Η ιερά μονή της Σεϊδανάγιας βρίσκεται στον Ορθόδοξο χριστιανικό τομέα της παλαιάς πόλεως της Ιερουσαλήμ στ' αριστερά της οδού του Μαρτυρίου και όχι μακρυά από τη μονή του Αγίου Χαραλάμπους. Βρίσκεται δίπλα στη Μονή του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου και είναι γυναικείο μοναστήρι.
Η μονή της Σεϊδανάγιας αποτελείται από ένα συγκρότημα πολλών κτισμάτων (κελλίων) τα οποία ανοίγουν στην εσωτερική αυλή. Το καθολικό της μονής που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος του συγκροτήματος είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου.
Στις πηγές αναφέρεται και σαν μοναστήρι της Αγίας Άννης ή Σεϊδανάγια (= της Αγίας Δεσποίνης). Μαρτυρείται δε ως γυναικεία μονή.
Λέγει σχετικά στο προσκυνητάριόν του ο Βενιαμίν Ιωαννίδης: «Το της Αγίας Άννης μοναστήριον οι εντόπιοι χριστιανοί μετέβαλον εις άλλην κλήσιν Σεϊδανάγια καλέσαντες εκ τινος μονής γυναικών κειμένης εις τα μέρη της Δαμασκού και αυτής ούτω Σεϊδανάγια καλούμενη (δηλ. της Αγίας Δεσποίνης).
Η δε αιτία της τοιαύτης κλήσεως, έχει πατροπαραδότως μεταξύ των Ιερουσολυμιτών ορθοδόξων ούτως: Εις το εγγύς της Δαμασκού ρηθέν γυναικείον μοναστήριον Σεϊδανάγια ην μικρά εικών της Θεοτόκου, θαυματουργός.
Αύτη εν μια ημέρα εκ μεν του μοναστηρίου εκείνου αφανής εγένετο, ευρέθη δε εν τω εν Ιερουσαλήμ μονηδρίω τούτω της Αγίας Άννης, έκπαλαι όντι οικητήριον μοναζουσών ορθοδόξων. Ευρέθη δε ιστάμενη εις τα βόρεια της μονής ταύτης όπου τανύν.
Κατά δε την εορτήν του Πάσχα ελθόντες δια προσκύνησιν των Αγίων Τόπων, Δαμασκηνοί ορθόδοξοι και περιερχόμενοι τα ιερά καταγώγια (= προσκυνήματα) είδον και εγνώρισαν την εικόνα. όθεν ηθέλησαν λαβείν αυτήν, αλλ' αι τότε μονάζουσαι αντέστησαν. τέλος οι Δαμασκηνοί ανέφερον τούτο τω Ιεροσολύμων Πατριάρχη, ότι η εικών πάντως εκλάπη υπό τινος ιεροσύλου και ηνέχθη ενταύθα.
Ο δε πατριάρχης προσέταξεν ευθέως επιστραφήναι την εικόνα, όπου ην το πρότερον, δηλ. εις το εν τη Δαμασκό μοναστήριον των Μοναζουσών. Παρέλαβον ουν οι Δαμασκηνοί την εικόνα και απήρχοντο εις την Δαμασκόν καθ' οδόν όμως η εικών άφαντος εγένετο απ' αυτών και ευρέθη εν τη εν Ιερουσαλήμ μονή ταύτη όπου και προλαβόντως ίστατο.
Τούτο δε συνέβη ως η κοινή παράδοσις λέγει, δις, όθεν έμεινε και μένει η εικών αύτη εις ον οράται τόπον. Και εκ τούτου του συμβάντος εκλήθη και το μονίδριον τούτο αραβιστί ΣΕΪΔΑΝΑΓΙΑ.
Άλλες πληροφορίες για την μονή της Σεϊδανάγιας έχομεν από το βιβλίο του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Τιμοθέου Β' (Ιεροσόλυμα 1932 μ.Χ.), όπου αναφέρεται ότι εκαλείτο Σεϊδανάγια υπό των εντοπίων, οι οποίοι επίστευαν ότι εκεί ευρέθη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας αφού μετακινήθηκε κατά θαυμαστόν τρόπον από την ιερά μονή της Παναγίας Σεϊδανάγιας παρά την Δαμασκόν.
Επίσης ο αρχιμανδρίτης Κάλλιστος Μηλιαράς στο έργο του «Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ' αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους» (τόμος Β' Ιεροσόλυμα 1933 μ.Χ.) αναφέρει ότι ο πατριάρχης Άνθιμος το 1775 μ.Χ. ανακαίνισε τρία μοναστήρια τα οποία εκινδύνευαν με πτώσιν ήτοι της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Ευθυμίου και το της Θεοτόκου Σεϊδανάγιας καλούμενον.
Μπαίνοντας κανείς στην μονή περνά από χαμηλή εξωτερική πύλη, η οποία φέρει την επιγραφή Ελληνορθόδοξον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων ιερά μονή Σεϊδανάγιας και τον οδηγεί στην εσωτερική αυλή δια μέσου στενού διαδρόμου. Μόλις προχωρήση στ' αριστερά υπάρχει ευρύχωρη στοά η οποία οδηγεί στον κυρίως ναό, το καθολικό.
Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με δυο υπερμεγέθεις κολόνες, οι οποίες ενώνονται με τον ανατολικό και δυτικό τοίχο με αψίδες. Έτσι ο ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη τα οποία αποτελούν παρεκκλήσια στο μεν βόρειο κλίτος προς τιμήν των Αγίων Πάντων, στο νότιον προς τιμήν της Αγίας Άννης και της Μητρός της Μαρίας και στο κεντρικό που είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Χριστού.
Στο δυτικό μέρος του Παρεκκλησίου της Αγίας Άννης υπάρχει βαπτιστήριο σε σχήμα σταυρού όμοιο με τα πρωτοχριστιανικά βαπτιστήρια το οποίο κατεσκευάσθη με πρωτοβουλία του τότε αρχιμανδρίτη Αριστάρχου το 1997 μ.Χ.
Η μονή της Σεϊδανάγιας αποτελείται από ένα συγκρότημα πολλών κτισμάτων (κελλίων) τα οποία ανοίγουν στην εσωτερική αυλή. Το καθολικό της μονής που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος του συγκροτήματος είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Κυρίου.
Στις πηγές αναφέρεται και σαν μοναστήρι της Αγίας Άννης ή Σεϊδανάγια (= της Αγίας Δεσποίνης). Μαρτυρείται δε ως γυναικεία μονή.
Λέγει σχετικά στο προσκυνητάριόν του ο Βενιαμίν Ιωαννίδης: «Το της Αγίας Άννης μοναστήριον οι εντόπιοι χριστιανοί μετέβαλον εις άλλην κλήσιν Σεϊδανάγια καλέσαντες εκ τινος μονής γυναικών κειμένης εις τα μέρη της Δαμασκού και αυτής ούτω Σεϊδανάγια καλούμενη (δηλ. της Αγίας Δεσποίνης).
Η δε αιτία της τοιαύτης κλήσεως, έχει πατροπαραδότως μεταξύ των Ιερουσολυμιτών ορθοδόξων ούτως: Εις το εγγύς της Δαμασκού ρηθέν γυναικείον μοναστήριον Σεϊδανάγια ην μικρά εικών της Θεοτόκου, θαυματουργός.
Αύτη εν μια ημέρα εκ μεν του μοναστηρίου εκείνου αφανής εγένετο, ευρέθη δε εν τω εν Ιερουσαλήμ μονηδρίω τούτω της Αγίας Άννης, έκπαλαι όντι οικητήριον μοναζουσών ορθοδόξων. Ευρέθη δε ιστάμενη εις τα βόρεια της μονής ταύτης όπου τανύν.
Κατά δε την εορτήν του Πάσχα ελθόντες δια προσκύνησιν των Αγίων Τόπων, Δαμασκηνοί ορθόδοξοι και περιερχόμενοι τα ιερά καταγώγια (= προσκυνήματα) είδον και εγνώρισαν την εικόνα. όθεν ηθέλησαν λαβείν αυτήν, αλλ' αι τότε μονάζουσαι αντέστησαν. τέλος οι Δαμασκηνοί ανέφερον τούτο τω Ιεροσολύμων Πατριάρχη, ότι η εικών πάντως εκλάπη υπό τινος ιεροσύλου και ηνέχθη ενταύθα.
Ο δε πατριάρχης προσέταξεν ευθέως επιστραφήναι την εικόνα, όπου ην το πρότερον, δηλ. εις το εν τη Δαμασκό μοναστήριον των Μοναζουσών. Παρέλαβον ουν οι Δαμασκηνοί την εικόνα και απήρχοντο εις την Δαμασκόν καθ' οδόν όμως η εικών άφαντος εγένετο απ' αυτών και ευρέθη εν τη εν Ιερουσαλήμ μονή ταύτη όπου και προλαβόντως ίστατο.
Τούτο δε συνέβη ως η κοινή παράδοσις λέγει, δις, όθεν έμεινε και μένει η εικών αύτη εις ον οράται τόπον. Και εκ τούτου του συμβάντος εκλήθη και το μονίδριον τούτο αραβιστί ΣΕΪΔΑΝΑΓΙΑ.
Άλλες πληροφορίες για την μονή της Σεϊδανάγιας έχομεν από το βιβλίο του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Τιμοθέου Β' (Ιεροσόλυμα 1932 μ.Χ.), όπου αναφέρεται ότι εκαλείτο Σεϊδανάγια υπό των εντοπίων, οι οποίοι επίστευαν ότι εκεί ευρέθη η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας αφού μετακινήθηκε κατά θαυμαστόν τρόπον από την ιερά μονή της Παναγίας Σεϊδανάγιας παρά την Δαμασκόν.
Επίσης ο αρχιμανδρίτης Κάλλιστος Μηλιαράς στο έργο του «Οι Άγιοι Τόποι εν Παλαιστίνη και τα επ' αυτών δίκαια του ελληνικού έθνους» (τόμος Β' Ιεροσόλυμα 1933 μ.Χ.) αναφέρει ότι ο πατριάρχης Άνθιμος το 1775 μ.Χ. ανακαίνισε τρία μοναστήρια τα οποία εκινδύνευαν με πτώσιν ήτοι της Αγίας Αικατερίνης, του Αγίου Ευθυμίου και το της Θεοτόκου Σεϊδανάγιας καλούμενον.
Μπαίνοντας κανείς στην μονή περνά από χαμηλή εξωτερική πύλη, η οποία φέρει την επιγραφή Ελληνορθόδοξον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων ιερά μονή Σεϊδανάγιας και τον οδηγεί στην εσωτερική αυλή δια μέσου στενού διαδρόμου. Μόλις προχωρήση στ' αριστερά υπάρχει ευρύχωρη στοά η οποία οδηγεί στον κυρίως ναό, το καθολικό.
Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική με δυο υπερμεγέθεις κολόνες, οι οποίες ενώνονται με τον ανατολικό και δυτικό τοίχο με αψίδες. Έτσι ο ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη τα οποία αποτελούν παρεκκλήσια στο μεν βόρειο κλίτος προς τιμήν των Αγίων Πάντων, στο νότιον προς τιμήν της Αγίας Άννης και της Μητρός της Μαρίας και στο κεντρικό που είναι αφιερωμένο στην Υπαπαντή του Χριστού.
Στο δυτικό μέρος του Παρεκκλησίου της Αγίας Άννης υπάρχει βαπτιστήριο σε σχήμα σταυρού όμοιο με τα πρωτοχριστιανικά βαπτιστήρια το οποίο κατεσκευάσθη με πρωτοβουλία του τότε αρχιμανδρίτη Αριστάρχου το 1997 μ.Χ.