Οὔσης ὀψίας τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι διὰ τὸν φόβον τῶν ᾿Ιουδαίων, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· εἰρήνη ὑμῖν. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς πάλιν· εἰρήνη ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς· λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
1. Ἡμέρα Κυριακὴ
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως οἱ δέκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου χωρὶς τὸν Θωμᾶ εἶναι συγκεντρωμένοι σ’ ἕνα σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ.
Κι ἐνῶ οἱ καρδιές τους εἶναι βαθιὰ πληγωμένες ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καὶ οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειδαμπαρωμένες, ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κι ἀμέσως τοὺς δείχνει τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ ἀναστήθηκε. Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν ὅλα, πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ χαρὰ πλημμύρισε τὶς καρδιές τους! Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν»· ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς νὰ συνεχίσετε τὸ ἔργο μου.
Καὶ τοὺς μετέδωσε πνοὴ οὐράνιας ζωῆς ἐμφυσώντας στὸ πρόσωπό τους καὶ λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Ὅσων ἀνθρώπων τὶς ἁμαρτίες θὰ συγχωρεῖτε, θὰ εἶναι συγχωρημένες ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιων δὲν τὶς συγχωρεῖτε, θὰ μένουν ἀσυγχώρητες.
Σὲ λίγο ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἡμέρα ὅμως ἐκείνη χαράχθηκε ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά τους ὡς ἡ ἱερότερη τῆς ζωῆς τους. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ σημασία τῆς ἡμέρας θέλει νὰ τονίσει καὶ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».
Βέβαια οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν καταλάβει ἀμέσως τὴ σημασία ἐκείνης τῆς πρώτης Κυριακῆς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατέδειξε τὴν ἱερὴ θέση της εὐθὺς ἐξαρχῆς.
Αὐτὸς τὴν εὐλόγησε μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Αὐτὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι συναγμένοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἡμέρα Κυριακὴ πάλι, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, ἐμφανίζεται στοὺς ἕνδεκα.
Ἡμέρα Κυριακὴ κατόπιν ἀποστέλλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στοὺς μαθητές του. Ἡμέρα Κυριακὴ ἀργότερα ἀποκαλύπτεται στὴν Πάτμο στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Βέβαια ὁ Ἀναστὰς εἶναι παρὼν μέσα στὸ λαό του κάθε μέρα.
Ἰδιαιτέρως ὅμως κάθε Κυριακὴ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων νὰ εἴμαστε συναγμένοι γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήσουμε. Κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς εὐλογήσει καὶ νὰ μᾶς μεταδώσει τὴν εἰρήνη του. Νὰ ἐγκαταστήσει μέσα μας ἀνάπαυση καὶ χαρά.
Νὰ μᾶς προσφέρει διὰ τῶν λειτουργῶν του τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θέλει νὰ μᾶς κάνει συνδαιτυμόνες στὸ δεῖπνο του. Νὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀκριβότερα δῶρα του, τὸ Τίμιο Σῶμα του καὶ τὸ Ἄχραντο Αἷμα του.
Μᾶς περιμένει κάθε Κυριακὴ νὰ μᾶς δώσει δύναμη νέας ζωῆς. Ὥστε νὰ σκορπιστοῦμε στὰ σπίτια μας, νὰ μεταδώσουμε τὴν ἐμπειρία ποὺ ζοῦμε στὸ Ναὸ κάθε Κυριακή. Ὥσπου νὰ γίνει ὅλη ἡ ζωή μας μιὰ Κυριακὴ αἰώνια, ἀληθινή. Μὴν ἀπουσιάζουμε λοιπὸν καμία Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ.
2. Ὄχι άπομόνωση
Ὁ Θωμᾶς δυστυχῶς ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ σύναξη αὐτὴ τῆς Κυριακῆς. Κι ὅταν τὸν εἶδαν κάποια ἄλλη στιγμὴ οἱ μαθητὲς καὶ γεμάτοι ἐνθουσιασμὸ τοῦ εἶπαν: «τὸν εἴδαμε τὸν Κύριο!», αὐτὸς ἔλεγε: Ἐὰν δὲν Τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν, δὲν πρόκειται νὰ πιστεύσω.
Ὀκτὼ μέρες μαρτυρικὲς πέρασε ὁ Θωμᾶς. Μέχρι τὴν ἑπόμενη Κυριακή· ὅταν ἦταν καὶ πάλι συναγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάλι κλειστές, καὶ ξαφνικὰ ἦλθε καὶ πάλι ὁ Ἰησοῦς ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κι ἔπειτα στράφηκε στὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: Ἔλα, Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέρια μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνε πιστός. Τότε ὁ Θωμᾶς σὲ μία ἔκρηξη χαρᾶς ἀναφώνησε: Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου! Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Πιστεύεις ἐπειδὴ μὲ εἶδες!
Εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ θὰ πιστεύσουν σὲ μένα χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ.
Γιατί ὅμως ὁ Θωμᾶς ἔδειξε τέτοια δυσπιστία; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὶς προρρήσεις τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Ἀνάστασή του; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναῒν καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του; Καὶ τώρα γιατί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τὸν διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;
Ὁ Θωμᾶς βέβαια εἶχε κάποια δυσκολία. Ἦταν ἕνας χαρακτήρας συναισθηματικός, εὐαίσθητος καὶ μελαγχολικός. Ὁ θάνατος τοῦ λατρευτοῦ του Κυρίου ἀσφαλῶς τὸν εἶχε βυθίσει σὲ κατάσταση ἀπογοητεύσεως καὶ μελαγχολίας.
Ἐδῶ ὅμως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἕνα τραγικὸ λάθος. Ἀπομονώθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Γι’ αὐτὸ καὶ ταλανίστηκε πολὺ τόσες ἡμέρες. Οἱ ἄλλοι παν-ηγύριζαν κι αὐτὸς ὑπέφερε. Δὲν ἦταν βέβαια ἄπιστος, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση κρίσιμη. Κινδύνευε πολύ.
Καὶ ὁ Κύριος συγκαταβαίνει στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ Θωμᾶ. Κι ἔρχεται τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέγοντας τὰ ἴδια του λόγια, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν Θωμᾶ στὴν πίστη.
Καὶ μὲ μία τρυφερότητα μοναδικὴ τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τὸ δράμα ποὺ πέρασε, καὶ θέλει νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ πίστη καὶ μετάνοια. Διδάσκει ὅμως ταυτόχρονα κι αὐτὸν καὶ ὅλους μας νὰ μὴν ἀπομονωνόμαστε ποτὲ ὅταν μᾶς ζώνουν λογισμοὶ ἀμφιβολιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων. Διότι ἔτσι κινδυνεύουμε.
Ἀλλὰ νὰ προστρέχουμε στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, μέσα στὴν κοινωνία τῶν πιστῶν, στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λάβουμε πίστη καὶ δύναμη, χαρὰ κι ἐλπίδα. Καὶ νὰ ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῶν ὅτε ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς. ἔλεγον οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι μαθηταί· ἑωράκαμεν τὸν Κύριον.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐὰν μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ᾿ αὐτῶν. ἔρχεται ὁ ᾿Ιησοῦς τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· εἰρήνη ὑμῖν. εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε καὶ ἴδε τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός. καὶ ἀπεκρίθη Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἄλλα σημεῖα ἐποίησεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ.
1. Ἡμέρα Κυριακὴ
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως οἱ δέκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου χωρὶς τὸν Θωμᾶ εἶναι συγκεντρωμένοι σ’ ἕνα σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ.
Κι ἐνῶ οἱ καρδιές τους εἶναι βαθιὰ πληγωμένες ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καὶ οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειδαμπαρωμένες, ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κι ἀμέσως τοὺς δείχνει τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ ἀναστήθηκε. Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν ὅλα, πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ χαρὰ πλημμύρισε τὶς καρδιές τους! Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν»· ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς νὰ συνεχίσετε τὸ ἔργο μου.
Καὶ τοὺς μετέδωσε πνοὴ οὐράνιας ζωῆς ἐμφυσώντας στὸ πρόσωπό τους καὶ λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Ὅσων ἀνθρώπων τὶς ἁμαρτίες θὰ συγχωρεῖτε, θὰ εἶναι συγχωρημένες ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιων δὲν τὶς συγχωρεῖτε, θὰ μένουν ἀσυγχώρητες.
Σὲ λίγο ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἡμέρα ὅμως ἐκείνη χαράχθηκε ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά τους ὡς ἡ ἱερότερη τῆς ζωῆς τους. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ σημασία τῆς ἡμέρας θέλει νὰ τονίσει καὶ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».
Βέβαια οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν καταλάβει ἀμέσως τὴ σημασία ἐκείνης τῆς πρώτης Κυριακῆς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατέδειξε τὴν ἱερὴ θέση της εὐθὺς ἐξαρχῆς.
Αὐτὸς τὴν εὐλόγησε μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Αὐτὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι συναγμένοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἡμέρα Κυριακὴ πάλι, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, ἐμφανίζεται στοὺς ἕνδεκα.
Ἡμέρα Κυριακὴ κατόπιν ἀποστέλλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στοὺς μαθητές του. Ἡμέρα Κυριακὴ ἀργότερα ἀποκαλύπτεται στὴν Πάτμο στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Βέβαια ὁ Ἀναστὰς εἶναι παρὼν μέσα στὸ λαό του κάθε μέρα.
Ἰδιαιτέρως ὅμως κάθε Κυριακὴ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων νὰ εἴμαστε συναγμένοι γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήσουμε. Κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς εὐλογήσει καὶ νὰ μᾶς μεταδώσει τὴν εἰρήνη του. Νὰ ἐγκαταστήσει μέσα μας ἀνάπαυση καὶ χαρά.
Νὰ μᾶς προσφέρει διὰ τῶν λειτουργῶν του τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θέλει νὰ μᾶς κάνει συνδαιτυμόνες στὸ δεῖπνο του. Νὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀκριβότερα δῶρα του, τὸ Τίμιο Σῶμα του καὶ τὸ Ἄχραντο Αἷμα του.
Μᾶς περιμένει κάθε Κυριακὴ νὰ μᾶς δώσει δύναμη νέας ζωῆς. Ὥστε νὰ σκορπιστοῦμε στὰ σπίτια μας, νὰ μεταδώσουμε τὴν ἐμπειρία ποὺ ζοῦμε στὸ Ναὸ κάθε Κυριακή. Ὥσπου νὰ γίνει ὅλη ἡ ζωή μας μιὰ Κυριακὴ αἰώνια, ἀληθινή. Μὴν ἀπουσιάζουμε λοιπὸν καμία Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ.
2. Ὄχι άπομόνωση
Ὁ Θωμᾶς δυστυχῶς ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ σύναξη αὐτὴ τῆς Κυριακῆς. Κι ὅταν τὸν εἶδαν κάποια ἄλλη στιγμὴ οἱ μαθητὲς καὶ γεμάτοι ἐνθουσιασμὸ τοῦ εἶπαν: «τὸν εἴδαμε τὸν Κύριο!», αὐτὸς ἔλεγε: Ἐὰν δὲν Τὸν δῶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ δὲν βάλω τὸ δάκτυλό μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν, δὲν πρόκειται νὰ πιστεύσω.
Ὀκτὼ μέρες μαρτυρικὲς πέρασε ὁ Θωμᾶς. Μέχρι τὴν ἑπόμενη Κυριακή· ὅταν ἦταν καὶ πάλι συναγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάλι κλειστές, καὶ ξαφνικὰ ἦλθε καὶ πάλι ὁ Ἰησοῦς ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν».
Κι ἔπειτα στράφηκε στὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: Ἔλα, Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέρια μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνε πιστός. Τότε ὁ Θωμᾶς σὲ μία ἔκρηξη χαρᾶς ἀναφώνησε: Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου! Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Πιστεύεις ἐπειδὴ μὲ εἶδες!
Εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ θὰ πιστεύσουν σὲ μένα χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ.
Γιατί ὅμως ὁ Θωμᾶς ἔδειξε τέτοια δυσπιστία; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὶς προρρήσεις τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Ἀνάστασή του; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναῒν καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του; Καὶ τώρα γιατί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τὸν διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;
Ὁ Θωμᾶς βέβαια εἶχε κάποια δυσκολία. Ἦταν ἕνας χαρακτήρας συναισθηματικός, εὐαίσθητος καὶ μελαγχολικός. Ὁ θάνατος τοῦ λατρευτοῦ του Κυρίου ἀσφαλῶς τὸν εἶχε βυθίσει σὲ κατάσταση ἀπογοητεύσεως καὶ μελαγχολίας.
Ἐδῶ ὅμως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἕνα τραγικὸ λάθος. Ἀπομονώθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Γι’ αὐτὸ καὶ ταλανίστηκε πολὺ τόσες ἡμέρες. Οἱ ἄλλοι παν-ηγύριζαν κι αὐτὸς ὑπέφερε. Δὲν ἦταν βέβαια ἄπιστος, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση κρίσιμη. Κινδύνευε πολύ.
Καὶ ὁ Κύριος συγκαταβαίνει στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ Θωμᾶ. Κι ἔρχεται τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέγοντας τὰ ἴδια του λόγια, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν Θωμᾶ στὴν πίστη.
Καὶ μὲ μία τρυφερότητα μοναδικὴ τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τὸ δράμα ποὺ πέρασε, καὶ θέλει νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ πίστη καὶ μετάνοια. Διδάσκει ὅμως ταυτόχρονα κι αὐτὸν καὶ ὅλους μας νὰ μὴν ἀπομονωνόμαστε ποτὲ ὅταν μᾶς ζώνουν λογισμοὶ ἀμφιβολιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων. Διότι ἔτσι κινδυνεύουμε.
Ἀλλὰ νὰ προστρέχουμε στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, μέσα στὴν κοινωνία τῶν πιστῶν, στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λάβουμε πίστη καὶ δύναμη, χαρὰ κι ἐλπίδα. Καὶ νὰ ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!