Σελίδες

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Ο παππούς και η γιαγιά διδάσκουν στον εγγονό τους την πίστη στο Χριστό

Ο παππούς και η γιαγιά διδάσκουν στον εγγονό τους την πίστη στο Χριστό. Απόσπασμα από το βιβλίο: » Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», διαβάζει ο δάσκαλος Σάββας Ηλιάδης

Λίγο προτού αφήσω το Ιρκούτσκ επήγα να ιδώ τον πνευματικό μου πατέρα, με τον οποίο πολλάκις είχα συζητήσει, για να του πω αυτή τη φορά:


«Πηγαίνω εις την Ιερουσαλήμ, και ήλθα να σε ευχαριστήσω για την χριστιανική σου αγάπη προς εμένα, ένα φτωχό προσκυνητή».

«Ο Θεός να ευλογήσει το ταξίδι σου», απήντησε.

«Πώς, όμως, συνέβη, ώστε ποτέ να μη μου πεις τίποτε για τον εαυτό σου, ποιος είσαι και από που έρχεσαι; Έχω ακούσει ένα σωρό για τα ταξίδια σου, αλλά θάθελα να γνωρίζω κάτι και για το μέρος που γεννήθηκες καθώς και για την ζωή σου προτού γίνεις προσκυνητής».

«Γιατί όχι; Με μεγάλη ευχαρίστηση», απήντησα, «θα σου πω το κάθε τι, άλλως τε δεν είναι ζήτημα που θα μας απασχολήσει πολλήν ώρα.

Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό της περιοχής της διοικήσεως του Ορέλ. Μετά τον θάνατο των γονέων μας εμείναμε μόνοι εγώ και ο αδελφός μου, αυτός δέκα χρόνων κι εγώ δύο.

Μας ανέθρεψεν ο παππούς μας, που ήταν ένας καλός και πλούσιος γέρος, ιδιοκτήτης ενός πανδοχείου εις τα μισά ενός δρόμου. Χάρις εις την καλή καρδιά του παππού μου, πολλοί ταξιδιώται τον προτιμούσαν και σταματούσαν εκεί.

Ο αδελφός μου, που ήταν πολύ παλιόπαιδο, επερνούσε τον περισσότερο καιρό γυρίζοντας εδώ και εκεί στο χωριό, αλλά εμένα μου άρεσε καλύτερα να μένω κοντά στον παππού μου.

Τις Κυριακές και τις γιορτές επηγαίναμε μαζί εις την εκκλησία. Εις το σπίτι ο παππούς συνήθιζε να διαβάζει την Αγία Γραφή, αυτή την ίδια που έχω εγώ τώρα.

Όταν ο αδελφός μου μεγάλωσε, άρχισε να πίνει. Μια φορά όταν ήμουν επτά χρονών και είμαστε οι δυο ξαπλωμένοι κοντά στη θερμάστρα, μ’ έσπρωξε τόσο πολύ, ώστε κατρακύλησα και πέφτοντας εκτύπησα το αριστερό μου μπράτσο στις σκάλες, τόσον, ώστε πια δεν κατέστη δυνατόν να το χρησιμοποιήσω, επειδή από τότε εις την πραγματικότητα το χέρι μου παρέλυσε.

Ο παππούς μου βλέποντας ότι ύστερα από αυτό, ποτέ δεν θα μπορούσα να εργασθώ εις την γη, με έμαθε να διαβάζω. Μη έχοντας άλλο βιβλίο για αναγνωστικό χρησιμοποιούσε την Αγία Γραφή. Με εδίδαξε το αλφάβητο, με έμαθε να φτιάχνω λέξεις και να διακρίνω τα διάφορα γράμματα, όταν τα έβλεπα.

Χωρίς να καταλάβω επαναλαμβάνοντας συνεχώς ό,τι εδιάβαζε αυτός, έμαθα σιγά – σιγά και ύστερα από κάμποσο χρονικό διάστημα, μπορούσα να διαβάζω ελεύθερα.

Αργότερα, όταν το φως του παππού μου άρχισε να ελαττώνεται, με έβαζε συχνά να του διαβάζω δυνατά από την Αγία Γραφή και με διόρθωνε όταν έκανα λάθη. Την εποχή αυτή, συνήθιζε και ένας κύριος γραμματισμένος, να έρχεται συχνά εις το πανδοχείο μας. Έγραφε πολύ ωραία γράμματα και μου άρεσε να τον βλέπω όταν καλλιγραφούσε.

Αντέγραφα το γράψιμό του και αυτός άρχισε να με διδάσκει. Μου έδωσε χαρτί και μελάνι, μου έφτιαξε πέννες από φτερά κι έτσι έμαθα να γράφω πολύ καλά. Ο παππούς μου ήταν πολύ ευχαριστημένος και μια μέρα μου είπε τα εξής: «Ο Θεός σού έδωσε το χάρισμα της μαθήσεως που θα σε κάνει άνθρωπο. Να δοξάζεις, λοιπόν, το όνομά Του και να προσεύχεσαι συχνά».

Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε σ’ όλες τις ακολουθίες της εκκλησίας, συχνά δε κάναμε προσευχές και εις το σπίτι. Εμένα μούπεφτε πάντοτε στη σειρά μου να διαβάζω τον πεντηκοστό ψαλμό, την ώρα που ο παππούς μου και η γιαγιά μου έκαναν μετάνοιες και γονάτιζαν.

Όταν ήμουν δέκα επτά ετών η γιαγιά μου πέθανε. Ο παππούς έπειτα από αυτό, μου είπε: «Το σπίτι μας δεν έχει πια οικοδέσποινα και αυτό είναι άσχημο πράγμα. Ο αδελφός σου είναι ελεεινός. Φροντίζω, λοιπόν, να σου βρω μια γυναίκα να παντρευτείς». Εγώ ήμουν αντίθετος εις την σκέψη του αυτή, λέγοντάς του ότι ήμουν ένας ανάπηρος, αλλά ο παππούς μου δεν υποχωρούσε.

Εβρήκε μια καλή κοπέλα είκοσι χρόνων, και παντρευτήκαμε. Έπειτα από ένα χρόνο ο παππούς μου αρρώστησε βαριά. Γνωρίζοντας ότι ο θάνατός του ήταν κοντά, εμε κάλεσε και με αποχαιρέτησε, λέγοντας:

«Σου αφήνω το σπίτι μου με όλα όσα έχει. Να είσαι τίμιος, ευσυνείδητος, να μην απατήσεις ποτέ άνθρωπο και πάνω απ’ όλα να προσεύχεσαι τακτικά, για το κάθε τι, για όλα που ο Θεός μας δίνει.

Μόνον σ’ αυτόν να εμπιστεύεσαι τα πάντα και συ και η γυναίκα σου• να πηγαίνετε τακτικά εις την εκκλησία, να διαβάζετε την Αγία Γραφή και να θυμάστε την γιαγιά σας κι εμένα εις τις προσευχές σας. Να και τα χρήματά μου. Είναι χίλια ρούβλια χρυσά και σου τα χαρίζω. Φρόντισε να μην ξοδέψεις άσκοπα ούτε ένα από αυτά, φρόντισε να μη σου κυριεύσουν την ψυχή και δώσε μερικά εις τους φτωχούς και εις την Εκκλησία».

Μετά λίγες ημέρες απέθανε και τον εκηδεύσαμε σεμνά.

Αλλ’ ο αδελφός μου, με εφθόνησε φοβερά επειδή όλη η περιουσία έγινε δική μου. Ο θυμός του εναντίον μου εμεγάλωνε συνεχώς και ο Σατανάς τον παρότρυνε τόσο εις το μίσος του εναντίον μου, ώστε εσχεδίαζε να με σκοτώσει.

Τελικά δεν με σκότωσε αλλά έκανε το εξής: Μια νύχτα ενώ κοιμόμαστε, μη έχοντας πελάτες εις το πανδοχείο, διέρρηξε το δωμάτιο μέσα στο οποίο είχαμε τα λεφτά, τα επήρε από το μπαούλο κι έπειτα έβαλε φωτιά.

Η φωτιά ξαπλώθηκε σ’ όλο το σπίτι χωρίς να το καταλάβουμε, μόλις δε κατορθώσαμε εγώ κι η γυναίκα μου να γλυτώσουμε, πηδώντας μέσα στις φλόγες από ένα παράθυρο, φορώντας μόνο τα ρούχα του ύπνου. Η Αγία Γραφή ήταν κάτω από το μαξιλάρι μας, μα με όλη την παραζάλη κατόρθωσα να την πάρω μαζί μου.

Καθώς εβλέπαμε το σπίτι μας να καίγεται, είπαμε ο ένας στον άλλο. «Δόξα τω Θεώ που εσώσαμε τη ζωή μας και την Αγία Γραφή, για να την έχουμε παρηγοριά, εις τις συμφορές που μας εβρήκαν». Έτσι ό,τι είχαμε και δεν είχαμε το χάσαμε και ο αδελφός μου εξαφανίστηκε χωρίς ν’ αφήσει κανένα ίχνος. Αργότερα εμάθαμε ότι μεθυσμένος κάποτε εκόμπαζε, λέγοντας με τι τρόπο πήρε τα χρήματα και έκαψε το σπίτι.

Εμείναμε γυμνοί και κατεστραμμένοι, σχεδόν ζητιάνοι. Εδανειστήκαμε μερικά χρήματα, εφτιάξαμε μια μικρή καλύβα και αρχίσαμε να ζούμε όπως οι ακτήμονες χωρικοί. Η γυναίκα μου ήταν προκομμένη κι άρχισε να πλέκει, να υφαίνει και να ράβει. Είχε πολλή δουλειά κι έτσι συντηρούσε υποφερτά τον εαυτό της κι εμένα. Εγώ με την πάθηση του χεριού μου δεν ημπορούσα ούτε σκέτα ξυλοπάπουτσα να φτιάχνω.

Έτσι εκαθόμουνα δίπλα της όταν εδούλευε και της εδιάβαζα κομμάτια από την Αγία Γραφή. Άκουγε πάντα με προσοχή και ευλάβεια και μερικές φορές έκλαιγε. Όταν ερωτούσα γιατί έκλαιγε, λέγοντάς της, ότι ο Θεός μας εχάρισε το πολυτιμότερο αγαθό, τη ζωή, αυτή μου απαντούσε: «Συγκινούμαι τόσο πολύ από την ανάγνωση της Αγ. Γραφής»!

Εκτελούσαμε όσα ο παππούς μας, μας είχε παραγγείλει, ενηστεύαμε συχνά, κάθε πρωί λέγαμε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και την νύκτα εκάναμε εκατό μετάνοιες ο καθένας, για να αποφύγουμε το πέσιμό μας σε πειρασμό. Έτσι εζήσαμε ήρεμα δυο ολόκληρα χρόνια.

Αλλά αυτό που είναι εκπληκτικό, είναι το γεγονός, ότι αν και δεν καταλαβαίναμε, επειδή δεν είχαμε ακούσει τίποτε για την εσωτερική προσευχή της καρδιάς, παρά προσευχόμεθα με το στόμα μόνον και με τις μετάνοιες χωρίς βαθύτερη σκέψη, σαν κούκλες που κάνουν παιγνίδια, παρ’ όλα αυτά, η επιθυμία για γνήσια προσευχή υπήρχε μέσα μας και οι μακρές προσευχές που τις ελέγαμε χωρίς να τις καταλαβαίνουμε, δεν μας εκούραζαν, αλλά πραγματικά μας άρεσαν.

Η καθαρή αλήθεια είναι, όπως ένας διδάσκαλος μου είπε κάποτε, ότι η μυστική Προσευχή πάντοτε κρύβεται μέσα εις την ανθρώπινη καρδιά. Ο άνθρωπος τις περισσότερες φορές δεν το γνωρίζει αυτό, αλλ’ αυτή εργάζεται κατά τρόπο μυστηριώδη μέσα εις την ψυχήν και προτρέπει σε εκδήλωση, ανάλογα με του κάθε ανθρώπου την γνώση και την δύναμη.

Ύστερα από δύο χρόνια που εζήσαμε έτσι, η σύζυγός μου αρρώστησε με υψηλό πυρετό. Την εκοινωνήσαμε και την ενάτην ημέρα της αρρώστιας απέθανε. Τώρα ήμουν ολομόναχος εις τον κόσμο. Δεν ημπορούσα να κάμω καμιά εργασία κι έπρεπε συγχρόνως να ζήσω• μα και η ζητιανιά μου φαινόταν ασυνείδητο πράγμα. Έκτος αυτού είχα τόση λύπη για το θάνατο της γυναίκας μου, ώστε δεν ήξευρα τι να κάμω.

Όταν πήγαινα μέσα στην καλύβα κι έβλεπα τα ρούχα της, επνιγόμουν στα δάκρυα τόσο, που δυο – τρεις φορές, έπεσα κάτω αναίσθητος. Κατάλαβα, λοιπόν, ότι δεν ημπορούσα πια να ζήσω εις το μέρος αυτό.

Πούλησα την καλύβα μου για είκοσι ρούβλια και έδωσα τα λίγα ρούχα της γυναίκας μου εις τους φτωχούς. Επειδή ήμουν ανάπηρος, οι αρχές του τόπου μου δώσανε ένα διαβατήριο, το οποίον με ελευθέρωνε από κάθε δημόσια υποχρέωση και έτσι παίρνοντας μαζί μου την Αγία Γραφή άρχισα τα ταξίδια χωρίς να ενδιαφέρομαι πού πηγαίνω.

Είναι φοβερή η ευθύνη των ορθοδόξων παππούδων και γιαγιάδων για την πνευματική καθοδήγηση των εγγονών τους!


Απομαγνητοφώνηση για το «σπιτάκι της Μέλιας»


Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: "ΕΔΩ"


Το oliiorthodoxia.blogspot.gr  ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει περί των επωνύμων ή ανωνύμων σχολίων – απόψεων που φιλοξενεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών, επικοινωνήστε μέσω e-mail oliiorthodoxia@gmail.com έτσι ώστε να αφαιρεθεί. Σχόλια που θα υποπέσουν στην αντίληψή μας, με αναφορές σε προσωπικά δεδομένα, emails, υβριστικά ή συκοφαντικά, αλλά και αυτά που παραπέμπουν σε διαφήμιση θα αφαιρούνται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου