Σελίδες

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Γέροντος Εφραίμ, Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου - ‘Αγιον Όρος, ένα λιμάνι σωτηρίας

Η σημερινή ομιλία μας θα έχει σαν θέμα το Άγιον Όρος. Το Άγιον Όρος είναι ένας τόπος ξεχωριστός. Είναι ένας προορισμένος τόπος, όπου μονάζουν, είναι αφιερωμένοι άνθρωποι του Θεού.


Άνθρωποι που θέλησαν να δουλεύσουν για την αγάπη του Θεού, να τον λατρέψουν με όλες τις δυνάμεις τους, με σκοπό να αγιάσουν τους εαυτούς των και συγχρόνως να βοηθήσουν τον κόσμο με τις προσευχές τους και με το καλό τους παράδειγμα. Το να γίνει κανείς μοναχός, δεν είναι τόσο εύκολο. Πρωτίστως είναι κλήσις Θεού. Η κλήσις Θεού δεν είναι και υποχρεωτική.
Τον τόπο αυτό, το Άγιον Όρος, τον έχει διαλέξει η Παναγία μας. Μάλλον της εδόθη κλήρος, όταν οι Απόστολοι έβαλαν κλήρους σε ποιον τόπο ο καθένας θα κηρύξει το Χριστό. Της Παναγίας μας ο κλήρος έπεσε το Όρος του Άθωνος. Το Όρος αυτό, κατά την Αγιορειτική παράδοση, το επισκέφθηκε η Παναγία, όταν ήταν κατοικούμενο από ειδωλολάτρες. Όταν οι ειδωλολάτρες αντίκρυσαν την Παναγία Μητέρα, εθαύμασαν για την καλλονή της και είπαν ότι μόνο μια θεά θα μπορούσε να έχει τέτοια ομορφιά. Η Παναγία μας το ευλόγησε το Όρος αυτό και, σαν δικό της περιβόλι, το γέμισε από αφιερωμένους ανθρώπους, ζώντας εν παρθενία και αγνότητι.


Για να εξασφαλίσει αυτά τα παιδιά Της στο περιβόλι Της, για να μπορέσουν να λατρεύσουν απρόσκοπα το Θεό, το θέλημά Της ήταν να μείνει άβατο, απρόσβλητο από καθετί που θα μπορούσε να προσκόψει τον αγιαστικό σκοπό των μοναχών. Γι’ αυτό και το Άγιον Όρος, εδώ και χίλια και πλέον χρόνια, ζει άτρωτο, απρόσβλητο από το άλλο γένος. Και έχει εμφυτέψει μέσα στους ανθρώπους και δη στο γυναικείο φύλο, τον σεβασμό, την αγάπη και τον φόβο προς το Άγιον Όρος. Ακόμη η Παναγία μας εξασφάλισε την αγιότητα των παιδιών Της, των μοναχών, με το να μη επιτρέπει όχι μόνο το γυναικείο φύλο, αλλά και κάθε ζώο θηλυκό. Ώστε απρόσκοποι εντελώς και αμέριμνοι οι μοναχοί να αφιερώνονται στα μοναχικά τους καθήκοντα, και δι’ αυτών να προχωρούν στην αγιότητα.


Βλέπουμε τώρα το Άγιον Όρος, με την θεωρία, μεταφερθείτε εκεί και επισκεφθείτε το Άγιον Όρος τη νύχτα. Τη νύχτα στον κόσμο δέστε τί συμβαίνει από πλευράς αμαρτίας. Τα κέντρα τα αμαρτωλά και τόσα άλλα, όπου οι δαίμονες πανηγυρίζουν και οργιάζουν, βυθίζοντας τις ψυχές των ανθρώπων στην κόλαση και στην ασωτία. Τα κέντρα φωταγωγημένα με φώτα και με λατρεία δαιμονική. Αλλά όταν μεταφερθούμε στο Άγιον Όρος νοερώς τη νύχτα, θα δούμε ότι στο κάθε μοναστήρι, στο κάθε ασκητήρι, στην κάθε σπηλιά, θα δείτε φωτάκια τη νύχτα, που αυτά τα φωτάκια δεν είναι τίποτα άλλο παρά εκκλησιές με το κεράκι και το καντήλι, να λειτουργούν οι μοναχοί, να προσεύχονται όχι μόνο για τους εαυτούς των, αλλά για όλο τον κόσμο.

Πολλά κέντρα μοναστικά υπήρχαν στο παρελθόν, αλλά για να μην είναι κατοχυρωμένα με το άβατο, δεν έμεινε κανένα όρθιο. Με την πάροδο του χρόνου και του διαβόλου τη δουλειά, σιγά σιγά όλα εξέλιπον και εναπόμεινε μόνο αυτό το Άγιον Όρος του Άθωνος, το οποίο γιά την πρόνοια της Παναγίας μας, με το να μας κατοχυρώσει με το άβατο, υπάρχει σήμερα στον κόσμο.

Σ’ αυτό το ευλογημένο μέρος, όπως θα ξέρετε κι εσείς, θα έχετε διαβάσει, έχουν ασκητέψει μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλοι άνδρες και των γραμμάτων και της τέχνης, και απλοϊκοί άνθρωποι. Αλλά ο Θεός δεν εξαιρεί κανένα από την αγιότητά του, όταν ο άνθρωπος αγωνιστεί, όπως πρέπει, για να φτάσει στην αγιότητα. Ασκήτευσαν μεγάλοι άνθρωποι και όλα τα καλντερίμια τά ‘χουν πατήσει άνθρωποι και πόδια αγιασμένα, τα οποία κοπίασαν με μόχθο και κόπο και χρόνια στην άσκηση. Πολλές φορές, και είναι αλήθεια αυτό, τα τρόφιμά τους, τα πάντα, όλες οι ανάγκες τους, γίνονταν με την αχθοφορία, με το τορβά στην πλάτη. Και μετά τα καθήκοντα και η αγρυπνία και η ασκητικότητα. Με όλα αυτά και κάτω κυρίως από την άσκηση της υπακοής, πολλοί μοναχοί αξιώθηκαν μεγάλων χαρισμάτων.

Κοντά στον πλούτο τον έμψυχο που είναι οι μοναχοί, έχουμε και τον πλούτο τον Βυζαντινό. Έχουμε τις άγιες εικόνες που κάνουν θαύματα, που ήρθαν με θαύμα στο Άγιον Όρος. Και η προστασία της Παναγίας μας είναι εμφανής σε κάθε καιρό. Κατά το παρελθόν, άγιες γυναίκες, βασίλισσες με ευσέβεια και με αγιότητα, θέλησαν να εισέλθουν και να περπατήσουν στο Άγιον Όρος. Έφεραν μαζί τους άγια λείψανα, όπως η Μάρω, η μητέρα του Πορθητού Μωάμεθ, του Πορθητού της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η ευσεβής γυναίκα, όταν το παιδί της έκανε την εκπόρθηση της Κωνσταντινουπόλεως και η τουρκική βαρβαρότητα ρήμαζε καθετί ιερό και όσιο στην αγία αυτή Πόλη, η Μάρω, η ευσεβής αυτή γυναίκα, προσπάθησε με πολύ πόθο και αγάπη να μπορέσει να αποσπάσει όσο γίνεται τα άγια πράγματα από τη βεβήλωση. Κι αφού εκράτησε πάρα πολλά για τον εαυτό της από εκκλησίες, σε κάποια στιγμή λέει στο παιδί της:

– «Παιδί μου, κουράστηκα να βρίσκομαι εδώ μέσα και να βλέπω όλη αυτή τη λεηλασία του γένους του Αγαρηνού, θέλω να ησυχάσω».

– «Ναι, μητέρα, πάνε στη Μακεδονία όλη και παίρνε τους φόρους και ησύχασε, γίνε μοναχή, ό,τι θέλεις κάμε».

Και τότε αυτή έστειλε πάρα πολλά άγια λείψανα στο Άγιον Όρος και δη τα Δώρα των Μάγων, τα οποία τα είχε στην κατοχή της και θέλησε σαν αγία βασίλισσα να τα προσφέρει με τα ίδια της τα χέρια στο μοναστήρι, στους μοναχούς και να προσκυνήσει την Παναγία στο Άγιον Όρος. Ξεκίνησε με πλοίο από την Κωνσταντινούπολη κι έφτασε στο Άγιον Όρος. Έφτασε στην προκυμαία της μονής Αγίου Παύλου, με το σκοπό ν’ ανέβει στο μοναστήρι. Ειδοποίησε τους μοναχούς ότι φθάνει κι ότι ανεβαίνει. Οι μοναχοί αμέσως ετοιμάστηκαν, οι ιερείς, τα εξαπτέρυγα, με τα άμφιά τους, με τιμή και κατέβαιναν προς συνάντηση της βασιλίσσης. Όταν συναντήθηκαν, τόσο η Μαρία με τη συνοδεία της, όσο και οι μοναχοί, στο ενδιάμεσο μεταξύ του μοναστηριού και της προκυμαίας, εκεί ακούει φωνή αοράτως η αγία αυτή βασίλισσα να της λέει:

– «Μάρω, Μάρω, εδώ υπάρχει άλλη βασίλισσα και συ πρέπει να επιστρέψεις πίσω».

Αμέσως παρέδωσε με απέραντο σεβασμό και αγάπη τα άγια αυτά Τίμια Δώρα στα χέρια του ηγουμένου, προσκύνησε μέχρι εδάφους την Παναγία, φίλησε το χώμα το αγιασμένο του Αγίου Όρους και επέστρεψε με άπειρο σεβασμό στο πλοίο της, και πήγε στη Μακεδονία και ησύχασε και μόνασε μέχρι το τέλος της ζωής της.

Πάρα πολύ πίσω το Άγιον Όρος είχε πληθυσμό περισσότερο από 30.000 μοναχούς. Υπήρχε μοναστήρι που είχε 2.000 μοναχούς. Ήταν κατάμεστο το Άγιον Όρος. Εκεί να δείτε αγιότητα και οσιότητα! Οι πνευματικοί άνθρωποι ήταν γεμάτοι από χαρίσματα του Θεού. Το Άγιον Όρος βοήθησε τον κόσμο, είναι το λιμάνι της σωτηρίας. Έρχονται κι έρχονται άνθρωποι και το επισκέπτονται και σήμερα, όπως βλέπουμε. Και τότε με την αγιότητα που είχαν εκείνοι οι μοναχοί, αλλά και τώρα η αποστολή του Αγίου Όρους είναι ιερώτατη.

Βλέπουμε ανθρώπους αδιάφορους που έρχονται για μία περιέργεια, κι αλλάζουν, αναγεννώνται, κι επιστρέφουν σπίτι τους αλλαγμένοι εντελώς και μεταφέρουν την ωφέλεια της εμπειρίας τους και στους οικείους και στους γνωστούς. Έρχονται αυτοί οι άνθρωποι και θαυμάζουν. Βλέπουν τους μοναχούς, βλέπουν τα νιάτα και λένε: «Μα αυτοί οι άνθρωποι, αυτά τα παιδιά, πώς μπορούν και νικούν την αμαρτία; Πώς διατηρούν τον εαυτό τους αγνό και καθαρό; Πώς εμείς δεν μπορούμε να εγκρατευθούμε στο α΄, β΄ θέμα, κι αυτοί οι νεαροί άνθρωποι με σπουδές και με νιάτα και με ομορφιές να ασκούνται στον Άγιον Όρος, μέσ’ στο μοναστήρι, μέσ’ στους τέσσερις τοίχους, τη νύχτα ν’ αγρυπνούν, τη μέρα να εργάζονται, να κόβουν το θέλημά τους, να ασκούνται στην αρετή, να ταπεινώνουν τους εαυτούς των, ν’ αρνούνται την ελευθερία τους χάρη της αγάπης του Χριστού και να λάμπουν τα πρόσωπά τους από αγνότητα;» Και προβληματίζονται αυτοί οι άνθρωποι και λένε, εμείς γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό το πράγμα;

Όταν ήμουν στην έρημο ήρθε ένας άνθρωπος και μου λέει:

– «Πάτερ, πώς μπορείτε και μένετε εδώ εσείς;»

Εγώ του χαμογέλασα και του λέω:

– «Γιατί δεν μπορώ να μείνω εδώ;»

– «Εμένα να μου δώσουν τα καλύτερα πράγματα, δεν μπορώ να σταθώ καθόλου».

Κι εγώ του λέω:

– «Αν μου δώσεις όλον τον κόσμο, δεν μπορώ να σου δώσω ούτε βήμα από το Άγιον Όρος. Για μένα είναι η ευτυχία μου».

– «Μα εδώ μέσα στην έρημο; Τί ευτυχία νιώθεις εσύ;»

– «Αυτή που δεν γνωρίζεις εσύ», του λέω. «Αν τη γνώριζες την ευτυχία που λέω, τότε θα με καταλάβαινες τι σου μιλώ».

Ζούσαμε στην έρημο και δεν είχαμε απολύτως τίποτα, μέσα στα πουρνάρια και στα βράχια. Δεν είχαμε νερό, πίναμε από στέρνες, δεν είχαμε κρεββάτι, δεν είχαμε τίποτε, κι όμως είχαμε τη μεγαλύτερη ευτυχία του Θεού. Και μόνο η ευτυχία μάς έφτανε για μια ευλογημένη παράκληση της ψυχής.

Κάποιος Ιερεύς ήρθε από τον κόσμο, κι επειδή δεν είχαμε πού να τον βάλουμε, βγήκα εγώ από το κελλάκι μου και τον έβαλα αυτόν να κοιμηθεί. Σηκώθηκε τη νύχτα ο άνθρωπος, τρόμαξε. «Πού είναι;» λέει. Εμείς είμασταν με το κομποσκοίνι έξω, αυτός ξύπνησε, βγήκε έξω, μόλις είδε την ερημιά, εκείνα τα πράγματα, κόντευε να πάθει συγκοπή. Του λέω:

– «Μην τρομάζετε, μια χαρά είμαστε εδώ».

Όταν ξημέρωσε, ήταν ένας βράχος πάνω από την καλύβα μου, μου λέει:

– «Δεν φοβάσαι να μην πέσει;»

– «Δεν πέφτει», του λέω.

– «Κι αν πέσει;»

– «Μα δεν πέφτει».

– «Μα γιατί δεν πέφτει;»

– «Γιατί τον κρατάει ο Θεός και δεν πέφτει, άμα θέλει τον αφήνει και πέφτει. Δεν στέκει με το θέλημά του, στέκει γιατί τον κρατάει ο Θεός».

Του φαινόταν παραμύθι. «Τώρα τρελός είναι αυτός;» λέει.
Από το περιοδικό ΟΣΙΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥ 7, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη”, 2003, σελ. 29.

Πηγή

Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: "ΕΔΩ"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου