Αυτός ο ευλογημένος ήταν γέννημα και θρέμμα του Γαλατά και ήταν τεχνίτης στα σκαλίσματα, στο σαράι του Βασιλιά. Αλλά και όλοι οι αγάδες τον έπαιρναν και έκτιζε τα παλάτια τους, ήταν όμως ταπεινός και ελεήμων.
Ορφανά πάντρευε, φυλακισμένους ελευθέρωνε και άλλες καλοσύνες έκανε. Λοιπόν ένας αγάς του έδωσε ένα παιδί να το μάθει την τέχνη του σκαλίσματος, διότι ήταν ανεψιός του και ήλθε τότε από την Ανατολή.
Μπαίνοντας όμως και βγαίνοντας το παιδί με τον Ιωάννη στο σαράι το βασιλικό, είδε εκεί τα παιδιά, τα λεγόμενα από αυτούς ιτζ ογλάνια, πως είναι σε μεγάλη υπόληψη και χαρά και θέλησε και αυτό να συμπεριληφθεί σ’ αυτά. Γι’ αυτό πήγε στο θείο του εκείνον και του λέει· «Σε παρακαλώ, να με βάλεις στο σαράι του Βασιλιά».
Τότε ο Αγάς παρακάλεσε τον Ιωάννη και διά μέσου αυτού το έβαλε στο σαράι το Βασιλικό. Και σε λίγο καιρό ανέβηκε σε αξίωμα το παιδί, αγαπούσε όμως και τον Ιωάννη τον μάστορά του πάρα πολύ. Διότι αυτός έγινε η αιτία και έλαβε το αξίωμα. Λοιπόν μετά από αρκετά χρόνια, μία ημέρα λέει στον Ιωάννη· «Επειδή ξέρεις γράμματα και είσαι γραμματισμένος, σε παρακαλώ, να μου πεις πώς μπορείς να βρεις στα βιβλία σας γραμμένα τα σχετικά με τον δικό μας προφήτη, για τον οποίο ο Θεός εποίησε τον κόσμο και όλα τα άλλα;». Του λέει ο Ιωάννης· «Σε παρακαλώ, γι’ αυτά μη με πειράξεις, μόνο αν έχεις άλλα λόγια, λέγε μου· τα σχετικά με την πίστη, μη με ρωτάς».Του λέει εκείνος· «Μα το ψωμί του Βασιλιά που τρώω και μα την στερεά αγάπη, που έχουμε, δεν σε κακοποιώ και μη φοβηθείς να μου πεις».
Ο ευλογημένος Ιωάννης δείχνοντας εμπιστοσύνη στους όρκους του και στη φιλία που είχαν, αποκρίθηκε και του είπε• «Επειδή με ρωτάς, θα σου πω την αλήθεια· Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ενώ ο Μωάμεθ, στον οποίο πιστεύετε εσείς, ήταν άνθρωπος θνητός, άνθρωπος αγράμματος, και στον κόσμο τούτο δεν έκαμε κανένα καλό έργο, αλλά ούτε κανένα θαύμα έκανε στον καιρό του, σαν τους άλλους προφήτες του Θεού, τους οποίους έχουμε εμείς οι Χριστιανοί, μόνο εσείς τον κάνατε μεγάλο και τον έχετε για προφήτη. Αλλά δεν γινόταν Χριστέ Βασιλιά, να ήταν εκείνος προφήτης, αλλά πολέμιος του Θεού, και με τα μυθολογήματα και τα παραμύθια του, φάνηκε αρεστός στον απλό και απαίδευτο λαό και τον ακολούθησαν, όπως είχε προφητευθεί για κείνον, ότι θα έλθει να πλανέψει τον κόσμο».
Μόλις τα άκουσε αυτά ο αμαρτωλός, μετέβαλε τη φιλία σε έχθρα. Οπότε, φωνάζοντας και άλλους Αγαρηνούς, τον έδειραν ανελέητα και τον πήγαν στο δικαστή και μαρτύρησαν, ότι βλασφήμησε εναντίον της πίστεώς τους. Και ο δικαστής όρισε και τον έδειραν δυνατά, έπειτα τον φυλάκισαν και τον βασάνιζαν, για να αρνηθεί το Χριστό και να πιστέψει στην πίστη τους
Ο ευλογημένος Ιωάννης στάθηκε ανδρείος, ως καλός στρατιώτης του Χριστού και τους λέει· «Δεν αρνούμαι εγώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό. Αλλά αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν ομολογώ τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο».
Βλέποντας οι Αγαρηνοί το αμετάθετο της γνώμης του, τον έβαλαν στο κάτεργο και τον έστειλαν στην Μαύρη θάλασσα με το τουναμά και έκανε εκεί έξι μήνες και, όταν ήλθε, τον έβαλαν πάλι στη φυλακή και τον βασάνιζαν τρεις μήνες. Και όταν είδαν πως δεν μπορούν να τον προσηλυτίσουν, ούτε καν με αδύνατα λόγια να τον ταρακουνήσουν από την πίστη του Χριστού, το είπαν στον Βεζίρη και ο Βεζίρης με μεγάλη ντροπή, πρόσταξε τον έπαρχο και τον πήγε στον τόπο της καταδίκης, στο εργάτ παζάρι, κοντά στο μπεζεστένι και εκεί τον αποκεφάλισαν και έλαβε του Μαρτυρίου το στεφάνι και χαίρεται τώρα στον χορό των Μαρτύρων.
Αυτό είναι το Μαρτύριο του ευλογημένου Ιωάννου, όπως με συντομία και ορθότητα το έγραψε 0 παπά Ανδρέας και μέγας οικονόμος, που ήταν τότε στην Βλάγκα, στο ναό των οσίων και θεοφόρων πατέρων μας Θεοδώρου και Θεοφάνους των γραπτών και αυταδέλφων. Ο οποίος και μετέδωσε την Αγία Κοινωνία, μέσα στο δεσμωτήριο στον Μάρτυρα. Με του οποίου τις πρεσβείες ας αξιωθούμε και εμείς της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Τότε ο Αγάς παρακάλεσε τον Ιωάννη και διά μέσου αυτού το έβαλε στο σαράι το Βασιλικό. Και σε λίγο καιρό ανέβηκε σε αξίωμα το παιδί, αγαπούσε όμως και τον Ιωάννη τον μάστορά του πάρα πολύ. Διότι αυτός έγινε η αιτία και έλαβε το αξίωμα. Λοιπόν μετά από αρκετά χρόνια, μία ημέρα λέει στον Ιωάννη· «Επειδή ξέρεις γράμματα και είσαι γραμματισμένος, σε παρακαλώ, να μου πεις πώς μπορείς να βρεις στα βιβλία σας γραμμένα τα σχετικά με τον δικό μας προφήτη, για τον οποίο ο Θεός εποίησε τον κόσμο και όλα τα άλλα;». Του λέει ο Ιωάννης· «Σε παρακαλώ, γι’ αυτά μη με πειράξεις, μόνο αν έχεις άλλα λόγια, λέγε μου· τα σχετικά με την πίστη, μη με ρωτάς».Του λέει εκείνος· «Μα το ψωμί του Βασιλιά που τρώω και μα την στερεά αγάπη, που έχουμε, δεν σε κακοποιώ και μη φοβηθείς να μου πεις».
Ο ευλογημένος Ιωάννης δείχνοντας εμπιστοσύνη στους όρκους του και στη φιλία που είχαν, αποκρίθηκε και του είπε• «Επειδή με ρωτάς, θα σου πω την αλήθεια· Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός ενώ ο Μωάμεθ, στον οποίο πιστεύετε εσείς, ήταν άνθρωπος θνητός, άνθρωπος αγράμματος, και στον κόσμο τούτο δεν έκαμε κανένα καλό έργο, αλλά ούτε κανένα θαύμα έκανε στον καιρό του, σαν τους άλλους προφήτες του Θεού, τους οποίους έχουμε εμείς οι Χριστιανοί, μόνο εσείς τον κάνατε μεγάλο και τον έχετε για προφήτη. Αλλά δεν γινόταν Χριστέ Βασιλιά, να ήταν εκείνος προφήτης, αλλά πολέμιος του Θεού, και με τα μυθολογήματα και τα παραμύθια του, φάνηκε αρεστός στον απλό και απαίδευτο λαό και τον ακολούθησαν, όπως είχε προφητευθεί για κείνον, ότι θα έλθει να πλανέψει τον κόσμο».
Μόλις τα άκουσε αυτά ο αμαρτωλός, μετέβαλε τη φιλία σε έχθρα. Οπότε, φωνάζοντας και άλλους Αγαρηνούς, τον έδειραν ανελέητα και τον πήγαν στο δικαστή και μαρτύρησαν, ότι βλασφήμησε εναντίον της πίστεώς τους. Και ο δικαστής όρισε και τον έδειραν δυνατά, έπειτα τον φυλάκισαν και τον βασάνιζαν, για να αρνηθεί το Χριστό και να πιστέψει στην πίστη τους
Ο ευλογημένος Ιωάννης στάθηκε ανδρείος, ως καλός στρατιώτης του Χριστού και τους λέει· «Δεν αρνούμαι εγώ τον γλυκύτατό μου Ιησού Χριστό. Αλλά αυτόν πιστεύω, αυτόν λατρεύω, αυτόν ομολογώ τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο».
Βλέποντας οι Αγαρηνοί το αμετάθετο της γνώμης του, τον έβαλαν στο κάτεργο και τον έστειλαν στην Μαύρη θάλασσα με το τουναμά και έκανε εκεί έξι μήνες και, όταν ήλθε, τον έβαλαν πάλι στη φυλακή και τον βασάνιζαν τρεις μήνες. Και όταν είδαν πως δεν μπορούν να τον προσηλυτίσουν, ούτε καν με αδύνατα λόγια να τον ταρακουνήσουν από την πίστη του Χριστού, το είπαν στον Βεζίρη και ο Βεζίρης με μεγάλη ντροπή, πρόσταξε τον έπαρχο και τον πήγε στον τόπο της καταδίκης, στο εργάτ παζάρι, κοντά στο μπεζεστένι και εκεί τον αποκεφάλισαν και έλαβε του Μαρτυρίου το στεφάνι και χαίρεται τώρα στον χορό των Μαρτύρων.
Αυτό είναι το Μαρτύριο του ευλογημένου Ιωάννου, όπως με συντομία και ορθότητα το έγραψε 0 παπά Ανδρέας και μέγας οικονόμος, που ήταν τότε στην Βλάγκα, στο ναό των οσίων και θεοφόρων πατέρων μας Θεοδώρου και Θεοφάνους των γραπτών και αυταδέλφων. Ο οποίος και μετέδωσε την Αγία Κοινωνία, μέσα στο δεσμωτήριο στον Μάρτυρα. Με του οποίου τις πρεσβείες ας αξιωθούμε και εμείς της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής τ. Γ΄, έκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Ιερά Καλύβη «Άγιος Σπυρίδων Α΄» Νέα Σκήτη, Άγιον Όρος, σ. 405-407)