὲν εἶναι δύο, πόσο θὰ κάνω ὑπομονή;’’ καὶ κατεβάζης τὰ μοῦτρα, ὁ διάβολος θὰ τοῦ πῆ: ‘ ‘Βρέ, χαμένος εἶσαι ποὺ κάθεσαι μ’ αὐτὴν τὴν χαζή! Δὲν πᾶς νὰ γλεντᾶς μὲ καμμιὰ ἄλλη;’’.
Μπορεῖ νὰ ἔχης δίκαιο, ἀλλὰ ὁ διάβολος θὰ τὸν μπλέξη ἀλλοῦ. Ἐνῶ, ὅταν ἐσὺ τοῦ φερθῆς μὲ καλωσύνη καὶ κάνης λίγη ὑπομονὴ καὶ προσευχή, χωρὶς νὰ παραπονῆσαι γιὰ τὸ τὶ κάνει ἐκεῖνος, θὰ δῆ λίγο λιακάδα, θὰ προβληματισθῆ καὶ θὰ διορθωθῆ». Ἔρχεται μετὰ ὁ ἄνδρας καὶ μοῦ λέει: «Ἡ γυναίκα μου γκρινιάζει, φωνάζει». «Βρέ, σὲ περιμένουν τὰ παιδιὰ καὶ ἡ φουκαριάρα ἡ γυναίκα σου μὲ λαχτάρα μέχρι τὰ μεσάνυχτα, τοῦ λέω, κι ἐσύ γυρνᾶς στὸ σπίτι μεθυσμένος καὶ ἀρχίζεις νὰ βρίζης! Εἶναι ντροπή! Γιὰ νὰ βασανίζης τὴν οἰκογένεια παντρεύτηκες;».
Ὑπάρχουν καὶ περιπτώσεις ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχη καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος δίκαιο. Κάποτε ἔλεγα σὲ μιὰ συντροφιὰ πόσο ἁγνὸς ἦταν ὁ Μακρυγιάννης. Εἶχε καὶ σωματικὴ καὶ ψυχικὴ ἁγνότητα. Ὁπότε πετάγεται κάποιος καὶ μοῦ λέει: «Ὄχι, νὰ θέλουν νὰ παρουσιάσουν τὸν Μακρυγιάννη καὶ γιὰ ἅγιο!». «Γιατί ὄχι;» , τὸν ρωτάω. «Γιατὶ νὰ σοῦ πῶ τί συνέβαινε: Ὁ Μακρυγιάννης, ὅταν τύχαινε νὰ ἔχη κανένα τάλληρο καὶ ἐρχόταν καμμιὰ χήρα ποὺ εἶχε παιδιὰ, τῆς τὸ ἔδινε. Ἡ γυναίκα του, ἡ καημένη, γκρίνιαζε. ‘ ‘Μιὰ κι ἐσὺ παιδιὰ ἔχεις, τοῦ ἔλεγε, γιατί τὸ ἔδωσες;’’. ‘ ‘Μὰ κι ἐσύ παιδιὰ ἔχεις, τοῦ ἔλεγε, γιατί τὸ ἔδωσες;’’. Κι ἐκεῖνος τῆς ἔδινε κανένα μπάτσο καὶ τῆς ἔλεγε. ‘ ‘Ἐσὺ ἔχεις τὸν ἄνδρα σου ποὺ θὰ σὲ οἰκονομήση. Αὐτὴ ἡ καημένη δὲν ἔχει ἄνδρα, ποιός θὰ τὴν οἰκονομήση;’’. Δηλαδὴ καὶ οἱ δύο εἶχαν δίκαιο».
Ὕστερα, ἄν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο συζύγους ζῆ πνευματικὰ, τότε καὶ δίκαιο νὰ ἔχη, δὲν ἔχει κατὰ κάποιον τρόπο δίκαιο. Γιατὶ, σὰν πνευματικὸς ἄνθρωπος ποὺ εἶναι, πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζει μία ἀδικία πνευματικὰ. Νὰ τὰ ἀντιμετωπίζη δηλαδὴ ὅλα μὲ τὴν θεία δικαιοσύνη, νὰ βλέπη τί ἀναπαύει τὸν ἄλλον.
Γιατί, ἄν μιὰ ψυχὴ εἶναι ἀδύνατη καὶ σφάλλη, ἔχει κατὰ κάποιον τρόπο ἐλαφρυντικά. Ὁ ἄλλος ὅμως, ποὺ εἶναι σὲ καλύτερη πνευματικὴ κατάσταση καὶ δὲν δείχνει κατανόηση, σφάλει πολὺ περισσότερο. Ὅταν καὶ οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀντιμετωπίζουν τὰ πράγματα κοσμικὰ, μὲ τὴν κοσμικὴ, τὴν ἀνθρώπινη, δικαιοσύνη, τί γίνεται μετά; Πρέπει νὰ πηγαίνουν συνέχεια στὰ κοσμικὰ δικαστήρια. Γι’ αὐτὸ καὶ βασανίζονται οἱ ἄνθρωποι.
9. Εἰπώθηκε τὸ 1990.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 54-58 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου