Όταν ο πάπας άγιος Γρηγόριος Α’ ο Διάλογος [12 Μάρτ.] αποφάσισε να βάλει σέ εφαρμογή το σχέδιο που μελετούσε από καιρό, της αποστολής ιεραποστόλων στους Αγγλοσάξονες της Μεγάλης Βρετανίας, επέλεξε άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, τον άγιο Αυγουστίνο, οικονόμο τότε της Μονής Αγίου Ανδρέα που είχε ιδρύσει ο ίδιος στο όρος Κοέλιο, για να κατευθύνει μία ομάδα άπό σαράντα ιεραποστόλους μοναχούς (596).
Οι νέοι αυτοί απόστολοι… ξεκίνησαν δια ξηράς και μετέβησαν πρώτα στην Προβηγκία, στην Μονή του Λερίνου, κέντρο της ασκητικής παράδοσης, ή οποία είχε παραληφθεί από την Ανατολή και το οποίο τον προηγούμενο αιώνα είχε υποδεχθεί επίσης τον άγιο Πατρίκιο πού ξεκινούσε για την Ιρλανδία [17 Μαρτ.].
Μαθαίνοντας όμως εκεί για τά άγρια έθιμα τών Αγγλοσαξόνων τους κατέλαβε ο φόβος και όλιγοψύχησαν, έλαβαν δε την απόφαση να ανακρούσουν πρύμναν και έστειλαν τον Αυγουστίνο στην Ρώμη για να πληροφο¬ρήσει σχετικά τον πάπα.
Αυτός επέστρεψε μετά από λίγο κομίζοντας τις ένθερμες παροτρύνσεις του αγίου Γρηγορίου να ολοκληρώσουν το έργο πού είχαν αναλάβει με την βοήθεια του Θεού, καθώς καί συστατικές επιστολές απευθυνόμενες στον αρχιεπίσκοπο Αρελάτης καί στους Φράγκους ηγεμόνες.
Πήραν πάλι τον δρόμο καί πέρασαν τον χειμώνα στο Παρίσι, εν συνεχεία δέ διέσχισαν την Μάγχη καί προσορμίσθηκαν στην νήσο Θάνετ, ανατολικά του βασιλείου του Κέντ, πού προσέφερε το πιο πρόσφορο έδαφος γιά ευαγγελισμό, επειδή ο βασιλιάς του, άγιος Έθελβέρτος [24 Φεβρ.], ο οποίος ασκούσε τά πρωτεία επί τών άγγλοσαξωνικών βασιλείων του νότου, είχε παντρευθεί μία χριστιανή, την Βέρθα, θυγατέρα του βασιλιά τών Παρισίων.
Ό Αυγουστίνος έστειλε αμέσως απεσταλμένο του στον ηγεμόνα, γιά να του αναγγείλει ότι είχε έλθει να του φέρει το Ευαγγέλιο καί την επαγγελία μιας αιώνιας βασιλείας μετά του αληθινού Θεού.
Λίγες ήμερες αργότερα, ο Έθελβέρτος ήλθε στο νησί καί ζήτησε από τους μοναχούς να του εκθέσουν την διδασκαλία τους. Εντυπωσιασμένος, τους έδωσε την άδεια να κηρύσσουν στο βασίλειο του καί τους προσέφερε διαμονή στην πρωτεύουσα του, Καντερβουρία.
Οί Ρωμαίοι μοναχοί εισήλθαν εν πομπή στην πόλη, με τον σταυρό καί την εικόνα του Χριστού επικεφαλής, ψάλλοντας τις Λιτανείες, κατά τό εθος πού είχε θεσπίσει στην Ρώμη Ό άγιος Γρηγόριος και εγκαταστάθηκαν σε μία εκκλησία κτισμένη πρίν τις βαρβαρικές εισβολές, στην οποία συνήθιζε να προσεύχεται ή βασίλισσα.
Όργάνωσαν έκεί την μοναχική τους ζωή, μιμούμενοι τέλεια τον αδελφικό βίο των Αποστόλων και των πρώτων χριστιανών και άρχισαν να κηρύττουν με τόσο καλά αποτελέσματα, ώστε λίγο αργότερα ο βασιλιάς Έθελβέρτος ζήτησε να λάβει το άγιο Βάπτισμα καλώντας τον λαό του να πράξει το ίδιο. Έτσι, τά Χριστούγεννα του έτους 597, δύο χιλιάδες Αγγλοσάξονες έγιναν χριστιανοί.
Ή νεαρή Εκκλησία αναπτύχθηκε γρήγορα κάτω από την συνετή αυθεντία του αγίου Αυγουστίνου —ο όποιος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από τον άγιο Βιργίλιο Αρελάτης [5 Μαρτ.]— και την βοήθεια του βασιλιά. το 601, έστειλε δύο μαθητές στην Ρώμη γιά να αναφέρουν στον άγιο Γρηγόριο τους πρώτους καρπούς της ιεραποστολής και να ζητήσουν την γνώμη του επί ποιμαντικών ζητημάτων πού προσιδίαζαν στην απομακρυσμένη εκείνη περιοχή.
Μαζί με τις απαντήσεις του, εμπλεες σοφίας και διακρίσεως, ο πάπας έστειλε και μία δεύτερη δμάδα δώδεκα ιεραποστόλων πού ήσαν κομιστές του πάλλων -σημείο δικαιοδοσίας του Αυγουστίνου επί όλης της αγγλικής Εκκλησίας— καθώς και ιερών σκευών και λειψάνων. Κατάρτισε επίσης γι αυτούς ένα σχέδιο εκκλησιαστικής οργάνωσης των τοπικών Εκκλησιών.
Έτσι το Λονδίνο και ή Υόρκη επρόκειτο να γίνουν μητροπόλεις επικεφαλής δώδεκα επισκοπών πού θά διατελούσαν ύπό μητροπολίτη. Έν τω μεταξύ, ο Αυγουστίνος είχε αναλάβει την οικοδόμηση ενός καθεδρικού ναού στην Καντερβουρία και λίγο πιό εξω από την πόλη ενός μοναστηριού αφιερωμένου στους άγιους Πέτρο και Παύλο (σήμερα Αββαείο του Αγίου Αυγουστίνου), ο ναός της όποιας έν συνεχεία θά φιλοξενούσε τους τάφους των επισκόπων Καντερβουρίας και των βασιλέων του Κέντ.
Όταν έφθασε ο καιρός να επεκταθεί ή ιεραποστολή και στά άλλα ειδωλολατρικά βασίλεια, ο άγιος Αυγουστίνος κάλεσε τους Κέλτες επισκόπους και θεολόγους της Ούαλλίας σέ σύσκεψη, κατά την διάρκεια της οποίας τους πρότεινε να εγκαταλείψουν τις επιμέρους ιδιαιτερότητες πού τους χώριζαν9, προκειμένου να αναληφθεί από κοινού ο εύαγγελισμός τών Αγγλοσαξόνων.
Οί Κέλτες θεολόγοι εξέφρασαν τον μεγάλο θαυμασμό τους, όταν εκείνος θεράπευσε ενώπιον τους έναν τυφλό, άλλα ζήτησαν να συμβουλευθούν τον λαό τους πριν απαντήσουν στην πρόταση του.
Κατά την δεύτερη συναντηση τους, επτά επίσκοποι, προερχόμενοι από την μεγάλη Μονή Μπάνγκορ, προσήλθαν, αφού συμβουλεύθηκαν έναν ερημίτη, ο όποιος τους συνέστησε να μήν αποδεχθούν τις προτάσεις του Ρωμαίου επισκόπου, παρά μόνο άν έδειχνε την ταπεινοφροσύνη του με τό να σηκωθεί από την θέση του, όταν αυτοί θά έφθαναν.
Καθώς ό άγιος Αυγουστίνος βρισκόταν ήδη καθισμένος ό’ταν παρουσιάσθηκαν μπροστά του, εκείνοι συμπέραναν αμέσως ότι ήθελε να τους συμπεριφερθεί αυταρχικά.
Έτσι αρνήθηκαν κατηγορηματικά να εγκαταλείψουν τα λειτουργικά έθη τους καί κυρίως να τον αναγνωρίσουν ώς αρχιεπίσκοπο τους, πράγμα πού θά σήμαινε γι’ αυτούς την υποταγή τους στο αγγλοσαξονικό βασίλειο του Κέντ.
Ό Αυγουστίνος τους αποκρίθηκε, ότι εφόσον αρνούνταν την ειρήνη των αδελφών τους, θα υφίσταντο τον πόλεμο τών εχθρών τους. Καί πράγματι, οί Άγγλοι κατατρόπωσαν λίγο αργότερα τον βρετονικό στρατό στο Τσέστερ.
Στρεφόμενος, τότε, στους ίδιους τους μαθητές του, ό άγιος Αυγουστίνος χειροτόνησε επίσκοπο τον Μέλλιτο, με σκοπό να κηρύξει στην περιοχή τών Σαξόνων της Ανατολής έχοντας επισκοπική έδρα τό Λονδίνο καί τον Ιούστο επίσκοπο Ρότσεστερ, στο Κέντ, δυτικά της Καντερβουρίας.
Αφού συμπληρώθηκε ό ελάχιστος αριθμός τών τριών επισκόπων πού ήταν απαραίτητος γιά τις κανονικές χειροτονίες καί την λειτουργία τών τοπικών συνόδων, ή ιεραποστολή μπορούσε εφεξής να εξαπλωθεί καί στά άλλα βασίλεια.
Έτσι, έχοντας βάλει τους σπόρους της νέας Εκκλησίας της Αγγλίας, ό άγιος Αυγουστίνος έκοιμήθη έν ειρήνη στις 26 Μαΐου 604.
Μετά τον θάνατο του άγιου Έθελβέρτου τό 616, ο Μέλλιτος καί ο Ιούστος υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αγγλία. Μόνο τό 633, ό Παυλίνος, αρχιεπίσκοπος Υόρκης, εισήλθε στο Κέντ καί ξανάρχισε τό έργο του ευαγγελισμού. Καί άπό τό 672, ό άγιος Θεόδωρος Καντερβουρίας [19 Σεπτ.] προσέδωσε στην αγγλοσαξονική Εκκλησία το οριστικό οργανωτικό της σχήμα.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος
Οι νέοι αυτοί απόστολοι… ξεκίνησαν δια ξηράς και μετέβησαν πρώτα στην Προβηγκία, στην Μονή του Λερίνου, κέντρο της ασκητικής παράδοσης, ή οποία είχε παραληφθεί από την Ανατολή και το οποίο τον προηγούμενο αιώνα είχε υποδεχθεί επίσης τον άγιο Πατρίκιο πού ξεκινούσε για την Ιρλανδία [17 Μαρτ.].
Μαθαίνοντας όμως εκεί για τά άγρια έθιμα τών Αγγλοσαξόνων τους κατέλαβε ο φόβος και όλιγοψύχησαν, έλαβαν δε την απόφαση να ανακρούσουν πρύμναν και έστειλαν τον Αυγουστίνο στην Ρώμη για να πληροφο¬ρήσει σχετικά τον πάπα.
Αυτός επέστρεψε μετά από λίγο κομίζοντας τις ένθερμες παροτρύνσεις του αγίου Γρηγορίου να ολοκληρώσουν το έργο πού είχαν αναλάβει με την βοήθεια του Θεού, καθώς καί συστατικές επιστολές απευθυνόμενες στον αρχιεπίσκοπο Αρελάτης καί στους Φράγκους ηγεμόνες.
Πήραν πάλι τον δρόμο καί πέρασαν τον χειμώνα στο Παρίσι, εν συνεχεία δέ διέσχισαν την Μάγχη καί προσορμίσθηκαν στην νήσο Θάνετ, ανατολικά του βασιλείου του Κέντ, πού προσέφερε το πιο πρόσφορο έδαφος γιά ευαγγελισμό, επειδή ο βασιλιάς του, άγιος Έθελβέρτος [24 Φεβρ.], ο οποίος ασκούσε τά πρωτεία επί τών άγγλοσαξωνικών βασιλείων του νότου, είχε παντρευθεί μία χριστιανή, την Βέρθα, θυγατέρα του βασιλιά τών Παρισίων.
Ό Αυγουστίνος έστειλε αμέσως απεσταλμένο του στον ηγεμόνα, γιά να του αναγγείλει ότι είχε έλθει να του φέρει το Ευαγγέλιο καί την επαγγελία μιας αιώνιας βασιλείας μετά του αληθινού Θεού.
Λίγες ήμερες αργότερα, ο Έθελβέρτος ήλθε στο νησί καί ζήτησε από τους μοναχούς να του εκθέσουν την διδασκαλία τους. Εντυπωσιασμένος, τους έδωσε την άδεια να κηρύσσουν στο βασίλειο του καί τους προσέφερε διαμονή στην πρωτεύουσα του, Καντερβουρία.
Οί Ρωμαίοι μοναχοί εισήλθαν εν πομπή στην πόλη, με τον σταυρό καί την εικόνα του Χριστού επικεφαλής, ψάλλοντας τις Λιτανείες, κατά τό εθος πού είχε θεσπίσει στην Ρώμη Ό άγιος Γρηγόριος και εγκαταστάθηκαν σε μία εκκλησία κτισμένη πρίν τις βαρβαρικές εισβολές, στην οποία συνήθιζε να προσεύχεται ή βασίλισσα.
Όργάνωσαν έκεί την μοναχική τους ζωή, μιμούμενοι τέλεια τον αδελφικό βίο των Αποστόλων και των πρώτων χριστιανών και άρχισαν να κηρύττουν με τόσο καλά αποτελέσματα, ώστε λίγο αργότερα ο βασιλιάς Έθελβέρτος ζήτησε να λάβει το άγιο Βάπτισμα καλώντας τον λαό του να πράξει το ίδιο. Έτσι, τά Χριστούγεννα του έτους 597, δύο χιλιάδες Αγγλοσάξονες έγιναν χριστιανοί.
Ή νεαρή Εκκλησία αναπτύχθηκε γρήγορα κάτω από την συνετή αυθεντία του αγίου Αυγουστίνου —ο όποιος είχε χειροτονηθεί επίσκοπος από τον άγιο Βιργίλιο Αρελάτης [5 Μαρτ.]— και την βοήθεια του βασιλιά. το 601, έστειλε δύο μαθητές στην Ρώμη γιά να αναφέρουν στον άγιο Γρηγόριο τους πρώτους καρπούς της ιεραποστολής και να ζητήσουν την γνώμη του επί ποιμαντικών ζητημάτων πού προσιδίαζαν στην απομακρυσμένη εκείνη περιοχή.
Μαζί με τις απαντήσεις του, εμπλεες σοφίας και διακρίσεως, ο πάπας έστειλε και μία δεύτερη δμάδα δώδεκα ιεραποστόλων πού ήσαν κομιστές του πάλλων -σημείο δικαιοδοσίας του Αυγουστίνου επί όλης της αγγλικής Εκκλησίας— καθώς και ιερών σκευών και λειψάνων. Κατάρτισε επίσης γι αυτούς ένα σχέδιο εκκλησιαστικής οργάνωσης των τοπικών Εκκλησιών.
Έτσι το Λονδίνο και ή Υόρκη επρόκειτο να γίνουν μητροπόλεις επικεφαλής δώδεκα επισκοπών πού θά διατελούσαν ύπό μητροπολίτη. Έν τω μεταξύ, ο Αυγουστίνος είχε αναλάβει την οικοδόμηση ενός καθεδρικού ναού στην Καντερβουρία και λίγο πιό εξω από την πόλη ενός μοναστηριού αφιερωμένου στους άγιους Πέτρο και Παύλο (σήμερα Αββαείο του Αγίου Αυγουστίνου), ο ναός της όποιας έν συνεχεία θά φιλοξενούσε τους τάφους των επισκόπων Καντερβουρίας και των βασιλέων του Κέντ.
Όταν έφθασε ο καιρός να επεκταθεί ή ιεραποστολή και στά άλλα ειδωλολατρικά βασίλεια, ο άγιος Αυγουστίνος κάλεσε τους Κέλτες επισκόπους και θεολόγους της Ούαλλίας σέ σύσκεψη, κατά την διάρκεια της οποίας τους πρότεινε να εγκαταλείψουν τις επιμέρους ιδιαιτερότητες πού τους χώριζαν9, προκειμένου να αναληφθεί από κοινού ο εύαγγελισμός τών Αγγλοσαξόνων.
Οί Κέλτες θεολόγοι εξέφρασαν τον μεγάλο θαυμασμό τους, όταν εκείνος θεράπευσε ενώπιον τους έναν τυφλό, άλλα ζήτησαν να συμβουλευθούν τον λαό τους πριν απαντήσουν στην πρόταση του.
Κατά την δεύτερη συναντηση τους, επτά επίσκοποι, προερχόμενοι από την μεγάλη Μονή Μπάνγκορ, προσήλθαν, αφού συμβουλεύθηκαν έναν ερημίτη, ο όποιος τους συνέστησε να μήν αποδεχθούν τις προτάσεις του Ρωμαίου επισκόπου, παρά μόνο άν έδειχνε την ταπεινοφροσύνη του με τό να σηκωθεί από την θέση του, όταν αυτοί θά έφθαναν.
Καθώς ό άγιος Αυγουστίνος βρισκόταν ήδη καθισμένος ό’ταν παρουσιάσθηκαν μπροστά του, εκείνοι συμπέραναν αμέσως ότι ήθελε να τους συμπεριφερθεί αυταρχικά.
Έτσι αρνήθηκαν κατηγορηματικά να εγκαταλείψουν τα λειτουργικά έθη τους καί κυρίως να τον αναγνωρίσουν ώς αρχιεπίσκοπο τους, πράγμα πού θά σήμαινε γι’ αυτούς την υποταγή τους στο αγγλοσαξονικό βασίλειο του Κέντ.
Ό Αυγουστίνος τους αποκρίθηκε, ότι εφόσον αρνούνταν την ειρήνη των αδελφών τους, θα υφίσταντο τον πόλεμο τών εχθρών τους. Καί πράγματι, οί Άγγλοι κατατρόπωσαν λίγο αργότερα τον βρετονικό στρατό στο Τσέστερ.
Στρεφόμενος, τότε, στους ίδιους τους μαθητές του, ό άγιος Αυγουστίνος χειροτόνησε επίσκοπο τον Μέλλιτο, με σκοπό να κηρύξει στην περιοχή τών Σαξόνων της Ανατολής έχοντας επισκοπική έδρα τό Λονδίνο καί τον Ιούστο επίσκοπο Ρότσεστερ, στο Κέντ, δυτικά της Καντερβουρίας.
Αφού συμπληρώθηκε ό ελάχιστος αριθμός τών τριών επισκόπων πού ήταν απαραίτητος γιά τις κανονικές χειροτονίες καί την λειτουργία τών τοπικών συνόδων, ή ιεραποστολή μπορούσε εφεξής να εξαπλωθεί καί στά άλλα βασίλεια.
Έτσι, έχοντας βάλει τους σπόρους της νέας Εκκλησίας της Αγγλίας, ό άγιος Αυγουστίνος έκοιμήθη έν ειρήνη στις 26 Μαΐου 604.
Μετά τον θάνατο του άγιου Έθελβέρτου τό 616, ο Μέλλιτος καί ο Ιούστος υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αγγλία. Μόνο τό 633, ό Παυλίνος, αρχιεπίσκοπος Υόρκης, εισήλθε στο Κέντ καί ξανάρχισε τό έργο του ευαγγελισμού. Καί άπό τό 672, ό άγιος Θεόδωρος Καντερβουρίας [19 Σεπτ.] προσέδωσε στην αγγλοσαξονική Εκκλησία το οριστικό οργανωτικό της σχήμα.
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Εκδόσεις Ίνδικτος